Κριτική: Στο ‘The Last Duel’ ζωντανεύει η εποχή του ιπποτισμού όπως ήταν
Σκοτεινή, ανδροκρατούμενη και ταραχώδης - Aυτή είναι η νέα ταινία «Τhe Last Duel» - Στη Γαλλία του 14ου αιώνα.
Ο Sir Ridley Scott (Gladiator, Kingdom of Heaven), σκηνοθέτης που πολλάκις έχει καταθέσει τα διαπιστευτήριά του στο είδος του ιστορικού δράματος, με μεγάλες επιβλητικές παραγωγές, φέτος μας παραδίδει ακόμη μία, το The Last Duel, με το οποίο μας γυρίζει πίσω στην περίοδο του θεσμού των ιπποτών και την αποδίδει όπως ήταν, όχι έτσι όπως έχει επικρατήσει στον συλλογικό νου.
Ως πηγή έμπνευσης για το συγκεκριμένο φιλμ, χρησιμοποιήθηκε το ομότιτλο μυθιστόρημα του Eric Jager, ενώ το σενάριο επιμελήθηκαν οι Nicole Holofcener, Ben Affleck, και ο Matt Damon, με τους δύο τελευταίους να ερμηνεύουν πρωταγωνιστικούς ρόλους εν προκειμένω, μαζί με τον Adam Driver (Marriage Story) και την Jodie Comer (Killing Eve).
Ολυμπιακός: Η συμβολή του… Βαλμπουενά
Το cast συναπαρτίζουν επίσης οι: Harriet Walter, Nathaniel Parker, Sam Hazeldine, Michael McElhatton, Alex Lawther, Marton Csokas και ο Oliver Cotton.
Στη Γαλλία του 14ου αιώνα λοιπόν, ένας πολεμιστής με ευγενική καταγωγή εν ονόματι Jean de Carrouges (Damon) επικαλείται τον παλιό κώδικα τιμής των ιπποτών προκαλώντας σε έφιππη μονομαχία τον Jacques Le Gris (Driver), έναν άλλοτε καλό του φίλο και νυν ακόλουθο του τρυφηλού, σνομπ και πανούργου Δούκα Pierre d'Alençon (Affleck). Η σύζυγός του ήρωα, Marguerite (Jodie Comer) καταγγέλλει ότι ο Le Gris την βίασε. Το θέμα φτάνει μέχρι την αυλή του Βασιλιά Καρόλου ΣΤ’ ο οποίος όντως διατάζει να πραγματοποιηθεί η αναμέτρηση αυτή μεταξύ των δύο ανδρών όπως επιτάσσουν τα παλιά έθιμα.
Η υπόθεση του έργου τοποθετείται στα μέσα του αιματηρού και μακροχρόνιου Εκατονταετούς Πολέμου, όπου μαίνονταν σφοδρές συγκρούσεις ενώ ελάχιστα βραχυπρόθεσμα διαστήματα ειρήνης μεσολαβούσαν μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας. Από αυτές τις εμπόλεμες διεκδικήσεις προέκυψε μία νέα ισορροπία δυνάμεων, σχέδια πολεμικής δράσης και τακτικής.
Στο σκοτεινό υπογάστριο του τότε συστήματος πολιτικής διακυβέρνησης που επικρατούσε στην Ευρώπη οι επεκτατικές βλέψεις και διεκδικήσεις των δύο παραπάνω χωρών εισήγαγαν ένα σχεδόν ατέλειωτο διάστημα αστάθειας, με τις μεσαιωνικές πρακτικές να συνεχίζουν να παρεμβαίνουν σε απλά και πιο σύνθετα θέματα σε διάφορες εκφάνσεις της καθημερινότητας των ανθρώπων του καιρού εκείνου.
Ο Ridley Scott με αφορμή τα ανωτέρω μας παραδίδει ένα εντυπωσιακό, υποβλητικό και στοχαστικό κινηματογραφικό project, αξιοποιώντας ρεαλιστικά ως βάση του τα ιστορικά γεγονότα ώστε να πλάσει ένα ατμοσφαιρικό δράμα με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις αλλά κυρίως για να μας θυμίσει ότι το ιδεώδες του ιπποτισμού δεν ήταν σίγουρα συνώνυμο με την αβρότητα και την ανδρεία.
Ο διάσημος δημιουργός προσεγγίζει με κοφτερή ματιά και το αστείρευτα δημιουργικό του ένστικτο ζητήματα όπως αυτό της καθαρά ανδροκρατούμενης και θεοκρατικής κοινωνίας, ο αυταρχισμός της εξουσίας, η οικονομική αφαίμαξη του λαού, η καταπίεση του κόσμου από το σύστημα των φεουδαλικών προνομίων, η διαφθορά σε επίπεδο δικαιοσύνης, και η αυτοδικία.
Ειδικότερα όμως το παρόν εγχείρημα φέρει μία γνήσια ανθρωπιστική χροιά με φεμινιστικές επιρροές καθώς καταδεικνύει την πατριαρχία, τον εσωτερικευμένο μισογυνισμό και γενικότερα το πόσο υποτιμούνταν ο ρόλος της γυναίκας του τότε της οποίας η θέση σε αξία θεωρούνταν υποδεέστερη και από εκείνη ενός ζώου ενώ εννοούνταν ως κτήμα του πατέρα ή του συντρόφου της. Υπογραμμίζονται τα έμφυλα στερεότυπα που ενίσχυαν την αντίληψη περί ανωτερότητας του άνδρα έναντι της γυναίκας ο οποίος είχε αξιώσεις όσον αφορά στο παζάρεμα για την προίκα με σκοπό να πάρει μία πολύφερνη νύφη η οποία αντιμετωπιζόταν σχεδόν αποκλειστικά ως περιουσιακό στοιχείο, ως ιδιοκτησία του συντρόφου της και μέσο αναπαραγωγής.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τονίζεται πως μία κοπέλα πάει κόντρα στο ρεύμα και σε όλες τις πιθανότητες ώστε να τιμωρηθεί ο ένοχος για την απερίγραπτη προσβολή εις βάρος της, το ψυχικό τραύμα που της προξένησε και για να λάμψει η αλήθεια ακόμη και αν στην ουσία δεν νοιάζεται κανείς για κάτι τέτοιο. Έτσι, παρά το ότι απειλείται η ίδια της η ζωή και παρά το στίγμα που την επιβαρύνει για την σεξουαλική επίθεση που υπέστη, βρίσκει το σθένος να υπερασπιστεί μπροστά σε ένα εχθρικό περιβάλλον την τιμή και την υπόληψή της για να καταγγείλει όσα βίωσε στα χέρια ενός ανήθικου ατόμου. Δεν υποτάσσεται και ορθώνει τη φωνή της για να σωπάσουν όλες οι άλλες που εσκεμμένα την παρουσιάζουν σαν ψεύτρα και μήλον της έριδος.
Τελικά, είναι θέλημα Κυρίου, το δίκαιο και το άδικο; Ή ο άνθρωπος ορίζει το πεπρωμένο του με το θάρρος του λόγου του, και τις ενέργειές του έχοντας ως πυξίδα την ακλόνητη πίστη στην αδιαπραγμάτευτη ηθική του; Υπάρχει θεία δίκη; Και αν ναι, οδηγεί πάντα στην συντριπτική ήττα του θύτη και την δικαίωση του θύματος;
Να σημειωθεί ότι οι χαρακτήρες που δομούνται δεν είναι χάρτινοι, αλλά έχουν ζωντάνια, αυθεντικότητα, και ψυχογραφούνται σε βάθος. Ο καθένας τους εκπροσωπεί κάτι σημαντικό από πλευράς του. Φωτίζονται τα κίνητρα, οι επιθυμίες, οι σκέψεις και τα πεπραγμένα τους. Σε συνεπαίρνουν αβίαστα οι εκπληκτικές ερμηνείες των τριών ηθοποιών που ηγούνται του cast, καθένα από τους οποίους εκθέτει την προσωπική εκδοχή του προσώπου που υποδύεται για το πως συνέβησαν τα τεκταινόμενα. Με αυτήν ακριβώς την εναλλαγή στην αφήγηση η οποία είναι κατά κύριο λόγο σπονδυλωτή, ο Scott σου αφήνει το ελεύθερο να επιλέξεις ποια απ’ όλες ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αν και νομίζω πως ο ίδιος δικαίως τάσσεται ξεκάθαρα με το μέρος της τελευταίας. Αυτή είναι και η γοητεία της ταινίας: προσπαθείς να διαβλέψεις, ενίοτε επιβεβαιώνεσαι, άλλοτε πάλι πέφτεις έξω. Απ’ τη μία η πλοκή σε εξαπατά αριστοτεχνικά και απ’ την άλλη σου προσφέρει υπαινιγμούς για το ποια σημεία προέβλεψες σωστά και σε αφήνει να κάνεις την αποτίμησή σου το τι έλαβε χώρα εν τέλει.
Επιπλέον, η ένταση, η ίντριγκα και η αγωνία χτίζονται σταδιακά και με στιβαρές κινήσεις και σε αυτό συμβάλλουν καθοριστικά οι υπέροχες μελωδίες του Harry Gregson-Williams και η εξαιρετική φωτογραφία του Dariusz Wolski.
Όπως και σε ανάλογα δείγματα δουλειάς που έχει να παρουσιάσει ο Ridley Scott, έτσι και στην περίπτωση αυτήν διαπιστώνεται ότι κατέχει πολύ καλά το πώς να συντηρεί το σασπένς με επικές σκηνές μάχης και όχι μόνο, και φυσικά φροντίζει να παραμείνει πιστός σε αυτό το μοτίβο κάτι που οπωσδήποτε ικανοποιεί πλήρως τον θεατή. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως αποδεικνύεται ο μετρ του ιστορικού δράματος και δεν σταματά να το υπηρετεί με πάθος και συνέπεια!
Το φινάλε του The Last Duel επισφραγίζεται με την μορφή κυκλικού σχήματος, και αντιλαμβανόμαστε ότι το θέαμα που παρακολουθήσαμε συνιστά ένα καθηλωτικό και ζοφερό παραμύθι για ενήλικο κοινό. Εδώ διασταυρώνουν τα ξίφη τους η προδοσία και η εμπιστοσύνη, η εντιμότητα και η αχρειότητα, η αδικία και η δικαιοσύνη, και μέσα από την κλαγγή των σπαθιών βγαίνει πια ο νικητής με τον καθεαυτού ηρωισμό να μετράει τις φρικτές πληγές του.