Τιμογιαννάκης: «Για τον Ολυμπιακό χάνω και τις "Μέλισσες"»

Ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης ξετυλίγει την ταινία της ζωής του και μιλάει για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, τις "Άγριες Μέλισσες", τον Ολυμπιακό και τον αγαπημένο παίκτη του, τον Ανατολάκη!

Τιμογιαννάκης: «Για τον Ολυμπιακό χάνω και τις "Μέλισσες"»

Σε κάθε στιγμή της ζωής του ο άνθρωπος κλείνει μέσα του τον παλιό και τον μελλοντικό εαυτό του και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης, βούτηξε από μικρός στον αγαπημένο του κόσμο του κινηματογράφου για να γίνει καταξιωμένος κριτικός κινηματογράφου και να καθορίσει το μέλλον του, αν και ο ίδιος απεχθάνεται τα βαρύγδουπα λόγια, τα αστεράκια και τις βαθυστόχαστες αναλύσεις. Είναι εξάλλου εκ των πρωτοπόρων της απενοχοποίησης των ελληνικών ταινιών, δεν διστάζει να παραδεχτεί ότι βλέπει ανελλιπώς τις «Μέλισσες» και κάνει εξαίρεση μόνο όταν παίζει ο Ολυμπιακός. Eίναι ένας άνθρωπος που τα έχει βρει με τον εαυτό του, έχει συμφιλιωθεί με το «είναι» του, δεν μασάει τα λόγια του, ακόμη κι αν κινδυνεύει να γίνει στόχος των συναδέλφων του, και είναι πλέον υπέρμαχος του «λάθε βιώσας», γι’ αυτό και αποσύρθηκε από την κεντρική σκηνή της χώρας.

Η ιστορία μας ξεκινά με τον πρωταγωνιστική να είναι μόλις 1,5 έτους, να πηγαίνει σε κινηματογράφο, στο Δάσος Χαϊδαρίου, και να βλέπει τη «Μουσίτσα». Αυτό ήταν και η απαρχή της βύθισής του στις σκοτεινές αίθουσες, στην Καστέλλα, στη Νεάπολη, στη Λεύκα, στην Κοκκινιά, στον Κορυδαλλό, σε όλες τις γειτονιές του Πειραιά, αφού είναι γέννημα-θρέμμα του μεγάλου λιμανιού, όπου ενηλικιώθηκε και μετά λόγω σπουδών μετακόμισε στα Εξάρχεια. Αν και το όνομά του τελειώνει σε -άκης, δεν έχει σχέση με την Κρήτη, παρά μόνο με τη Σμύρνη, εκεί όπου έδιναν τα επίθετα σύμφωνα με τις συνήθειες του ανθρώπου και προφανώς κάποιος πρόγονός του ήταν τίμιος.

Η εμμονή του με τον κινηματογράφο είχε αποτέλεσμα να δέχεται ένα σχετικό μπούλινγκ, αφού οι γείτονές του τον ρωτούσαν συχνά τι παίζει στις αίθουσες, όμως αυτός απαντούσε με υπερβολική άνεση! Αποστήθιζε τις εφημερίδες και τους άφηνε άναυδους. Αγαπημένοι του κινηματογράφοι το αριστοκρατικό «Αττικόν» στον Πειραιά με τη βεραμάν αυλαία και ο «Απόλλων» στην Κοκκινιά.

Πώς γίνεται όμως κάποιος κριτικός κινηματογράφου, θα αναρωτηθείτε όπως κι εμείς, και να η απάντηση: «Δεν ήξερα να κάνω τίποτε άλλο από το να βλέπω σινεμά, ήμουν κολλημένος, αλλά δεν με ενδιέφερε η σκηνοθεσία, η ηθοποιία ή οτιδήποτε άλλο που είχε σχέση με τη δημιουργία μιας ταινίας. Ώσπου μπήκα στη Νομική, μετακόμισα στην Αθήνα και κάποιος μου είπε “αδειάζει μια θέση στην εφημερίδα Εστία”. Πήγα στον Άδωνι Κύρου και, επειδή ήμουν επί πτυχίω στη Νομική, μου έδωσε το ρεπορτάζ του υπουργείου Δικαιοσύνης. Ταυτόχρονα όμως έγραφα τα φαρμακεία αλλά και το Νερό της Λίμνης του Μαραθώνα. Υπήρχε μια στήλη όπου αναφερόμασταν στη στάθμη του νερού συγκρίνοντάς τη με την περσινή. Έκανα και τα λαχεία αλλά και τις αφίξεις στο ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρετανία”, καθώς και μεταφράσεις ξένων δελτίων. Κι επειδή οι μισθοί ήταν χαμηλοί, έγραφα ανυπόγραφα και το κύριο άρθρο σε άλλη εφημερίδα».

Το σινεμά όμως ήταν πάνω απ’ όλα καθώς «δεν θυσίαζα την ευχαρίστησή μου, ήταν το κάρμα μου, ο προορισμός μου. Έκανα παρέα με ανθρώπους του κινηματογράφου, όπως ο Κατσουρίδης, ο Δημόπουλος, ο Δανιηλίδης, ο Σακελλάριος και μάθαινα για φωτογραφία, μοντάζ, σκηνοθεσία, σενάριο, τα πάντα, για να έχω σφαιρική αντίληψη».

Παρένθεση με μια ερώτηση-απορία. Συμφωνείτε ότι αν ο Σακελλάριος πήγαινε στο Χόλιγουντ θα ήταν εφάμιλλος του ιδιοφυούς Αυστριακού σκηνοθέτη, σεναριογράφου, παραγωγού, ηθοποιού, καλλιτέχνη της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, Μπίλι Γουάιλντερ;

«Βεβαίως, ούτε συζήτηση, αν πήγαινε στην Αμερική θα έκανε διεθνή καριέρα».

Επιστροφή στα καθ’ ημάς και στο ξεκίνημά του ως κριτικού κινηματογράφου: «Σε ηλικία 22 χρόνων λοιπόν απέκτησα στήλη στον “Ταχυδρόμο” και έγραφα παράλληλα στα “Νέα”, με εβδομαδιαίο ρεπορτάζ στον κινηματογράφο, αν κι εκείνη την εποχή είχε ξεκινήσει η τηλεόραση και ο κόσμος ενδιαφερόταν μανιωδώς για το νέο που μπήκε στη ζωή του. Τότε υπήρχαν μόνο δυο κρατικά κανάλια και τεράστιες απαιτήσεις, αλλά και φόβος μη χάσουμε κάποια είδηση».

Και πώς βλέπουν οι κριτικοί τις ταινίες;

«Τα γραφεία διανομής τις προέβαλαν σε μικρά δωματιάκια έως το 1982 κάθε Δευτέρα και το βράδυ παραδίδαμε τη δουλειά μας για να δημοσιευθεί στο φύλλο της Τρίτης».

Εκείνη την εποχή ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος αντιμετώπιζε τη χλεύη των βαθυστόχαστων κριτικών. Όλων εκτός του Παναγιώτη Τιμογιαννάκη, καθώς «βγήκα μπροστά και είπα αυτό που λένε όλοι τώρα. Μίλησα για την ποιότητα και την αξία των παλιών ταινιών και όλοι ήταν εναντίον μου».

Κι επειδή η συζήτησή μας είναι «καγκουρό» και πηδάμε από το ένα θέμα στο άλλο, ρωτήσαμε αν το Νέτφλιξ είναι ευλογία ή κατάρα για τον κινηματογράφο…

«Απλά σημάδι της εποχής. Το δυνατό κομμάτι του, εξάλλου, είναι οι σειρές, όχι οι ταινίες. Δεν μπορείς όμως να αρνείσαι το παρόν».

Βλέπετε σειρές;

«Παλιά όχι, αλλά τώρα που υπάρχει η web tv βλέπω όποτε θέλω εγώ και όχι όταν είναι στο πρόγραμμα. Βλέπω παλιές σειρές, όπως “η Αστροφεγγιά”, “ο Συμβολαιογράφος”. Μου αρέσουν τα δράματα, οι ίντριγκες, τα ιστορικά, τα αστυνομικά, τα κατασκοπικά».

Μου κίνησε την περιέργεια μια ανάρτησή σας στο facebook «Aπόψε έχει Ολυμπιακό, δεν θα δω τις “Μέλισσες”».

«Μα φυσικά, τίποτα πάνω από τον Ολυμπιακό. Τις “Μέλισσες” τις είδα στην αρχή από περιέργεια και μετά μου κίνησε το ενδιαφέρον, είδα και δεύτερο και τρίτο επεισόδιο στο web tv και τις παρακολουθώ ανελλιπώς».

Και από πού κι ως πού Ολυμπιακός;

«Πειραιώτης βέρος. Τι θα ήμουν; Λόγω συναισθήματος είμαι Ολυμπιακός, όπως ο πατέρας και οι φίλοι μου. Ο πατέρας μου ψιλοβαριόταν να με πηγαίνει στο γήπεδο, θυμάμαι μάλιστα και το πρώτο ματς που είδα στο Καραϊσκάκη. Το Ολυμπιακός - Εθνικός 3-0. Και δεν κρύβω ότι συμπαθώ τον Εθνικό, αν και οι οπαδοί του μας μισούν. Λυπήθηκα που δεν παίζουν στο Καραϊσκάκη, έπρεπε να το μοιραζόμασταν όπως η Ρόμα και η Λάτσιο, η Μίλαν και η Ίντερ».

Αν προβιβαστεί ο Εθνικός στη μεγάλη κατηγορία, θα παίζει στο Καραϊσκάκη.

«Μακάρι, αν κι αυτοί μας έβγαλαν γαύρους. Αυτοί ήταν οι 300 του Λεωνίδα, αριστοκράτες από την Καστέλλα, ενώ εμείς οι πολλοί, σαν κοπάδια γαύρων, η μαρίδα, η μάζα. Με τσάντιζαν, αλλά κι αυτοί Πειραιάς είναι».

Οι αγαπημένοι παίκτες σου;

«Ο Σιδέρης, ο Γιούτσος, ο Μποτίνος, ο Γκλέζος, ο Λοσάντα, ο Υβ, ο Ρομαίν, ο Δεληκάρης. Τον Γιώργο τον αγαπούσα από παιδί».

Και από τους σύγχρονους;

«Όσο κι αν σας φανεί περίεργο, ο Ανατολάκης, γιατί όλοι του τα έχωναν. Τον θεωρώ αδικημένο, κι εγώ είμαι κατά της αδικίας σε όλους τους τομείς».

Για την τωρινή ομάδα;

«Ψάχνει τον βηματισμό της στην Ευρώπη, να ανέβει επίπεδο και μπορεί με τον Μαρτίνς. Κακά τα ψέματα, στην Ελλάδα υπάρχει ο Ολυμπιακός και οι άλλοι. Έχουμε τη μεγαλύτερη ομάδα της χώρας και ο Μαρτίνς κάτι έχει στο μυαλό του να μας φέρει πιο ψηλά και στην Ευρώπη. Τον εμπιστεύομαι».

Ποιον ξεχωρίζεις από τη φετινή ομάδα;

«Τον Ελ Αραμπί. Είναι σταρ. Ο τρόπος που κινείται, ο τρόπος που χτυπάει την μπάλα αναδίδουν ένα σταριλίκι».

Το έκοψες το γήπεδο;

«Όταν γεννήθηκε ο ανιψιός μου, ήθελα να δημιουργήσω μια σχέση μαζί του, να είμαι στις μνήμες του. Τον πήγα διερευνητικά, του άρεσε και από τότε δεν χάσαμε ματς πρωταθλήματος και Τσάμπιονς Λιγκ. Όλα αυτά μέχρι να τελειώσει το Λύκειο. Τώρα είναι 30 χρόνων και βλέπω πλέον τα ματς από την τηλεόραση».

Παρακολουθείς διεθνές ποδόσφαιρο;

«Βέβαια, είμαι Ρόμα λόγω Ρώμης. Το 2006 μάλιστα πήγα με τον ανιψιό μου να δούμε τον τελικό του Μουντιάλ. Στη Ρώμη, όχι στο Βερολίνο. Ήταν καταπληκτικά ανάμεσα σε χιλιάδες Ιταλούς. Είχα κλείσει από νωρίς εισιτήρια με το πρακτορείο Γκίνης και πήρα το ρίσκο, αν και μου είπαν ότι μπορώ να τα ακυρώσω».

Είστε από τους Έλληνες που παρακολούθησαν τις περισσότερες απονομές Όσκαρ.

«Πήγαινα 21 χρόνια. Στην αρχή για να τους καλύψω δημοσιογραφικά, έβαζα και λεφτά από την τσέπη μου, μετά δούλευα και για την εκδήλωση».

Και τώρα;

«Κουράστηκα, είμαι συνταξιούχος γιατί είχα Ταμείο από 18 χρόνων. Πριν από οκτώ χρόνια έκλεισα τριακονταπενταετία και δεν το ήξερα ότι είμαι δικαιούχος. Στα 37 μού είπαν ότι μπορώ να βγω στη σύνταξη. Αρχικά με έπιασε το υπαρξιακό μου, αλλά μετά σκέφτηκα ότι δεν θα τους τα χαρίσω, κι ας παίρνω τα μισά. Εξάλλου είμαι πλέον 63 χρόνων και πρέπει να ανοίξουμε τον δρόμο στους νέους. Αυτό είναι δεοντολογικό. Έχω εξάλλου το pantimo.gr όπου γράφω τις κριτικές μου χωρίς χρονική συνέπεια. Μπορεί να γράφω για ταινία που παίχθηκε πριν από εβδομάδες. Ανάλογα με το πότε κάνει “γκελ” στον κόσμο. Μισώ, έξαλλου, τα αστεράκια και δεν επέτρεψα να με βάλουν στο “Αθηνόραμα”. Ας αγόραζαν την εφημερίδα να τη διαβάσουν».

Και όπως συνηθίζεται, θα μας πείτε τους αγαπημένους σας ηθοποιούς και σκηνοθέτες;

«Όχι βέβαια, είναι τόσοι πολλοί και τόσο διαφορετικοί που δεν μπορώ να ξεχωρίσω δυο τρεις».