Ίδρυμα Θεοχαράκη: Συνομιλία με την καλλιτέχνιδα Αντιγόνη Τσαγκαροπούλου

Η επιμελήτρια της έκθεσης Drifting like a fairy, Γεωργία Λιάπη, σε μια συνομιλία με την καλλιτέχνιδα, Αντιγόνη Τσαγκαροπούλου.

Ίδρυμα Θεοχαράκη: Συνομιλία με την καλλιτέχνιδα Αντιγόνη Τσαγκαροπούλου

ΓΛ: Θεωρώ πως η δουλειά σου, και οι τρόποι παρουσίασής της, είναι κάπως ευθυγραμμισμένοι με την ιδέα του προγράμματος THF Raw, όσον αφορά στην ανάδειξη εναλλακτικών χώρων τέχνης, μέσα στο πλαίσιο ενός καθιερωμένου Ιδρύματος και εκθεσιακού προγράμματος. Δημιουργήθηκε έτσι μια διαδρομή η οποία επιχειρεί να συνομιλήσει με το μουσείο (την ιστορία του, την τοποθεσία του και την αρχιτεκτονική του), αλλά και να κάνει μία μικρή αναδρομή στο από πού ξεκίνησε, πού βρίσκεται τώρα, και το προς τα πού ίσως να κινείται η πρακτική σου.

ΓΛ: Σκέφτομαι τον τίτλο της έκθεσης, «Drifting like a Fairy» ο οποίος προκύπτει από την ελεύθερη μετάφραση του στίχου «Σαν ξωτικό να τριγυρνά». Σε πρώτη ανάγνωση γίνεται αντιληπτή η επιλογή αυτού του στίχου με την άμεση ιδέα της περιπλάνησης στους χώρους του μουσείου, σε δεύτερο επίπεδο, όμως, αυτή η διαδρομή κάπως προσωποποιείται υπό την μορφή ενός «ξωτικού», μιας «νεράιδας», πώς αντανακλάται αυτό στην έκθεση;

ΑB: Επέλεξα αυτόν τον στίχο για τίτλο της έκθεσης επειδή έχει μια ενεργητικότητα και μία διάδραση, που χαρακτηρίζουν τη δουλειά μου. Ταυτόχρονα αισθάνομαι πώς επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις. Τα ξωτικά και οι νεράιδες είναι απροσδιόριστες φιγούρες, οι οποίες τριγυρνάνε και εμφανίζονται στα περιθώρια της φαντασίας και της πραγματικότητας, με αναφορές σε μύθος, σε παραμύθια, στην αργκό, σε κοινότητες. Είναι ταυτόχρονα οι φιγούρες που κάποτε ήθελες να πιστέψεις ότι υπάρχουν γιατί είναι μαγικές και αμφιλεγόμενες. Κάπως έτσι αισθάνομαι πώς το χρησιμοποιεί και η Μπέλλου στους στίχους που τραγουδά, και, με τον ίδιο τρόπο, οι δικές μου νεράιδες και τα ξωτικά τριγυρνάνε στα στενά αυτής της πόλης, το 2022, «ψάχνουν για μια διέξοδο γυρεύοντας μια αλλιώτικη ζωή».

Η έκθεση ξεκινά καλώντας τους θεατές να οικειοποιηθούν τα έργα σου με μία συμμετοχική εγκατάσταση που ονομάζεται «Spooning» και αποτελείται από δύο κλασικούς πρωταγωνιστές παραμυθιών. Ενώ έχουμε συνηθίσει να τους αντικρίζουμε ως ένα δίπολο, την «όμορφη πριγκίπισσα» και τον «κακό δράκο», αυτό δεν συμβαίνει στην δική σου εκδοχή. Με ποιον τρόπο θεωρείς ότι μπορεί να λειτουργήσει αυτό στο κοινό;

Με έναν τρόπο επανασυστήνει αυτούς τους καθιερωμένους ρόλους και επαναπροσδιορίζει τα πρότυπα. Τα έργα μου καλούν σε αναγνώσεις εναλλακτικών αφηγήσεων και συμφιλίωσης, με ιδέες που είναι συνήθως ανοίκειες, εφόσον φέρνουν στο φως εικόνες και θεματικές, τις οποίες δεν συναντάμε συχνά, όπως για παράδειγμα η τριχωτή νεράιδα με τα μεγάλα μπράτσα και την πράσινη μοϊκάνα, παρέα με την κολλητή της – έναν τρυφερό δράκο που είναι πριγκίπισσα. Μπορεί εκ πρώτης όψεως η δουλειά μου να φαίνεται ότι μένει σε μια αισθητική επιφάνεια, αλλά η επιλογή των μαλακών υλικών και των ποπ χρωμάτων που χρησιμοποιώ είναι εσκεμμένη, λειτουργούν σαν τρικ προκειμένου να προσελκύσουν τον κόσμο και να τον φέρουν πολύ κοντά στις ριζοσπαστικές και, στα πλαίσια μιας κανονικότητας «αποκρουστικές», αντιλήψεις που διαπραγματεύονται τα έργα. Προσκαλούν σε συμμετοχικότητα, σε αγκαλιά με το «διαφορετικό», ανοίγοντας έναν διάλογο πάνω στα όρια του τι αντιλαμβανόμαστε ως «κανονικό». Η λούτρινη συνθετική γούνα, η απαλότητα, το άγγιγμα χρησιμοποιούνται ως πολιτικά εργαλεία για τη δημιουργία ανατρεπτικών σχέσεων μέσω της εγγύτητας με το έργο.

Στο νέο σου έργο, «Affect Alien» ασχολείσαι πλέον με την έρευνα πάνω σε υπαρκτά, ιστορικά πρόσωπα, μέσω των οποίων δημιουργείς απροσδόκητες συνδέσεις με την σημερινή πραγματικότητα και το προσωπικό σου βίωμα. Τι είναι αυτό που σε έκανε να αναφερθείς συγκεκριμένα στον Γιάννη Τσαρούχη, την Σωτηρία Μπέλλου και στην μεταξύ τους σχέση;

Όλα ξεκίνησαν με την ανάθεση που μου έγινε από το παράλληλο πρόγραμμα της αναδρομικής έκθεσης του Γιάννη Τσαρούχη «Dancing in real life» στο Σικάγο, το 2021. Η Ashley Janke, υπεύθυνη του προγράμματος, μου έγραψε πώς έχοντας επισκεφθεί το προηγούμενο μου προτζεκτ «Fluffy Library» βρίσκει συνδέσεις ανάμεσα στη δουλειά μου και του Τσαρούχη, εκεί που η μυθολογία και ο ερωτισμός διασταυρώνονται με έναν τρυφερό και ταυτόχρονα αιχμηρό τρόπο. Ήταν μια αρκετά μεγάλη πρόκληση για μένα να έρθω σε διάλογο με έναν καλλιτέχνη ο οποίος αποτελεί κληρονομιά για την ελληνική τέχνη, από τους Έλληνες καλλιτέχνες του μοντερνισμού, που θαυμάζω και τρέφω απέραντο σεβασμό, και γι’ αυτό το λόγο ήθελα να το κάνω με ευαισθησία, προσπαθώντας να ανακαλύψω τι άνθρωπος ήταν πέρα από το εικαστικό του έργο. Κάνοντας έρευνα πάνω στη ζωή του και την εποχή που έζησε, βρήκα ότι ήταν στενός φίλος με τη Σωτηρία Μπέλλου και τους φαντάστηκα μαζί, δύο σημαντικές φιγούρες της εποχής, δύο φίλοι, κάπως συγκινήθηκα, έκανα τις προβολές μου και ένιωσα κοντά τους. Μου ήρθε η επιθυμία να ανοίξω έναν εικαστικό διάλογο με τη δική μου ζωή, μια ποιητική εξομολόγηση που οικειοποιείται στίχους και εικόνες για να ταξιδέψει στο χρόνο, από τα «αγόρια – πεταλούδες», σε συννεφιασμένες Κυριακές, στις σειρήνες που αντηχούν στην πόλη, στο Σύνταγμα, στην ιστορία. Μέσα από αυτές τις διεργασίες γεννήθηκε το βίντεο έργο «Affect Alien», το οποίο δανείζεται τον τίτλο του από την Sarah Ahmed και το βιβλίο της «The promise of happiness». Διάβαζα το βιβλίο παράλληλα με την έρευνά μου και μου έκανε πολύ εντύπωση ο όρος που χρησιμοποιεί προκειμένου να μιλήσει για τα άτομα που αισθάνονται εκτός τόπου επειδή τα «σωστά» χαρούμενα πράγματα δεν τους κάνουν ευτυχισμένους, αλλά μελαγχολικούς. Η Sarah Ahmed επισημαίνει ότι ίσως πρέπει να επανεξετάσουμε τα «μελαγχολικά» υποκείμενα, αυτά που αρνούνται να αφήσουν τα βάσανα και που είναι ακόμη και διατεθειμένα να απαρνηθούν κάποιες μορφές χαράς, ώστε να συστήσουν ένα εναλλακτικό, «καλό» κοινωνικό πρότυπο. Στο μυαλό μου, η Μπέλλου και ο Τσαρούχης είναι δύο affect aliens της εποχής τους, που εκφράζουν αυτή τη ριζοσπαστική μελαγχολία την οποία χρειαζόμαστε.

Υπάρχει μία ευελιξία με την οποία κινείται η δουλειά σου μεταξύ χαρούμενων και μελαγχολικών θεμάτων, «ανάλαφρων» και πολιτικών αναφορών. Μεταχειρίζεσαι πρόσωπα που έχουν διαμορφώσει την ελληνική πολιτιστική ταυτότητα, πως καταφέρνει αυτό να γίνεται προσιτό από κοινό που δεν έχει σχέση με την Ελλάδα;

To έργο στέκεται ως ένα ποίημα που μπορεί να μιλήσει σε όλα τα άτομα που νιώθουν «affect aliens», γι’ αυτό τον λόγο έχουμε μεταφέρει την ηχητική αφήγηση σε ένα κέντημα των στίχων στα αγγλικά. Το ποίημα οικειοποιείται στίχους από γνωστά κομμάτια που έχει τραγουδήσει η Μπέλλου και, παίζοντας με την αντωνυμία, τους μεταμορφώνει σε μια γλυκόπικρη εξομολόγηση που αντηχεί στο τώρα. Η κεντημένη μετάφραση παίρνει μια άλλη διάσταση, η οποία αυτονομείται από τις αναφορές που γίνονται, επιχειρώντας να ξεπεράσει την εθνική ταυτότητα και τους «ήρωες».

Βασικό ρόλο στην εγκατάσταση που δημιουργήθηκε ειδικά για το Ίδρυμα στην βεράντα του 5ου ορόφου, έχει το χειροκέντημα που αποφάσισες να κάνεις ώστε να δοθεί η εικόνα του βίντεο στους επισκέπτες, που δεν το είδαν στα εγκαίνια, αποφεύγοντας την χρήση φωτογραφιών. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η πρακτική σου περιστρέφεται γύρω από το τραύμα και την ίαση, διαβάζω αυτήν την επιλογή ως μία αναφορά στην ιδέα της φροντίδας, που ενέχει η χειρονομία του κεντήματος.

Αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε μια in-situ εγκατάσταση, η οποία θα βρίσκεται σε διάλογο με το βίντεο «Affect Alien». Ήθελα η βεράντα του ιδρύματος, με την απίστευτη θέα στην πλατεία Συντάγματος, να γεμίσει με σύννεφα, σαν να βγήκαν από τους πίνακες του Τσαρούχη, και να μετατρέψω τους θεατές σε «καθιστούς ανθρώπους-πεταλούδες», που θα ακούσουν μια αφήγηση με στίχους οικείους και ταυτόχρονα ανοίκειους, να μπερδευτούν για λίγο με το ηλιοβασίλεμα.

Εντελώς διαισθητικά αποφάσισα να κεντήσω ένα still από το βίντεο. Το κέντημα έχει μία διαδικασία επιτελεστική, διαλογιστική. Η βελόνα που τρυπάει το ύφασμα για να δημιουργηθεί η εικόνα, η επανάληψη της διαδικασίας και η απόφαση του πώς θα αποτυπώσω το ίδιο μου το σώμα, δώσανε μία άλλη υπόσταση στο έργο. Η διαδικασία λειτούργησε σαν μία επουλωτική κίνηση φροντίδας και έγινε ένα statement του πώς επιλέγω να αναπαραστήσω το ον, που ξεκινάει σαν αφετηρία από το σώμα μου και τους πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη και στη συνέχεια ακολουθεί διαδρομές που διαπερνούν το ύφασμα, τα φύλα, τα είδη και έρχονται αντιμέτωπες με το συλλογικό τραύμα. Το έργο συνομιλεί με ένα δεύτερο κέντημα το οποίο είναι το ποίημα που ακούμε στο βίντεο και στο ηχοτοπίο της εγκατάστασης, μεταφρασμένο στα αγγλικά.

Από την πτυχιακή σου έως και σήμερα, κεντρικός πυρήνας στην δουλειάς σου είναι τα εκπαιδευτικά προγράμματα / εργαστήρια για παιδιά και, σχεδόν πάντα, θα συμπεριλάβεις υλικό όπως τα παιδικά, και όχι μόνο, βιβλία στις εγκαταστάσεις σου. Αυτή η ιδέα «εναλλακτικής εκμάθησης» θεματικών, που συνήθως αποσιωπώνται, είναι κάτι το οποίο είχες εξ αρχής ως σκοπό στο έργο σου;

Αυτό είναι κάτι που δημιουργήθηκε οργανικά. Όταν παρουσίασα την εγκατάσταση Fluffyland, στην πτυχιακή μου στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας, παρατήρησα ότι το κοινό, το οποίο αποτελούνταν από διαφορετικές ηλικίες, έπαιρνε την πρωτοβουλία να διαδράσει με το έργο, φορώντας τις στολές, τις οποίες αρχικά προόριζα μόνο για τους performers, παίζοντας με τα γλυπτά. Μετά, στην 6η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, αποφάσισα πιο στοχευμένα πως θα εξελίξω το έργο προς αυτή τη κατεύθυνση και, στη συνέχεια, φτιάχνοντας το Fluffy Library και παρουσιάζοντάς το στον ATOPOS cvc και στο κέντρο σύγχρονης τέχνης του Μπρίστολ ARNOLFINI, οργάνωσα εργαστήρια για παιδιά μέσα στο έργο, σε συνεργασία με καλλιτέχνες, εκπαιδευτικούς και ομάδες, προσκαλώντας οικογένειες και σχολεία. Σκοπός μου είναι οι επισκέπτες στις εκθέσεις μου να επιστρέφουν σπίτι έχοντας λάβει νέα ερεθίσματα που ίσως να μην είχαν την ευκαιρία να συναντήσουν κάπου αλλού.

Υπάρχει έντονα η διάδραση στα γλυπτά σου, και κυρίως από παιδιά, σαν να μπερδεύονται τα όρια μεταξύ δημιουργού και παρατηρητή, έργου και παρουσίασης του έργου..

Αρχικά, αποδομώντας την κλασική παρουσίαση ενός έργου, προσκαλώ τον κόσμο να συμμετάσχει αγγίζοντας, ξαπλώνοντας, αγκαλιάζοντας, διαβάζοντας, μαθαίνοντας, βιώνοντας καταστάσεις, πάνω και μέσα στο ίδιο το έργο. Σε δεύτερο επίπεδο, με απασχολεί το τρίγωνο μεταξύ της τέχνης, της εναλλακτικής μάθησης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Τα όρια μεταξύ έργου, δημιουργού και παρατηρητή, συνήθως, θολώνουν μέσα στις εγκαταστάσεις μου. Η ιδέα του «μεγάλου άντρα» καλλιτέχνη λυγίζει, απαλύνεται. Τα λαμπερά έργα βρωμίζουν, ξεθωριάζουν, ξεφτίζουν, ανοίγουν τρύπες και, με την πάροδο του χρόνου, αποκτούν ίχνη, τα οποία προδίδουν την επαφή του κόσμου. Όλα τα παραπάνω έρχονται σε αντιδιαστολή με τις εκθέσεις, που συνήθως παρουσιάζονται σε μουσειακούς χώρους και ιδρύματα, και αυτό με ιντριγκάρει.

Το «Drifting like a Fairy» ξεδιπλώνεται σε ένα μουσείο που έχει φιλοξενήσει πολλούς Έλληνες μοντέρνους ζωγράφους, ποια ήταν η δυναμική παρουσίασης σε έναν τέτοιο χώρο;

Με ενδιαφέρει να παρουσιάζω το έργο μου σε μη αναμενόμενα μέρη. Αυτό, για τη δική μου δουλειά, μπορεί να σημαίνει χώρους που συνήθως το κοινό τους δεν είναι τόσο εξοικειωμένο με τα ζητήματα που με απασχολούν. Έτσι, πυροδοτούνται διαφορετικές αναγνώσεις και ανοίγει μεγαλύτερος διάλογος με ανθρώπους, που στην καθημερινότητά μου δεν θα είχα άμεση επαφή. Ταυτόχρονα, με χαροποιεί ιδιαιτέρως το να δίνεται χώρος σε queer άτομα σαν εμένα να διηγηθούν τις ιστορίες τους από πρώτο χέρι και είμαι ευγνώμον και σε σένα και στην Μαρίνα για αυτό το βήμα και την ευκαιρία.

Πως ίσως επηρέασε την δουλειά σου το γεγονός ότι συνευρίσκεται με την έκθεση του Εγγονόπουλου;

Δημιουργήθηκε μια αναπάντεχη και πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία με έναν ακόμη καλλιτέχνη της γενιάς του ʼ30. Όταν έστησα τα γλυπτά στο ισόγειο και είδα τη νεράιδα δίπλα στις ζωγραφιές του Εγγονόπουλου στα banners, ενθουσιάστηκα και ένιωσα πώς θα μπορούσαν τα λούτρινα πλάσματα, με τα επιμηκυμένα άκρα, να έχουν ξεπηδήσει από τους ζωγραφικούς του πίνακες, για να σε προσκαλέσουν για οικειότητα, ζητώντας να σπάσεις την απόσταση, να ξεφύγεις από το βλέμμα και να ακολουθήσεις το άγγιγμα ως μορφή επικοινωνίας.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΑΣΜΑΝΙΔΗ