Ο Γιώργος Σεφέρης στον πόλεμο του '40

Ο Γιώργος Σεφέρης αναδιηγείται τις πρώτες στιγμές του πολέμου του '40 (Μέρες Γ' 1934-1940).

Ο Γιώργος Σεφέρης στον πόλεμο του '40

Δευτέρα, 28. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.

Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα Ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας.

Αμέσως έπειτα με τον Νικολούδη στο Υπουργείο Εξωτερικών...Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο... Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του και έγραψε το διάγγελμα στο λαό. Το πήραμε και γυρίσαμε στο Υπουργείο Τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ' ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπό της. Έγραψα μαζί με τον Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμα. Πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ μου είχε ετοιμάσει καφέ.

Γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες. Στην γωνιά Κυδαθηναίων μια φτωχή γυναίκα με μια υστερική σύσπαση στο πρόσωπο.

Τώρα όλοι ήταν μαζεμένοι στα υπόγεια της "Μεγάλης Βρετανίας". Ο βασιλιάς με ύφος νέου αξιωματικού. Υπέγραψε το διάγγελμα και φύγαμε.

Τηλεφώνησα στο τηλεγραφείο να σταματήσουν τα τηλεγραφήματα των Γερμανών ανταποκριτών. Οι υπάλληλοι εκεί είναι ακόμα ουδέτεροι. Δεν μπορούν να πιστέψουν τη φωνή μου.
«Είστε βέβαιος, και των Γερμανών;»
«Και των Γερμανών».
«Τι δικαιολογία να δώσουμε»
«Πέστε τους πως είναι χαλασμένα τα σύρματα με το Βερολίνο, κι αν φωνάζουν στείλτε τους σε μένα».
[...] Πήρα κι έδωσα το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν μας και κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια της "Άλα Λιτόρια".
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ' 1934-1940