Να μαθαίνουν οι νέοι, να θυμούνται οι παλιοί!

Δυστυχώς, δεν είχα την τύχη να τον ζήσω τη δεκαετία του ΄90. Βλέπετε, όταν πανηγύριζε το πρώτο three peat, ακόμα δεν είχαμε έρθει στη ζωή. Μεγαλώσαμε λοιπόν, και αναφέρομαι στη γενιά μου, με το άκουσμα τού «δεν ζήσατε τον Τζόρνταν εσείς». Και ήταν αλήθεια.

Να μαθαίνουν οι νέοι, να θυμούνται οι παλιοί!

Δεν καταλαβαίναμε τι πραγματικά ήταν ο «Air». Τι εκπροσωπούσε και πώς ο ίδιος βοήθησε να γιγαντωθεί το ΝΒΑ και συγχρόνως το ίδιο το μπάσκετ. Τα έφεραν έτσι τα πράγματα λοιπόν που εν μέσω μιας πρωτόγνωρης και δύσκολης κατάστασης ο Μάικλ Τζόρνταν μπήκε ξανά στην καθημερινότητά μας.

Σε μια περίοδο όπου καθετί αθλητικό είχε βάλει «λουκέτο» ελέω κορονοϊού, ο μεγαλύτερος αθλητής όλων των εποχών (εύχομαι να συμφωνούμε εδώ) μας χάρισε τρομερές στιγμές. Το «Last Dance» μάς έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον αθλητή Τζόρνταν και τον άνθρωπο Μάικλ.

Από τα πρώτα του χρόνια ως κολεγιόπαιδο στο Νορθ Καρολάινα μέχρι και το τελευταίο του σουτ, που του χάρισε το έκτο δαχτυλίδι. Πραγματικά, τα συναισθήματα ήταν ανάμικτα. Όχι για τον Τζόρνταν αυτόν καθαυτόν, αλλά για το γεγονός πως δεν μεγαλώσαμε στην εποχή του. Δεν είδαμε τις πραγματικές μεγάλες «μάχες» στο ΝΒΑ. Ναι, αυτές με τα «κακά παιδιά» από το Ντιτρόιτ. Εκείνες με τους Τζαζ, αλλά και παίκτες που μάτωναν κυριολεκτικά μέσα στο παρκέ. Από την άλλη, βέβαια, η τεχνολογία με τις τεράστιες δυνατότητές της μας προσέφερε χαρά και ικανοποίηση.

Μερικοί τον αποκαλούσαν «Μαύρο Ιησού». Άλλοι πίστευαν πως ο Θεός κατέβηκε και δίδαξε το μπάσκετ. Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως ο Μάικλ Τζόρνταν ήταν ένας άνθρωπος με ιδιόρρυθμο χαρακτήρα που γεννήθηκε για να κερδίζει. Έτσι ήταν το DNA του. Αυτό τουλάχιστον εισπράξαμε εμείς μέσα από το ντοκιμαντέρ. Ήταν ένα παιδί που πίστεψε στον εαυτό του και θα λέγαμε τον ξεπέρασε. Το εννοώ αυτό, διότι δεν κατάφερε και λίγα κάποιος που είχε κοπεί από την ομάδα του γυμνασίου του. Άλλωστε, πέραν του σήματος κατατεθέν με τη γλώσσα, άνοιγε το στόμα για να πει και κουβέντες με νόημα.

Όπως: «Μπορώ να δεχθώ την αποτυχία, όλοι αποτυγχάνουμε σε κάτι. Δεν μπορώ να δεχτώ να μην προσπαθήσεις». Είχε ο άτιμος μια ικανότητα να επηρεάζει καθετί βρίσκεται δίπλα του. Καταλαβαίνεις λοιπόν πως ήταν ο μεγαλύτερος μπασκετμπολίστας αλλά και ο σπουδαιότερος αθλητής, όταν ο κόσμος στροβιλίζεται στον ρυθμό του. Είχε την ικανότητα να επηρεάσει ολόκληρο τον πλανήτη. Είδα έναν χαρακτήρα με πολλά αρνητικά. Άλλωστε, όλοι οι σπουδαίοι έχουν τη δική τους ιδιοσυγκρασία. Ξέρετε ότι έχασε 26 φορές το τελευταίο σουτ; Κανείς δεν θυμάται έστω και ένα από αυτά. Αντιθέτως, ουδείς έχει ξεχάσει τα 23 buzzer beater της καριέρας του. Επίτηδες πρέπει να έβαλε 23, για να ταιριάζει και αυτό το ρεκόρ με το νούμερο της φανέλας του.

Όταν ο κόσμος σταμάτησε και το μόνο που υπήρχε ήταν τα νέα μιας πανδημίας, το νούμερο 23 άναψε το πούρο του, μας πήρε από το χέρι και μας έκανε έστω για λίγο να ξεχαστούμε.