Ο Ζαμπέτας και ο πιανίστας που κόρταρε την γυναίκα του πελάτη

Σπαρταριστό επεισόδιο από τα «ωραία του Ζαμπέτα» στα χρόνια που ξεχώριζε στην Αθηναϊκή νύχτα

Ο Ζαμπέτας και ο πιανίστας που κόρταρε την γυναίκα του πελάτη

Τον Νοέμβρη του 1953 το όνειρο του νεαρού Γιώργου Ζαμπέτα έγινε πραγματικότητα. Ο λαϊκός σολίστας και συνθέτης απέκτησε επιτέλους την δική του κομπανία και αυτό έγινε στον «Κήπο του Αλλάχ», στην συμβολή Ιεράς Οδού και Θηβών.

Απέξω το μαγαζί του Αλλάχ έμοιαζε σαν καλύβα με κεραμίδια. Ο Μπάμπης ο Αλλάχ, ο ιδιοκτήτης ήταν αυθεντικός νταής, όχι αστεία, και κατατρόπωνε με μια κεφαλιά κάθε ταραξία.

Η κομπανία του Ζαμπέτα είχε τον Γιώργο Κλωθάκη για δεύτερο μπουζούκι, τον Γιάννη Παπαδόπουλο κιθάρα (μουσικό που βλέπουμε συχνά στις ελληνικές ταινίες), τον Αντώνη Πομώνη στο ακορντεόν και τον Μανόλη Παπαδάκη στο πιάνο.

Την πρώτη βραδιά, κόσμος πολύς και το κέφι άρχισε να φουντώνει, πλην όμως το πιάνο δεν ακουγόταν καθόλου.

«Ρε Μανόλη τι γίνεται με το πιάνο;» ρωτάει ο Ζαμπέτας.

«Το βαράω, ρε, τι θες να κάνω;» του απαντά ο πιανίστας.

Το πρωί όταν άνοιξαν το καπάκι του πιάνου για να πάρουν από μέσα τη χαρτούρα, βρήκαν δυο καλοθρεμμένες γάτες που κοιμόντουσαν πάνω στα σφυράκια και πώς να ακουστεί το πιάνο.

Αυτό όμως ήταν το λιγότερο, γιατί μια από τις επόμενες νύχτες ο Παπαδάκης παραλίγο να βρει άσχημα τον μπελά του.

Φωνάζει τον Αλλάχ ένας πελάτης και του λέει: «Πες στον πιανίστα να σταματήσει να κοιτά τη γυναίκα μου γιατί, μα την Παναγία, θα τον σπάσω στο ξύλο!»

Φωνάζει ο Μπάμπης ο Αλλάχ τον Ζαμπέτα ενώπιον του πελάτη και του λέει:

«Μαέστρο, εδώ ο κύριος παραπονιέται πως ο πιανίστας δεν σταμάτησε λεπτό να κοιτάζει τη γυναίκα του».

«Ο πιανίστας;»

«Μάλιστα», λέει ο πελάτης.

«Και την κοίταζε πονηρά;»

«Μόνο πονηρά!»

«Με τι μάτια, ρε παιδιά. Αφού ο άνθρωπος είναι τυφλός, αόμματος», απάντησε ο Ζαμπέτας και τους άφησε ξερούς.

Η συνεργασία του Ζαμπέτα με τον Αλλάχ συνεχίστηκε και την επόμενη χρονιά. Τότε εμφανίστηκε ένα βράδυ ο Βίρβος και του έδωσε κάτι στίχους να τους «μαγειρέψει». Ο Ζαμπέτας έγραψε μια φίνα ζεμπεκιά που ηχογράφησε ο νεαρός και ανερχόμενος Στέλιος Καζαντζίδης στις 20 Δεκεμβρίου 1955.