Καζαντζίδης - Μπιθικώτσης: Η διαφορά είναι η εξής

Ακρογωνιαίοι λίθοι στο οικοδόμημα του λαϊκού μας τραγουδιού, ωστόσο ο ένας από τους δύο εμπεριέχει τον άλλο

Καζαντζίδης - Μπιθικώτσης: Η διαφορά είναι η εξής

Είναι οι δύο τραγουδιστές που άφησαν εποχή και θα συζητάμε για αυτούς και στον καινούργιο αιώνα. Οι επόμενες γενιές θα θελήσουν να ακούσουν τις ηχογραφήσεις τους και θα κρατήσουν άσβεστη τη μνήμη της φωνής τους. Κι οι δύο πέτυχαν σημαντικά πράγματα στο ελληνικό τραγούδι.

Αν θελήσει κάποιος να τους συγκρίνει, ασφαλώς θα δυσκολευτεί. Πρόκειται για δύο κόσμους που κινούνται παράλληλα την ίδια πάνω κάτω εποχή. Ο καθένας έχει τα δυνατά του σημεία, και με την ξεχωριστή ερμηνεία τους «κλείδωσαν» αναρίθμητα τραγούδια.

Υπάρχει όμως μια κεφαλαιώδης διαφορά που δίνει ένα σοβαρό προβάδισμα στον Καζαντζίδη κι αυτό δεν είναι άλλο από το ρόλο που έπαιξε στη δεκαετία του '50.

Στο μετεμφυλιακό τοπίο της Ελλάδας ήταν φανερό πως δύσκολα θα χωρούσε το ρεμπέτικο κι όσοι από τους δημιουργούς του δεν φρόντισαν να μετεξελιχθούν, χάθηκαν από το προσκήνιο. Ο Βαμβακάρης, ο Χατζηχρήστος, ο Μπαγιαντέρας αλλά και οι επικοί τραγουδιστές Στράτος Παγιουμτζής και Πρόδρομος Τσαουσάκης πήραν την κατιούσα κι οι πύλες της δισκογραφίας στένεψαν για αυτούς.

Αντίθετα ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης ακολούθησαν το ρεύμα της εποχής και διασώθηκαν για περίπου δύο δεκαετίες ακόμα. Στην αλλαγή της σκυτάλης και στο πέρασμα από το ρεμπέτικο στο λαϊκό, συνέβαλε κυρίως ένας τραγουδιστής, που την εποχή εκείνη ήταν κάτι περισσότερο από είκοσι χρονών. Ο Στέλιος Καζαντζίδης με φωνή και ερμηνεία που κακώς υποτιμούν ακόμα και οι Καζαντζιδικοί, θεωρώντας την άγουρη και πρώιμη, έδωσε σχήμα και μορφή στο νέο τραγούδι. Συνδυάζοντας ενδιαφέροντα γυρίσματα από όλη την ανατολική μουσική με τη στακάτη ερμηνεία του ρεμπέτικου κατάφερε να μας δώσει μεγάλα τραγούδια που σήμερα κακώς αγνοούνται. Και δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει αυτό το «παιδαρέλι» που σε ηλικία 25 χρονών σηκώνει το απίστευτο βάρος τραγουδιών όπως η «Μαχαιριά», το «Ψιλοβρέχει» ή το «Άσπρο πουκάμισο» και το «Απ' τα ψηλά στα χαμηλά».

Με τις ερμηνείες του Καζαντζίδη σμιλεύτηκε το λαϊκό τραγούδι και σε αυτόν ανάγονται όλοι οι άλλοι είτε σύγχρονοι είτε μεταγενέστεροι. Ακόμα κι ο συγκαιρινός του, ο μέγας Γαβαλάς σε αυτόν πατούσε αρχικά. Η Πόλυ Πάνου, η Καίτη Γκρέι, ο Μανώλης Αγγελόπουλος συμπλήρωναν με θαυμαστό τρόπο την παρουσία του Καζαντζίδη στη δισκογραφία. Σε αυτό το θαυμαστό νέο κόσμο ο Μπιθικώτσης δεν ήταν πουθενά.

Ανέτειλε με την δεκαετία του '60 όταν παρακάμπτοντας το λαϊκό τοπίο προσπάθησε και τα κατάφερε να συνδέσει για λίγο την κομμένη κλωστή του κατά Μάρκον ρεμπέτικου τραγουδιού. Την ίδια εποχή ευτύχησε να γίνει η «φωνή» του Θεοδωράκη. Αναρωτιέται όμως κανείς σήμερα κατά πόσον θα υπήρχε ο λαϊκότροπος Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις αν στη δισκογραφία δεν κυριαρχούσαν το μπουζούκι και οι λαϊκοί τραγουδιστές. Κατά πόσον οι ίδιες οι εταιρίες θα ενδιαφέρονταν για ένα έργο που ακουμπούσε σε μεγάλο βαθμό πάνω στο φαινόμενο της αστικής λαϊκής μουσικής.

Φυσικά δεν υποτιμά κανείς την προσφορά του Μπιθικώτση όσον αφορά την αναζωογόνηση του ρεμπέτικου αλλά και την προσφορά Μίκη και Μάνου στην προέκταση του λαϊκού πολιτισμού μέσα στο χρόνο. Ίσως μάλιστα ήταν λάθος του Καζαντζίδη που δεν προσηλώθηκε σε αυτό το νέο ρεύμα αλλά αρκέστηκε στην ευκολία της δημοφιλίας που του προσέφεραν εκεί στα κρίσιμα χρόνια της ωριμότητάς του κάποια δευτεροκλασάτα τραγούδια της ξενιτιάς. Ο ίδιος βέβαια τα ερμήνευσε συγκλονιστικά -ποιος δεν ανατριχιάζει με την ερμηνεία του στο «Τρένο Γερμανίας Αθηνών»; Ωστόσο το υλικό που είχε στα χέρια του, σε σχέση με αυτό της δεκαετίας του '50 ήταν αισθητά χαμηλότερης ποιότητας. Για να δώσει ύστερα βήμα σε αδαείς επικριτές, οι οποίοι αγνοώντας τον όγκο του έργου του, τον βάφτισαν τραγουδιστή της κλάψας και της μιζέριας.

Λέμε συχνά ότι ο Καζαντζίδης είναι καλύτερος από τον Μπιθικώτση αλλά ότι ο δεύτερος ερμήνευσε καλύτερα τραγούδια. Ούτε αυτό είναι αλήθεια. Θα πρέπει να ανακαλύψουμε εκ νέου τον πρώιμο Καζαντζίδη, για να μπορέσουμε να συγκρίνουμε το έργο των δύο μεγάλων ερμηνευτών. Πριν από την «Μαντουμπάλα» υπάρχει ένας ατρύγητος θησαυρός ανεπανάληπτων τραγουδιών, με τα οποία ο Καζαντζίδης έφερε πραγματική επανάσταση στο τραγούδι.

Με αυτή την έννοια ο Στέλιος είναι ένας πραγματικός δημιουργός που διαμόρφωσε το ίδιο το τραγούδι. Στον κόσμο της δεκαετίας του '50 ο εκκολαπτόμενος Μπιθικώτσης περιέχεται μέσα στον Καζαντζίδη, χωρίς τον οποίο θα είχε αναμφίβολα επικρατήσει το ελαφρύ τραγούδι, και αντί για Καζαντζίδη και Μπιθικώτση θα μιλούσαμε σήμερα για Γούναρη και Πολυμέρη και τους επιγόνους τους.