Η «Βαρβάρα» και η άτακτη κόρη του δικτάτορα Μεταξά

Το 1936,  κυκλοφόρησε «Η Βαρβάρα», σατιρικό τραγούδι του Παναγιώτη Τούντα με τη φωνή του Στελλάκη Περπινιάδη.  Η φημολογία της εποχής  ταυτίζει την ζωηρή Βαρβάρα με την κόρη του  δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά,  Λουκία (Λουλού) Μεταξά – Μαντζούφα.

Η «Βαρβάρα» και η άτακτη κόρη του δικτάτορα Μεταξά

Το τραγούδι περιγράφει τον «έκλυτο» βίο κυρίας της καλής κοινωνίας και γνωρίζει απρόσμενη επιτυχία, πουλώντας δεκάδες χιλιάδες δίσκους. Οι έξυπνοι στίχοι του με σεξουαλικά υπονοούμενα προκαλούν την μεταξική λογοκρισία που απαγορεύει τη «Βαρβάρα» και κάνει εφόδους σε σπίτια και μαγαζιά κατάσχοντας χιλιάδες αντίτυπα και μοιράζοντας πρόστιμα. Ο Τούντας ως δημιουργός του τραγουδιού αλλά και υπεύθυνος ηχογραφήσεων της «Κολούμπια», σύρεται σε πολύκροτη δίκη.

Ο Στελλάκης Περπινιάδης καταθέτει τη δική του εκδοχή στην "Ρεμπέτικη Ιστορία" του Κώστα Χατζηδουλή :«Μετά λίγον καιρό από τη δικτατορία Μεταξά, που έγινε το 1936, τραγούδησα τη «Βαρβάρα» του Παναγιώτη Τούντα, όπου στο δίσκο παίζει ο Γιοβάν Τσαούς και η παρέα του. Η δικτατορία θεώρησε το τραγούδι «άσεμνο» και «προκλητικό», γιατί είπαν ότι έχει ύποπτους στίχους και όχι ηθικούς. Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του, το τραγούδι απαγορεύτηκε, άλλα είχε προλάβει να γίνει πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία και να τραγουδιέται σ’ όλη την Ελλάδα.

Η αστυνομία γύριζε και μάζευε τις «Βαρβάρες» από τα μαγαζιά και από τους πλανόδιους φωνογραφητζήδες. Έπαιρνε τους δίσκους, τους έσπαγε και έκανε μηνύσεις σ’ εκείνους που τους πούλαγαν... Τ’ αποτέλεσμα ήτανε, να πάνε στο δικαστήριο τον Θεμιστοκλή Λαμπρόπουλο (γιατί στην «ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ» είχε γυριστεί ό δίσκος και τον Παν. Τούντα, γιατί ήταν ο δημιουργός του τραγουδιού...

Εγώ κλήθηκα και παρουσιάστηκα να καταθέσω σαν ο πρώτος και βασικός μάρτυρας, επειδή ήμουνα ο εκτελεστής του τραγουδιού στο δίσκο...Δικαιολογήθηκα, δασκαλεμένος από το δικηγόρο, ότι ήμουν τραγουδιστής και μάλιστα με αποκλειστικό συμβόλαιο και ήμουν υποχρεωμένος να τραγουδήσω τα τραγούδια που μου έδινε η εταιρεία που με πλήρωνε. Είπα ακόμα ότι, κατά τη γνώμη μου, επειδή έχω τραγουδήσει αμέτρητα τραγούδια, οι στίχοι του τραγουδιού είναι σατιρικοί και όχι άσεμνοι. Τότε γύρισε ο Εισαγγελέας και μου είπε το θρυλικό: «Καταντήσαμε, όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες να έχουν κάτω από τη μασχάλη τους και από μια «Βαρβάρα»…»

Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια.
Το καλάμι της στο χέρι, όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει.

Ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει.
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει, τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται απ’ τα γέλια.

Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει.
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήσει
βάστα τον απ’ το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι.

Στο καλάθι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει
έχω τέχνη έχω χάρη ν’ αγκιστρώνω κάθε ψάρι.
Για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα ’ρθεί να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει.