Όταν στην Columbia βρήκαν τον δεύτερο Καζαντζίδη
Το 1957 η Columbia υποδέχτηκε μετά βαΐων και κλάδων τον διάδοχο του Στέλιου Καζαντζίδη.
Όταν ο Χρήστος Κολοκοτρώνης άκουσε ένα νεαρό σπουδαστή να κάνει καντάδα κάπου στο Κερατσίνι, μαγεύτηκε από τη φωνή του και πίστεψε πως είχε ανακαλύψει το νέο Καζαντζίδη. Τον πρότεινε στoν δισκογραφικό γίγαντα της εποχής την Columbia, η οποία του έκανε αμέσως συμβόλαιο. Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε το δισκογραφικό του ντεμπούτο δίπλα στην Γιώτα Λύδια τραγουδώντας μαζί της το τραγούδι των Κολοκοτρώνη-Καραπατάκη, «Είμαι γνήσια τσιγγάνα». Δυστυχώς τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα περίμενε κανείς. Είτε γιατί η πιάτσα αντιλήφθηκε ότι ο κατά τα άλλα φέρελπις νεαρός τραγουδιστής δεν ήταν Καζαντζίδης είτε γιατί τον επόμενο χρόνο έσπευσε να ντυθεί στο χακί, η εταιρία τον κράτησε στο συρτάρι της, δίνοντάς του μόνο 5 τραγούδια.
Τελειώνοντας την στρατιωτική του θητεία, ο «διάδοχος» του Στέλιου δοκίμασε την τύχη του στο αντίπαλο δέος, την Odeon. Έμεινε στην εταιρία του Μίνωα Μάτσα μέχρι το 1964 ηχογραφώντας μερικά από τα πιο σημαντικά τραγούδια της καριέρας του, ανάμεσα στα οποία και την μεγαλειώδη καντάδα του Ζαμπέτα «Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου». Το 1960 μάλιστα οι δίσκοι του σημείωναν ρεκόρ πωλήσεων. Όταν έληξε το συμβόλαιό του με την Odeon, τον θυμήθηκε η Columbia που στο μεταξύ είχε ορφανέψει από τον Καζαντζίδη και αναζητούσε επειγόντως το αντίπαλο δέος. Εκείνος έμεινε πιστός στoν Μάτσα αλλά ο κόσμος της δισκογραφίας ήταν ανέκαθεν σκληρός και αχάριστος.
Ολυμπιακός: Η συμβολή του… Βαλμπουενά
Όταν τον παραμέρισαν, ίσως το έκαναν γιατί στο μεταξύ ο Μάτσας είχε φέρει στην εταιρία τον Καζαντζίδη, αυτόν που υποτίθεται πως ο νεαρός τραγουδιστής θα "γκρέμιζε" το 1957. Η πορεία του από τα μέσα της δεκαετίας του '60 και μετά ήταν καθοδική, και το 1967 αποφάσισε να εγκαταλείψει την δισκογραφία. Ο τραγουδιστής αυτός δεν ήταν άλλος από τον Πέτρο Αναγνωστάκη, για τον οποίο ο Ζαμπέτας είχε επανειλημμένα πει ότι «δεν είχε μυαλό».
Ο Ζαμπέτας εξομολογείται ότι το περίφημο τραγούδι «Χάθηκες» το προόριζε για τον Πέτρο Αναγνωστάκη: «Παίρνω τον Πέτρο, πάω σπίτι του και του κάνω πρόβα τα τραγούδια. Καθόμαστε λίγο, τα μαθαίνει… Την επομένη πριν πάω στη δουλειά μου, περνάω απ’ το μαγαζί του Αναγνωστάκη και του λέω, Πετράκη έτσι κι έτσι, έχουμε φωνοληψία, τη Δευτέρα πρωί-πρωί. Α, δεν γίνεται μου λέει αυτός. Κάνε μου τη χάρη, σε παρακαλώ, ρε Πέτρο, σύνελθε. Δεν γίνεται επιμένει, αυτός… Πάω στον Μάτσα και του λέω το και το… Κι έτσι τα δίνω στον Τζανετή . Βγαίνουν, γίνεται χαμός και βλέπω τον Αναγνωστάκη να μπουκάρει μια μέρα στο μαγαζί, με τα κλάματα, να φωνάζει και να ζητάει έλεος. Χτύπαγε το κεφάλι του στον τοίχο… Το κεφάλι το χτύπαγε αλλά το μυαλό δεν κουνήθηκε, γιατί τα ίδια έπαθε κι αργότερα με τα άλλα που δεν μπόρεσε να πει… Δειλινά, Πόρτα κλειστή τα χείλη σου, Πάει-πάτι και Δάκρυα».