Κανείς δεν μπορεί να σου πάρει αυτό που εσύ απαρνιέσαι

«Δεν επεδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο».

Κανείς δεν μπορεί να σου πάρει αυτό που εσύ απαρνιέσαι

Στις 13 Αυγούστου του 1968, ο Αλέξανδρος Παναγούλης, αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ενεργοποιώντας εκρηκτικό μηχανισμό, στην περιοχή του Σουνίου, από όπου και πέρασε το αυτοκίνητο του δικτάτορα. Μιλώντας για αυτή του την πράξη, λίγα χρόνια αργότερα, στην δημοσιογράφο και σύντροφο της ζωής του Οριάνα Φαλάτσι εξομολογήθηκε τις πιο μύχιες σκέψεις του αλλά και το πώς βίωσε εκείνη την ιστορική στιγμή:

«Θυμάμαι σαν να είχα μισοκοιμηθεί ανάμεσα στους βράχους. Από τις κινήσεις των αστυνομικών καταλαβαίνω ότι το αυτοκίνητο πρόκειται να περάσει. Φαίνεται στο βάθος του δρόμου. Πλησιάζει. Πλησιάζει πάντοτε πιο πολύ. Το μαύρο αυτοκίνητο μεγαλώνει. Το χέρι μου κρατάει το καλώδιο, χωρίς να τρέμει και κάνει την επαφή. Πετιέται ένας μεγάλος σωρός από χώματα και πέτρες. Οι νάρκες έχουν εκραγεί. Εγώ το έκανα, εγώ που δεν μπορώ να σκοτώσω άνθρωπο. Εγώ που πρέπει, έπρεπε να σκοτώσω τον τύραννο… Άραγε πέτυχα; Με βασανίζει αυτό το ερώτημα».

Δεν πέτυχε. Για λίγα δευτερόλεπτα. Λίγα, πολύ καθοριστικά, δευτερόλεπτα και για τον ίδιο, αλλά και για τούτον τον τόπο με τον οποίο ο σπουδαίος αυτός άντρας επέλεξε να συνδέσει και τελικά να σφραγίσει την μοίρα του.

Το σχέδιο δράσης του το είχε εκπονήσει στην Κύπρο -με την συνδρομή του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, τότε υπουργού εσωτερικών και αμύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας- όπου και αυτοεξορίστηκε αφού λιποτάκτησε από τον στρατό καθότι το πραξικόπημα επιβλήθηκε την περίοδο που εκείνος υπηρετούσε την θητεία του. Αλλά απέτυχε, δεδομένου ότι η εκπυρσοκρότηση δεν συντελέστηκε στον σωστό χρόνο.

Το αποτέλεσμα ήταν ο Αλέξανδρος Παναγούλης να συλληφθεί, να βασανιστεί άγρια, να μεταφερθεί ημιθανής στο νοσοκομείο, να δικαστεί και τελικά να καταδικαστεί τον Νοέμβρη του 1968 από το Στρατοδικείο δις εις θάνατον.
Ωστόσο, ύστερα από εντονότατες πιέσεις της διεθνούς κοινότητας, η εκτέλεσή του, αναβάλλεται.

Εν τω μεταξύ εκείνος έχει μεταφερθεί στις φυλακές του Μπογιατίου, όπου υφίσταται απίστευτα μαρτύρια: Εικονικές εκτελέσεις, εντοιχισμό, φάλαγγα, και άλλα φρικώδη -και απερίγραπτα- από τους βασανιστές της Χούντας. Τον Ιούνιο του 1969, καταφέρνει να δραπετεύσει. Συλλαμβάνεται εκ νέου. Βασανίζεται εκ νέου. Και συνεχίζει να αντιστέκεται, με το μόνο μέσο που του απομένει, την απεργία πείνας:

«Όλες εκείνες οι απεργίες πείνας, εξασθένησαν τον οργανισμό μου. Θα μου πεις για ποιον λόγο επέβαλες τον εαυτό σου και στις απεργίες πείνας; Γιατί στην διάρκεια των ανακρίσεων, η απεργία πείνας είναι ένα μέσο να αντισταθείς. Να τους αποδείξεις δηλαδή ότι δεν μπορούν να στα πάρουν όλα, μιας και έχεις το θάρρος να τα απαρνιέσαι όλα».

Μέχρι και δολοφονική απόπειρα σημειώθηκε εναντίον του μέσα στις φυλακές, όταν τον Απρίλη του 1970 το αχυρένιο στρώμα του έπιασε φωτιά. Κι ενώ πνίγεται από τους καπνούς, δεν τον μεταφέρουν αρχικά στο νοσοκομείο. Πέφτει σε κώμα. Όταν τελικά νοσηλεύεται οι γιατροί βρίσκουν στο αίμα του 92% διοξείδιο του άνθρακα. Όπως χαρακτηριστικά λένε: Επιβιώνει, για μια ακόμη φορά, από θαύμα!

Ο ίδιος, το διατύπωνε λίγο διαφορετικά: «Κέρδιζα μια ζωή, ένα εισιτήριο για τον θάνατο».

Το τελευταίο του εισιτήριο φέρει την ημερομηνία 1η Μαΐου 1976.

Τότε σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, όταν το fiat mirafiori που οδηγεί βγαίνει εκτός ελέγχου. Είναι η εποχή που έχει προαναγγελθεί η δημοσίευση αρχείων της ΕΣΑ τα οποία θα αποδείκνυαν συνεργασίες κάποιων πολιτικών και άλλων… επιφανών, με το καθεστώς των Συνταγματαρχών, οπότε η εκδοχή του αυτοκινητικού ελάχιστους πείθει.

Ο εισαγγελέας της υπόθεσης Δημήτρης Τσεβάς δηλώνει: «Ερευνάται η υπόθεσις προς πάσα κατεύθυνσιν και αφήνει μεγάλα λογικά περιθώρια στην πιθανότητα της εγκληματικής ενέργειας. Είναι περίεργο τροχαίο ατύχημα. Τόσο περίεργο, ώστε να μην μπορεί κανείς να υποστηρίξει λογικώς ότι είναι ατύχημα».

Ενδεικτικός και ο τίτλος των «Times»: «Οι Έλληνες γνωρίζουν πολλά για ήρωες και μύθους, ώστε να μην πιστεύουν σε ατυχήματα».

Όπως και να έχει, το ερώτημα «από ποιον εκδόθηκε» εκείνο το τελευταίο εισιτήριο που έκοψε το νήμα της ζωής του Αλέξανδρου Παναγούλη, παραμένει αναπάντητο.
Όποιος κι αν τον σκότωσε, όπως κι αν έφυγε, ο Αλέξανδρος Παναγούλης είναι εδώ. Στη μνήμη μας, στη συνείδησή μας , στην καρδιά μας, στον ιερό εκείνο χώρο που επιλέγει ο καθένας μας μέσα του, για να φυλάξει όσους και ό,τι μας εμπνέει ώστε να συνεχίσουμε να προσπαθούμε να χαράζουμε τον μόνο δρόμο που δίνει νόημα στο κατά τα άλλα ασήμαντο πέρασμά μας: τον δρόμο της αγάπης και της ελευθερίας. Έναν δρόμο που για χάρη του αξίζει να απαρνηθεί κανείς, όλους τους άλλους.