Αριστείδης Παπάζογλου: Ετσι δαφνοστεφανωμένος έφυγες για την αιώνια ζωή

Ο Ολυμπιακός δεν έγινε μεγάλος μόνο μέσα από τις τεράστιες επιτυχίες του, αλλά και μέσα από τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία του. Μέσα από στιγμές που έχουν μείνει ανεξίτηλες στο χρόνο. Βγαλμένες μέσα από τη ζωή. Σήμερα θα ταξιδέψουμε 52 χρόνια πίσω. Ήταν λίγο πριν τον Δεκαπενταύγουστο του 1969, όταν η είδηση του θανάτου του Αριστείδη Παπάζογλου έσκισε τις καρδιές των Ολυμπιακών, όπως ο κεραυνός το βράχο.

Αριστείδης Παπάζογλου: Ετσι δαφνοστεφανωμένος έφυγες για την αιώνια ζωή

Ήταν μόλις 29 χρονών

Τον θέρισε ο καρκίνος. Ξημερώματα της 13ης Αυγούστου διαπιστώθηκε ο θάνατός του στο Αττικό Θεραπευτήριο Κυψέλης, όπου νοσηλευόταν. Λίγο πριν ξεψυχήσει είχε περιέλθει σε κωματώδη κατάσταση και δεν κατάφερε να ανακτήσει τις αισθήσεις του μέχρι την τελευταία του πνοή. Οπως ανέφεραν ρεπορτάζ της εποχής, εμφάνιζε εικόνα σπαστικής παραπληγίας και λεκτικής αφασίας. Επικοινωνούσε δε με το περιβάλλον του, μόνο μέσω νευμάτων, ενώ υπέστη δύο κρίσεις ίκτερου με υψηλό πυρετό. Ο άτυχος Αριστείδης είχε όγκο στον εγκέφαλο και εισήχθη στην Πολυκλινική Αθηνών για εξετάσεις. Από τις πρώτες ημέρες της νοσηλείας του, κρίθηκε αναγκαία η χειρουργική επέμβαση, την οποία έκανε ένας γιατρός, ονόματι Οικονόμου. Έγιναν μεγάλες προσπάθειες για να γλιτώσει. Μέχρι που οι άνθρωποί του είχαν ζητήσει από τον Μπόμπεκ να του στέλνει χάπια από την Γιουγκοσλαβία. Μέχρι που η σύζυγός του μετέβη στη Θεσσαλονίκη για να παραλάβει ένα παρασκεύασμα του γιατρού Μακρίδη. Τελικά, δεν τα κατάφερε και έφυγε άδικα, γρήγορα, αφήνοντας πίσω του μια γυναίκα και δύο κόρες. Η είδηση του θανάτου είχε συγκλονίσει όλο τον φίλαθλο κόσμο της χώρας. Κι αυτό γιατί πέρα από την ποδοσφαιρική του αξία, ήταν παιδί - διαμάντι. Πράος, καλοσυνάτος, ευγενικός, τίμιος. Από τα καλύτερα παιδιά που είχαν γνωρίσει τα ποδοσφαιρικά γήπεδα της Ελλάδας. Είχαν να το λένε. Συμπαίκτες και αντίπαλοι. Ολοι.

"Σήκω αδερφέ μας να παίξουμε μπάλα"

Στις 14 Αυγούστου του 1969 έγινε η κηδεία του. Η σορός του μεταφέρθηκε στο α' νεκροταφείο. Οι σκηνές που διαδραματίστηκαν τόσο εκεί, όσο και νωρίτερα στην κλινική, ράγισαν καρδιές. Έξω από το "Αττικό" είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου για το στερνό αντίο, ενώ παιδάκια κρατούσαν λουλούδια που τα τοποθέτησαν στο φέρετρο. Τραγικές φιγούρες η σύζυγός του, η μητέρα του και οι αδελφοί του (Κώστας, Γιώργος και Βασίλης), που αδυνατούσαν να πιστέψουν το κακό που τους βρήκε. Η μάνα, μέσα στον πόνο της, δεν είχε ξεχάσει ότι ο Αριστείδης της πέρα από γιος, πατέρας, αδερφός, ήταν και ποδοσφαιριστής: "Αριστείδη μου. Παιδί μου. Γιατί έφυγες; Αγόρι μου γιατί αφήνεις έτσι τα παιδάκια σου; Γιατί αφήνεις μόνους τους φιλάθλους που ήθελαν να σε καμαρώνουν βάζοντας γκολ;"!!! Η σύζυγός του δεν άντεξε τη συγκίνηση, υπέστη νευρικό κλονισμό, λιποθύμησε και τη μετέφεραν στο προαύλιο μέχρι να συνέλθει. "Σήκω αδερφέ μας να σε ντύσουμε να παίξουμε μπάλα", του φώναξε με σπαρακτική φωνή ο αδερφός του Κώστας.

"Ο ξεχωριστός μέσα στους ξεχωριστούς"

Ράγισαν και οι πέτρες από τον επικήδειο λόγο του τότε ταμία του Ολυμπιακού, κ. Βισβίκη. "Ο Ολυμπιακός δια των επίσημων εκπροσώπων του και των χιλιάδων φιλάθλων οπαδών του, σου απευθύνει τον ύστατο χαιρετισμό. Δεν ταιριάζουν δάκρυα για τους ήρωες και τους αθλητές. Όπως τις αξέχαστες ημέρες που συνήγειρες τους φιλάθλους σε ένα ξέφρενο χειροκρότημα με το περίτεχνο παιχνίδι σου, έτσι και τώρα νιώθω βουβό, αλλά εκφραστικό το χειροκρότημα των θαυμαστών σου. Η ζωή σου ήταν σύντομη, μα πλούσια και ανεκτίμητη η προσφορά σου στο ελληνικό ποδόσφαιρο και ιδιαίτερα στον Ολυμπιακό μας. Δόξασες την Ελλάδα και τον Ολυμπιακό και δοξάστηκες κι εσύ. Η αρχαία Θέτις ρωτήθηκε από τον Δία αν ήθελε το παιδί της, ο Αχιλλέας, να γίνει πλούσιο και να πεθάνει γέρος ή να δοξασμένος και να πεθάνει νέος. Προτίμησε το δεύτερο, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι όσα χρόνια και να κρατήσει η ζωή σ' αυτό τον κόσμο, είναι πολύ σύντομη μέσα στην αιωνιότητα. Η δόξα όμως αποτελεί μια μεγάλη κληρονομιά για τους δικούς σου και ένα παράδειγμα ζηλευτό για τους άλλους νέους. Ο Ολυμπιακός θα έχει το καύχημα ότι μέσα στις χιλιάδες των αθλητών του, που έγραψαν την ένδοξη ιστορία του, ήσουν κι εσύ, ο ξεχωριστός μέσα στους ξεχωριστούς. Μέσα στο γήπεδο υπήρξες ο μεγάλος ποδοσφαιριστής και έξω από αυτό ο ευγενικός, ο σεμνός αθλητής και άνθρωπος. Μοναδικό φαινόμενο στάθηκε ο αγώνας σου να κρατηθείς στη ζωή. Αγωνίστηκες δυνατά και με θάρρος, όπως ήξερες να αγωνίζεσαι και στο γήπεδο. Ενα μόνο παιχνίδι έχασες. Το παιχνίδι της ζωής, αλλά και σε αυτό διακρίθηκες. Ετσι δαφνοστεφανωμένος έφυγες για την άλλη ζωή, την αιώνια ζωή, αφήνοντας στους δικούς σου και σε εμάς τις καλύτερες αναμνήσεις από το πέρασμά σου. Λίγα λουλούδια με τα χρώματα της αγαπημένης σου ομάδας, σκορπάμε στο πέρασμά σου. Αιωνία σου η μνήμη Αριστείδη".

Με τη στολή στα χέρια!

Η νεκρόσιμος ακολουθία ξεκινάει και ολοκληρώνεται με ένα συγκλονιστικό στιγμιότυπο. Ο επιστήθιος φίλος του μεγάλου διεθνή άσου, Μπονέλης, ηγείται της πομπής κρατώντας στα χέρια του τη φανέλα, το σορτς, τις κάλτσες και τα ποδοσφαιρικά παπούτσια του Αριστείδη. Ανέκφραστος και σοβαρός προχωράει αργά. Μοιάζει να τον έχει κυριεύσει η οδύνη για το χαμό του φίλου του, αλλά και η περηφάνια που έχει στα χέρια του τη "στολή" ενός λεβέντη ποδοσφαιριστή. Με δάκρια στα μάτια διακρίνονται τα αδέρφια του, ο Θανάσης Μπέμπης, ο Γιώργος Δαρίβας, ο Γιάννης Γκαϊτατζής, ο Γιάννης Φρονιμίδης, ο Θανάσης Σούλης, ο Νίκος Δροσόπουλος, ο Βασίλης Λιάκος, ο Πολύδωρος Γιαννίμπας. Δεκαέξι στεφάνια πλαισίωναν τη σορό του Αρίστου, μεταξύ αυτών του Παναθηναϊκού, του Εθνικού, της Ενωσης Ρέντη.

Ποτέ δεν το έβαλε κάτω

Από τα 14 του χρόνια, έπασχε από καρκίνο, ο οποίος του δημιουργούσε κρίσεις και τον έκανε πολλές φορές να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια. Ο Αρίστος δεν το έβαζε κάτω. Είχε πείσμα και θέληση για τη ζωή και τη μπάλα. Ηθελε να διακριθεί και έγινε βασικός επιθετικός στον Ολυμπιακό. Η συνεισφορά του ήταν πολύτιμη σε κάθε σεζόν, αφού πετύχαινε πάντα καθοριστικά γκολ, που έδιναν νίκες και βαθμούς. Είχε γεννηθεί στις 31 Δεκεμβρίου 1939 στο Ρέντη από πάμφτωχη οικογένεια, με παράδοση στο ποδόσφαιρο. Αδερφός του ήταν ο Κώστας, συμπαίκτης του στον Ολυμπιακό και με ένα σύντομο πέρασμα από τον Παναθηναικό και ο Γιώργος, που έπαιξε για λίγο μπάλα στον Απόλλωνα. Ο Αριστείδης ξεκίνησε την καριέρα του στην Α.Ε. Ρέντη και πριν κλείσει τα 16 του χρόνια, πήρε μεταγραφή για το μεγάλο Λιμάνι. Αρχικά ήταν μέλος της εφηβικής ομάδα, αλλά η τεχνική του και η ταχύτητά του, τον έκαναν να ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους πιτσιρικάδες. Σε ηλικία μόλις 18 ετών άνηκε στην ανδρική ομάδα. Το 1959 έκανε το ντεμπούτο του με την ερυθρόλευκη και έκτοτε μονιμοποιήθηκε στην πρώτη ενδεκάδα ως ο "έξω αριστερά" του Γιώργου Σιδέρη. Μπορούσε να "χαζέψει" όλους τους αντιπάλους του, αλλά υστερούσε στο τελείωμα των φάσεων.

"Ερρίκο" τον φώναξαν και του έμεινε!

Στην γειτονιά του, τον Αη Γιάννη Ρέντη, υπήρχε ένα γήπεδο και μια ομάδα, η Ενωση. Εκεί κοντά ήταν το φτωχικό του μεροκαματιέρη, Νίκου Παπάζογλου. Γυναίκα του η Ελένη, σύντροφος σε μια δύσκολη ζωή και παιδιά τους τέσσερα αγόρια. Τα παιδιά μεγάλωναν απέναντι από το γήπεδο. Δύσκολα χρόνια. Ο Γιώργος και ο Κώστας έπαιρναν τον Αριστείδη και πήγαιναν στο γήπεδο. Εβλεπαν, μάθαιναν και αργότερα έκαναν τη δική τους ομάδα στη γειτονιά. Ο Αρίστος ήταν ο σκόρερ, ιδιότητα που απέκτησε πιο επίσημα αργότερα, όταν το 1954 υπέγραψε δελτίο με την ΑΕ Ρέντη. Ξαφνικά, οι φίλοι και όλοι οι φίλαθλοι της γειτονιάς του κόλλησαν το όνομα "Ερρίκος". Γιατί; Κανείς δεν ξέρει. Τους ήρθε να του δώσουν ένα παρατσούκλι, κάποιος τον φώναξε Ερρίκο (μπορεί και από λάθος) και του έμεινε!

Ο Κέμενι και ο ανίδεος Σιμονόφσι

Οταν ο Τίμπορ Κέμενι ετοιμαζόταν να φύγει από την Ελλάδα, τον είχαν ρωτήσει: "Κύριε Τίμπορ, τι θα θέλατε να πάρετε μαζί σας στην Βουδαπέστη"; "Τον Αριστείδη", απάντησε χωρίς δισταγμό. "Τον Αριστείδη"; "Μάλιστα, τον Αριστείδη. Το παιδί αυτό είναι καμωμένο από μια πολυτελέστατη ποδοσφαική πάστα και πολύ φοβάμαι πως αν δεν βρεθεί ένας προπονητής να συνεχίσει τη δουλειά που εγώ άρχισα για την τελειοποίησή του, θα πάει χαμένος. Κι ο Αριστείδης Παπάζογλου δεν πρέπει να πάει χαμένος. Οχι, δεν πρέπει". Τον αγαπούσε πολύ τον Αρίστο ο Ούγγρος προπονητής του Ολυμπιακού. Και ποιος δεν τον αγαπούσε; Στον ένα χρόνο που έμεινε στον Ολυμπιακό ο Κέμενι έβαλε στο σωστό δρόμο το αδύνατο και διστακτικό παιδάκι. Τον έκανε φίλο του και τον δίδαξε αληθινό ποδόσφαιρο. Τον έφερε σε πρώτο πλάνο και τον έριξε σε δύσκολους και σημαντικούς αγώνες. Μα το έργο του έμεινε στη μέση. Ο ένας έχασε τον άλλο και είχαν επικοινωνία μόνο δια αλληλογραφίας. Και ο Αριστείδης κόντεψε να πάει χαμένος. Τη μεγαλύτερη ζημιά πήγε να του την κάνει ο Τζίνα Σιμονόφσκι. "Με τσάκισε ο ανίδεος", έλεγε ο Παπάζογλου, "έχασα τον εαυτό μου μαζί του. Μια έξω αριστερά, την άλλη έξω δεξιά, την άλλη ντεμί. Αισθανόμουν σαν βαλίτσα, που την κουβαλούσε πέρα δώθε". Του κόπηκε το κέφι. Το ξαναβρήκε όταν έφυγε ο Σιμονόφσκι και ήρθε ο Αλέκος Χατζησταυρίδης. Ξαναβρήκε το κουράγιο του και βήμα - βήμα ανέβαινε και πάλι στην κορυφή.

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ΦΩΣ την 13η Αυγούστου του 2020