Μάνος Κατράκης: Το τελευταίο ταξίδι... στα Κύθηρα

Σαν σήμερα, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, πεθαίνει σε ηλικία 78 ετών ο μεγάλος Έλληνας ηθοποιός Μάνος Κατράκης, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου.

Μάνος Κατράκης: Το τελευταίο ταξίδι... στα Κύθηρα

Η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του τού δημιούργησε με τον καιρό προβλήματα και η υγεία του εξασθένησε. Αρνήθηκε να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας, όντας καπνιστής. Έτσι, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας, όπου πρωταγωνίστησε, απεβίωσε.

Κάποια στιγμή, χρειάστηκε να πουλήσει μέχρι και τα ρούχα του για να ζήσει... Ο ίδιος αναφέρει στη βιογραφία του: «Λίγο μετά που γύρισα από το μέτωπο, παντρεύτηκα. Είχα ένα δεσμό πριν φύγω και όταν επέστρεψα είχε πεθάνει ο πατέρας της, ήταν εισαγγελέας. Τη λέγανε Νένα. Ξέρεις όταν είσαι στο μέτωπο δένεσαι με αυτούς που αφήνεις πίσω. Εκεί πάνω η πραγματική σου συντροφιά είναι κάθε στιγμή ο θάνατος. Και τότε σκέφτεσαι γιατί να κάνω εκείνο, αρχίζεις πλέον και να κάνεις αυτοέλεγχο. Να αυτοελέγχεσαι. Λες ας πούμε τι με ένοιαζε εμένα να κάνω αυτό.. ματαιότητα ήταν το ένα, ματαιότητα ήταν το άλλο.

Και μετά σκέφτεσαι πόσο αλλαγμένος θα είσαι αν γυρίσεις πίσω, πώς θα είσαι, τι θα κάνεις, πώς θα φερθείς, πώς θ’ αγαπάς; Όλα αυτά σε οδηγούν σε μια ανακατάταξη και ανακατανομή αξιών μέσα στο μυαλό και στην ψυχή σου. Κι όταν γύρισα φυσικά παντρευτήκαμε κάποια στιγμή, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που είχαμε να αντιμετωπίσουμε. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Ο μισθός του Εθνικού Θεάτρου είχε καταντήσει ίσα-ίσα για ένα πιάτο φαΐ. Πού να φτάσει να θρέψεις, μάνα, αδελφή, γυναίκα έγκυο. Η γυναίκα μου τελικά έκανε αποβολή οκτώ μηνών, είχε δίδυμα. Αρχίσαμε να πουλάμε ό,τι είχαμε. Τελειώσανε και αυτά. Τώρα;...»

Εκτός από το γεγονός ότι υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του Ελληνικού Θεάτρου, αγαπούσε τον ιππόδρομο, αλλά και το ποδόσφαιρο, έχοντας μάλιστα παίξει δεξί μπακ στον «Κεραυνό» και τον Αθηναϊκό. Το 1946 αρνούμενος να υπογράψει δήλωση μετάνοιας εξορίστηκε στην Μακρόνησο και τον Άη Στράτη και στις αρχές της δεκαετίας του '60 απήγγειλε το «Άξιον Εστί» του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη στο ομώνυμο μουσικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη.

Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου) και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.

Επαγγελματική καταξίωση

Το 1951-1952 διοργανώνει «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Το 1952 πρωταγωνίστησε στον «Προμηθέα» του Αισχύλου με τον Θυμελικό θίασο του Καρζή σε Δελφούς και Αθήνα, όπου μετά την παράσταση δέχεται την έκφραση συγχαρητηρίων από τους Βασιλείς. Ακολούθως πρωταγωνίστησε στον θίασο της Κοτοπούλη και το 1953 οργάνωσε δικό του θίασο. Από το 1954 είναι πρωταγωνιστής του «Θεάτρου Αθηνών» και από το επόμενο έτος του «Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου», στο οποίο ανέβαιναν συνεχώς παραστάσεις και με μεγάλη επιτυχία.

Στα 1954 θα γνωρίσει την πιο σημαντική σύντροφο της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του, τη Λίντα Άλμα, μετά από μία θεατρική πρεμιέρα.

Η επόμενη περίοδος ήταν και η πιο λαμπρή για τον Κατράκη, όταν και καθιερώθηκε ως μεγάλος άνθρωπος της Τέχνης στη συνείδηση όλου του κόσμου.

Καθώς το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίο του Άρεως, ο Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον Οθέλλο και τον Δον Κιχώτη, και στην Επίδαυρο στον Οιδίποδα Τύραννο (1973) και στον Προμηθέα Δεσμώτη (1974).