Η ανθεκτικότητα στην ταχύτητα

Η ικανότητα του δρομέα να διατηρεί μια δεδομένη υπομέγιστη ταχύτητα, για αρκετό χρόνο, χωρίς να κουραστεί είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την απόδοση και ονομάζεται οικονομία του τρεξίματος.

Η ανθεκτικότητα στην ταχύτητα

Η ικανότητα του δρομέα να διατηρεί μια δεδομένη υπομέγιστη ταχύτητα, για αρκετό χρόνο, χωρίς να κουραστεί είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την απόδοση και ονομάζεται οικονομία του τρεξίματος. Η οικονομία είναι η κατανάλωση οξυγόνου σε μια δεδομένη, σχετικά υψηλή, ταχύτητα ή αλλιώς η ενέργεια που ξοδεύεται για να τρέξει ο αθλητής μια συγκεκριμένη απόσταση, με μια, σχετικά, αυξημένη ταχύτητα.

Όσο λιγότερη ενέργεια καταναλώνει ή όσο μικρότερη ποσότητα οξυγόνου χρησιμοποιεί, με ταχύτητα στο 60-70% της μέγιστης κατανάλωσης οξυγόνου τόσο πιο οικονομικός είναι. Σε αριθμούς μεταφράζεται ως εξής: ένας μέτρια προπονημένος δρομέας που τρέχει με ταχύτητα 16 χιλιομέτρων την ώρα έχει κατανάλωση οξυγόνου 53 ml/kgr ανά λεπτό, ενώ ένας «οικονομικότερος», με την ίδια ταχύτητα, έχει κατανάλωση οξυγόνου 44 ml/kgr ανά λεπτό. Το σώμα του, δηλαδή, καταναλώνει λιγότερο οξυγόνο και ενέργεια για να διανύσει την ίδια απόσταση με την ίδια ταχύτητα. Η μείωση του ενεργειακού κόστους στον δεύτερο δρομέα οφείλεται σε καλύτερες καρδιοαναπνευστικές, μεταβολικές, ορμονικές, νευρομυϊκές, βιομηχανικές και άλλες προσαρμογές.

Το πόσο εύκολα το σώμα παράγει ενέργεια, ποια είναι η επάρκεια του αερόβιου μεταβολισμού δηλαδή, εξαρτάται από τον τύπο και τον αριθμό των μυϊκών ινών που χρησιμοποιούν οξυγόνο για την παραγωγή ενεργειακών μονάδων (ATP). Η αύξηση των μορίων ΑΤΡ που παράγονται για κάθε μόριο οξυγόνου που καταναλώνεται ή η μείωση των μορίων ΑΤΡ που χρησιμοποιείται για κάθε μυϊκή συστολή συνιστούν τις βασικές προσαρμογές σε επίπεδο μεταβολισμού. Αυτές οι προσαρμογές συμβάλλουν στην καλύτερη χρησιμοποίηση υδατανθράκων, δηλαδή στην αυξημένη γλυκόλυση και στην παραγωγή ενέργειας. Επίσης, η ταχύτερη απομάκρυνση των άχρηστων προϊόντων του μεταβολισμού και του γαλακτικού οξέως συμβάλλει στην αναστολή του μηχανισμού της κόπωσης.

Η διαλειμματική προπόνηση, κοντά ή πάνω από το κατώφλι (65-75% της μέγιστης κατανάλωσης οξυγόνου) ή ακόμα και κοντά στη μέγιστη κατανάλωση οξυγόνου και η προπόνηση σε υψόμετρο είναι αποτελεσματική για την οικονομία σε υψηλές ταχύτητες, καθώς και για τις καρδιοαναπνευστικές προσαρμογές.

Το μειωμένο καρδιαναπνευστικό κόστος, η ελάττωση των σφίξεων και των αναπνοών κατά τη διάρκεια του αγώνα διευκολύνουν τη λειτουργία της καρδιάς προκειμένου να στείλει αίμα στους μύες. Αλλά και η προπόνηση μεγάλης διάρκειας με χαμηλή ένταση στο 45-65% της μέγιστης κατανάλωσης οξυγόνου «μαθαίνει» στο σώμα την τεχνική του διασκελισμού μέσω της επανάληψης, τον χρόνο επαφής του πέλματος με το έδαφος, την ικανότητα ελαστικής αναπήδησης του άκρου μετά την κρούση του με το έδαφος, τη θέση και την κίνηση του κορμού και των άνω άκρων και πολλούς άλλους παράγοντες διαμορφώνοντας το μοντέλο του τρεξίματος που εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε δρομέα. Η μείωση του χρόνου επαφής του πέλματος με το έδαφος συνεπάγεται μικρότερο ενεργειακό κόστος και καλύτερη οικονομία. Με την επανάληψη της κίνησης οι μύες μαθαίνουν να συνεργάζονται καλύτερα αποβάλλονται οι περιττές κινήσεις, βελτιώνεται η ισορροπία, η σταθερότητα της κίνησης και, εν τέλει, η αρμονία.

Κάθε δρομέας πρέπει να ερευνήσει ποιος είναι ο κατάλληλος συνδυασμός έντασης, διάρκειας και συχνότητας της προπόνησης που ταιριάζει στο γενετικό του υλικό και να δώσει έμφαση στους τομείς που επιδέχονται περεταίρω βελτίωση.

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. Δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά.