Η ενυδάτωση των δρομέων σε αγώνες άνω των 3 ωρών

Κάθε δρομέας πρέπει να έχει συναίσθηση της κατάστασης των υγρών του οργανισμού του και του πιθανού κινδύνου της αφυδάτωσης όταν συμμετέχει σε αγώνες διαρκείας άνω των τριών ωρών.

Η ενυδάτωση των δρομέων σε αγώνες άνω των 3 ωρών

Αν και το σώμα ενεργοποιεί μηχανισμούς αντιρρόπησης και διατήρησης της αρτηριακής πίεσης ώστε να διατηρεί την αιμάτωση ζωτικών οργάνων, όπως ο εγκέφαλος και η καρδιά, εντούτοις όταν οι απώλειες των υγρών υπερβούν κάποιο κρίσιμο όριο επηρεάζονται διεργασίες που ρυθμίζουν τη σταθερότητα των εσωτερικών συνθηκών.

Η ελάττωση του όγκου του αίματος και αναπόφευκτα της καρδιακής παροχής συνεπάγεται ελάττωση της αιμάτωσης του δέρματος, των ιδρωτοποιών αδένων και της εφίδρωσης με αποτέλεσμα την αδυναμία αποβολής θερμότητας και αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος. Επομένως, η ικανότητα του δρομέα να ανέχεται την άσκηση σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας ελαττώνεται όταν είναι ο δρομέας είναι αφυδατωμένος. Η κόπωση προς το τέλος του μαραθωνίου οφείλεται όχι μόνο στην εξάντληση των αποθεμάτων των ουσιών αλλά και στην αφυδάτωση.

Αν και αθλητές υψηλής κλάσης ανέχονται μεγάλες απώλειες υγρών χωρίς να επηρεάζεται η απόδοσή τους, στη μεγάλη πλειοψηφία των δρομέων ελάττωση κατά 25% του βάρους του σώματος κατά τη διάρκεια του αγώνα οδηγεί σε μείωση της απόδοσης κατά 30%. Πολλές μελέτες δείχνουν μείωση της αερόβιας ικανότητας όταν οι απώλειες υγρών υπερβαίνουν το 3% του βάρους του σώματος.

Όταν το έλλειμα του ενδοαγγειακού όγκου είναι της τάξης του 20-25% του όγκου του ολικού αίματος παρατηρείται πτώση της αρτηριακής πίεσης κάτω από 100 mmHg ενώ οι σφίξεις αυξάνονται άνω των 100. Επίσης παρατηρείται μείωση της αρτηριακής πίεσης περισσότερο από 30mm Hg και αύξηση των σφίξεων πάνω από 30 ανά λεπτό από ξαπλωτή σε όρθια θέση.

Υπάρχει γενετική μεταβλητότητα στον βαθμό εφίδρωσης, στην απώλεια νατρίου στον ιδρώτα, στην κατανάλωση υγρών, στον βαθμό εγκλιματισμού στις διάφορες περιβαλλοντικές συνθήκες, καθώς και στην ανοχή των αθλητών στην αφυδάτωση. Οι ηλικιωμένοι αθλητές έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο αφυδάτωσης λόγω μειωμένου αισθήματος δίψας, έκκρισης ορμονών και νεφρικής λειτουργίας.

Δικλείδες ασφαλείας και αποτροπής από σοβαρή αφυδάτωση και άνοδος της θερμοκρασίας σε επικίνδυνα επίπεδα αποτελούν η μεταβολή του βάρους του σώματος, το χρώμα των ούρων και κυρίως η δίψα. Όταν η θερμοκρασία του σώματος αυξηθεί άνω των 40 βαθμών Κελσίου επιδρά δυσμενώς στα κινητικά κέντρα του εγκεφάλου, με συνέπεια τη διαταραχή της νευρομυϊκής συνεργασίας δηλαδή αδυναμία συντονισμού και συνεργασίας των κινήσεων και αυξημένη αίσθηση προσπάθειας, ιδιαίτερα κατά το τέλος μιας παρατεταμένης άσκησης σε θερμό περιβάλλον. Για κάθε ένα λίτρο απώλειας ιδρώτα η θερμοκρασία αυξάνεται κατά 0,3 βαθμούς Κελσίου, η συχνότητα της καρδιάς κατά 8 σφίξεις ανά λεπτό, ενώ η καρδιακή παροχή μειώνεται κατά 1 λίτρο ανά λεπτό.

Οι φυσιολογικές, ημερήσιες απώλειες ύδατος σε άτομα με συνήθη δραστηριότητα είναι περίπου 2500ml και αποβάλλονται 500ml από τον ιδρώτα, 400ml από την αναπνοή, 200ml από τα κόπρανα και 1400ml από τα ούρα.Σε άσκηση σε θερμό περιβάλλον ή υψόμετρο όμως οι απώλειες από το δέρμα και τους πνεύμονες είναι πολύ μεγαλύτερες. Σημαντική είναι επίσης η απώλεια ηλεκτρολυτών από τον ιδρώτα (κάθε 1 λίτρο ιδρώτα περιέχει 1-5 γραμμάρια άλατος).

Για κάθε 1 θερμίδα τροφής που προσλαμβάνεται συστήνεται 1 ml ύδατος. Δηλαδή σε πρόσληψη 2000 θερμίδων μέσω της τροφής αντιστοιχούν 2 λίτρα υγρών. Συνιστάται η χορήγηση υγρών που περιέχουν υδατάνθρακες σε περιεκτικότητα όχι περισσότερο από 6% και σε ποσότητα 600-1200mlανά ώρα. Η χαμηλή συγκέντρωση γλυκόζης και άλατος στα προσλαμβανόμενα υγρά διευκολύνει την απορρόφησή τους από το γαστρεντερικό σύστημα.
Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. Δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά.