Η αμφίδρομη σχέση του εγκεφάλου με το γαστρεντερικό

Οι δίαυλοι επικοινωνίας εγκεφάλου και εντέρου είναι ποικίλοι. 

Η αμφίδρομη σχέση του εγκεφάλου με το γαστρεντερικό

Οι δίαυλοι επικοινωνίας εγκεφάλου και εντέρου είναι ποικίλοι. Είναι γνωστό ότι η θέαση νόστιμων τροφών προκαλεί την έκκριση γαστρικών υγρών και του ενζύμου γαστρίνη. Η σχέση εγκεφάλου και εντέρου είναι αμφίδρομη. Το γαστρεντερικό σύστημα περιέχει τρισεκατομμύρια ενεργά μικρόβια που βοηθούν στην πέψη των τροφών που καταναλώνουμε. Η διάσπαση των τροφών από τα μικρόβια οδηγεί σε διάφορα παραπροϊόντα, τα οποία απορροφώνται από το έντερο, εισέρχονται στο αίμα και μεταφέρονται σε όλα τα όργανα και στον εγκέφαλο.

Η ουσία σεροτονίνη, γνωστός νευροδιαβιβαστής με δράση στον εγκέφαλο, παράγεται από τα βακτηρίδια του εντέρου. Το 95% της σεροτονίνης παράγεται στα βακτηρίδια του γαστρεντερικού και τα επίπεδά της στο αίμα καθορίζονται από τη χλωρίδα του εντέρου. Επειδή τα επίπεδα της σεροτονίνης συμμετέχουν στους πολύπλοκους μηχανισμούς της ψυχικής ισορροπίας, του ύπνου, του αισθήματος χαράς, λύπης, άγχους, φαίνεται ότι ένα υγιές μικροβίωμα και επομένως γαστρεντερικό σύστημα έχει ωφέλιμες επιδράσεις στην πνευματική και στην ψυχική υγεία. Η σεροτονίνη χρησιμεύει ως πρόδρομη ουσία της μελατονίνης, της ορμόνης που συμβάλλει στην επέλευση του ύπνου. Τα μειωμένα επίπεδα μελατονίνης συνεπάγονται αϋπνία.

Το έντερο αναφέρεται ως δεύτερος εγκέφαλος επειδή παράγει πολλές από τις ίδιες νευροχημικές ουσίες που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλος για να ρυθμίσει τη διάθεση και τη νοητική λειτουργία. Η μικροβιακή χλωρίδα μπορεί, επίσης, να επηρεάσει καθοριστικά πολλούς παράγοντες της γήρανσης. Άτομα που πάσχουν από αλτσχάιμερ, άνοια ή πάρκινσον έχουν διαφορετική σύνθεση και μικρότερη ποικιλία μικροβίων από τα υγιή. Οι διαφορές που παρατηρούνται σε άτομα με γεροντική άνοια δείχνουν ότι η ύπαρξη ορισμένων μικροβίων του εντέρου μπορεί να σχετίζεται με ανάπτυξη εκφυλιστικών νόσων μέσω της δράσης του άξονα εγκέφαλος - γαστρεντερικό σύστημα. Φαίνεται ότι στον μηχανισμό συμμετέχει η φλεγμονή που έχει ενοχοποιηθεί για τη νόσο του αλτσχάιμερ. Σε μια μελέτη του 1994 βρέθηκαν φλεγμονώδη κύτταρα και πρωτεΐνες που συνδέονται με το μικροβιόσωμα γύρω από τις αμυλοειδείς πλάκες που παρατηρούνται στον εγκέφαλο των ασθενών με αλτσχάιμερ.

Γενικά το ανοσοποιητικό σύστημα ρυθμίζει τη φλεγμονή, αφού το 70% των λευκών αιμοσφαιρίων που βρίσκονται στο σώμα φιλοξενούνται στο γαστρεντερικό σύστημα. Αυτά τα λευκά αιμοσφαίρια (ανοσοκύτταρα) αντιδρούν με τα διάφορα είδη βακτηριδίων και, ενώ κάποια βακτηρίδια είναι ωφέλιμα για την υγεία, έχει βρεθεί ότι άλλα είδη προκαλούν φλεγμονή. Πρόσφατα ευρήματα δείχνουν ότι η αύξηση της φλεγμονής που πυροδοτείται από το έντερο οδηγεί σε δημιουργία αμυλοειδών πλακών στον εγκέφαλο. Οι ασθενείς με αλτσχάιμερ έχουν υψηλότερους δείκτες φλεγμονής στο σώμα καθώς και φλεγμονωδών μικροβίων και ταυτόχρονα χαμηλά επίπεδα αντιφλεγμονωδών μικροβίων. Επομένως η χρόνια ύπουλη φλεγμονώδης κατάσταση που σχετίζεται με υπεροχή των επιβλαβών φλεγμονωδών μικροβίων εις βάρος των ωφέλιμων αντιφλεγμονωδών μικροβίων στο έντερο συμβάλλει καθοριστικά στην έκπτωση της διανοητικής λειτουργίας και στην ύπαρξη αμυλοειδούς πρωτεΐνης στον εγκέφαλο.

Αν και η άνοια έχει και γενετική προέλευση, η άσκηση και η αντιφλεγμονώδης διατροφή, όπως η μεσογειακή δίαιτα, μπορούν να μετριάσουν τον κίνδυνο.

Συνοπτικά, η αερόβια άσκηση και η φυτική διατροφή βοηθούν το μικροβίωμα να συνθέσει βιταμίνες, αντιφλεγμονώδεις ουσίες, να ρυθμίσει την πέψη και τον μεταβολισμό, να προστατεύσει το σώμα από παθογόνα αίτια και να παράγει νευροχημικές ουσίες που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλος.

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά