Μοντέλο ζωής και παχυσαρκία

Η παχυσαρκία και οι επιπλοκές της είναι φαινόμενα του μοντέλου ζωής των τελευταίων δεκαετιών.

Μοντέλο ζωής και παχυσαρκία

Η παχυσαρκία και οι επιπλοκές της είναι φαινόμενα του μοντέλου ζωής των τελευταίων δεκαετιών. Τα παλαιότερα χρόνια η έλλειψη τροφής έχει θεωρηθεί προϋπόθεση που, τελικά, ευνόησε την εξέλιξη του ανθρώπου. Οι προσαρμογές που συνίσταντο στην αποθήκευση ενέργειας υπό μορφή λίπους σε περιόδους αφθονίας αποτελούσαν στρατηγική του σώματος να αντεπεξέρχεται μακρές περιόδους στέρησης τροφής προκειμένου να επιβιώσει. Επιπλέον, επειδή για την αναζήτηση τροφής ήταν απαραίτητη η αυξημένη φυσική δραστηριότητα και η οικονομική σπατάλη ενέργειας, τα γονίδια είναι διαμορφωμένα έτσι ώστε να λειτουργούν καλύτερα (οικονομικότερα) σε συνθήκες έλλειψης αφθονίας.

Ο οικονομικός γονότυπος, αν και έχει ευρέως αναγνωριστεί, έχει δεχθεί αρνητικές κριτικές. Πάντως, είναι προφανές ότι η μειωμένη φυσική δραστηριότητα σε συνδυασμό με αφθονία τροφής επιδεινώνουν τη διαφορά μεταξύ πρόσληψης και κατανάλωσης ενέργειας. Η όρεξη, η θρεπτική ομοιοστασία και η ενεργειακή ισορροπία ενορχηστρώνονται από τον άξονα γαστρεντερικό σύστημα-εγκέφαλος-ορμόνες. Για την παχυσαρκία μπορεί να ευθύνονται γενετικοί παράγοντες, αλλά ο κύριος παράγοντας είναι η περίσσεια της προσλαμβανομένης ενέργειας, εξαιτίας της υπερβολικής σε σχέση με τον μεταβολισμό κατανάλωσης τροφής, καθώς και της διαφορετικής σύστασης των τροφών σε σχέση με το παρελθόν.

Πριν από τη γεωργική επανάσταση η σύσταση της τροφής συνίστατο, κυρίως, από πρωτεΐνες και λίπος και λιγότερο από υδατάνθρακες. Πρόσφατοι υπολογισμοί θεωρούν ότι το 35% της διατροφικής ενέργειας προερχόταν από λίπος, 35% από υδατάνθρακες και 30% από πρωτεΐνες. Επιπλέον, η σύσταση των υδατανθράκων ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν που καταναλώνεται σήμερα και συνίστατο από άγρια φυτά, λαχανικά, ρίζες και φρούτα. Αν και τα φρούτα περιέχουν σάκχαρα, όπως φρουκτόζη, η περιεκτικότητά τους σε ίνες είναι υψηλή. Επομένως, είχαν χαμηλότερο γλυκαιμικό δείκτη σε σχέση με τα δημητριακά και τους σπόρους που αναπτύχθηκαν μετά τη γεωργική επανάσταση. Η γεωργική επανάσταση που συνέβη πριν από διακόσια χρόνια επιβάρυνε το γενετικό μας προφίλ. Η χρησιμοποίηση κυλινδρικών μύλων και άλλων μηχανών που συνέθλιβαν και διαχώριζαν τα εύπεπτα από τα δυσκολοχώνευτα συστατικά, με σκοπό να αυξήσουν την απορροφητικότητα των υδατανθράκων και να τους κάνουν πιο εύγευστους, μετέβαλλε δραματικά την ποιότητα και την αναλογία των θρεπτικών ουσιών στις τροφές. Τα λευκώματα, τα λίπη και οι υδατάνθρακες θεωρούνται βασικές τροφές και πηγές ενέργειας καθώς και δομικά υλικά για την αναγέννηση των ιστών και οργάνων, αλλά χρησιμεύουν επίσης και ως δομές-σήματα που επεμβαίνουν σε ποικίλο αριθμό βιοχημικών αντιδράσεων. Μια τέτοια βιοχημική οδός είναι η άμεση ή έμμεση επίδραση στην ανάπτυξη λιπώδους ιστού, μέσω ορμονών ή άλλων ουσιών που καθορίζουν το μέγεθος και τον αριθμό των λιποκυττάρων, μέσω της διαφοροποίησης του μεταβολισμού και της όρεξης.

Το λίπος της διατροφής περιέχει περισσότερες θερμίδες από τους υδατάνθρακες, γι’ αυτό συστήνεται ο περιορισμός του από τις επίσημες οδηγίες για την αποφυγή της παχυσαρκίας. Έχει αποδειχθεί όμως ότι η μείωση μόνο του λίπους στη διατροφή δεν αρκεί για την ελάττωση ή διατήρηση του βάρους του σώματος. Ενώ τα ποσοστά του λίπους στις ΗΠΑ μειώθηκαν από 40% το 1960 στο 33% το 1995, ο αριθμός των υπέρβαρων ατόμων (ΒΜΙ >25) αυξήθηκε από 56% το 1990 σε 65% σήμερα. Την ίδια περίοδο ο συνολικός αριθμός της προσλαμβανόμενης ενέργειας, μέσω της διατροφής, αυξήθηκε. Η ποσότητα του λίπους που καταναλώνεται σήμερα είναι συγκρίσιμη με αυτήν που καταναλωνόταν στην παλαιολιθική εποχή. Εντούτοις, ο τύπος του λίπους είναι θεμελιωδώς διαφορετικός σε ό,τι αφορά την αναλογία Ω3 προς Ω6 πολυακόρεστων λιπαρών οξέων, η οποία ήταν 1 προς 1, ενώ τώρα πλησιάζει το 1 προς 20, εκτός σπανίων εξαιρέσεων. Αυτό οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες.

Τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του ανθρώπου τα Ω3 λιπαρά οξέα περιέχονταν σε πολλές τροφές, όπως κρέας, άγρια φυτά, αβγά, καρύδια, μούρα και ψάρι. Σήμερα προέρχονται κατά 86% από τα ψάρια, η κατανάλωση των οποίων είναι ελαττωμένη. Επίσης, η ποσότητα των Ω6 λιπαρών οξέων βρίσκεται σε πολλές τροφές, όπως καλαμπόκι, βαμβακόσπορο, λάδι από όσπρια σόγιας, τα οποία χρησιμοποιούνται σε παρασκευασμένα από τη βιομηχανία τρόφιμα. Εξάλλου, η βιομηχανικά παραγόμενη τροφή των ζώων είναι πλούσια σε δημητριακά που περιέχουν Ω6 σε βάρος των Ω3 λιπαρών οξέων.

Η αυξημένη πρόσληψη Ω6 λιπαρών οξέων σχετίζεται σοβαρά με την παιδική παχυσαρκία και η πιθανή λιπογενετική τους δράση υποστηρίζεται από πολλές μελέτες.

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά.