Το εμπόριο της βδέλλας από το λιμάνι του Πειραιά

Το λιμάνι Πειραιά είχε αναλάβει την αποκλειστική τροφοδοσία δύο πόλεων, του Πειραιά και της Αθήνας και εισήγαγε τα πάντα. Πολύ λίγα εξάγονται από το λιμάνι μεταξύ των οποίων όμως κυρίαρχη θέση κατείχαν οι βδέλλες!

Το εμπόριο της βδέλλας από το λιμάνι του Πειραιά

Οι εμπορικές συναλλαγές στο λιμάνι του Πειραιά κατά τα πρώτα χρόνια της σύγχρονης επανίδρυσης του ομώνυμου Δήμου (το 1835), καταδεικνύουν ότι στο μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούνταν από εισαγωγές.

Το Βασιλικό Διάταγμα των Βδελλών

Με διάταγμα του Αντιβασιλέα Άρμανσπεργκ απαγορεύθηκε η εξαγωγή βδελλών χωρίς κρατική άδεια. Θεωρήθηκε λαθρεμπορική πράξη όποιος τις εξήγαγε χωρίς να είναι εφοδιασμένος με άδεια (Β.Δ. 3 Μαρτίου 1836 «Περί εξαγωγής βδελλών»). Προηγούμενα έχει αναγνωριστεί το επάγγελμα του φλεβοτόμου. Την εποχή εκείνη οι περισσότεροι «ειδικοί» επί των αφαιμάξεων καλούνταν φλεβοτόμοι και οι βδέλλες αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της εργασίας τους.

Βάλε Βδέλλες…

Η παρότρυνση «Βάλε Βδέλλες» αποτελούσε γνώριμη συνταγή από τους ιατρούς για την αντιμετώπιση πολλών ασθενειών. Σε μερικές μάλιστα ασθένειες οι βδέλλες αποτελούσαν και το μοναδικό μέσο αντιμετώπισή τους. Για αυτό και η διαθεσιμότητα βδελλών ήταν σημαντική και εξασφαλιζόταν από το άρθρο του ανωτέρω διατάγματος, στο οποίο προβλεπόταν ο έλεγχος της εξαγωγής τους. Διαβάζουμε στο άρθρο ένα: «Σκοπόν έχοντες να περιορίσωμεν την μεγάλην εξαγωγήν βδελλών εκτός του Κράτους, δια να μην εξαντληθεί ή καταστεί δυσπρόσιτον μέχρι τέλους εν των αναγκαιοτέρων της θεραπευτικής μέσων».

Τα κέρδη της βδέλλας

Το πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος της βδέλλας, επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη εμπορικών εταιριών, με μοναδικό αντικείμενο την διεξαγωγή εμπορίου αυτών. Το εμπόριο της βδέλλας, ισορροπούσε για πολλά χρόνια μεταξύ της πίεσης να καλυφθούν οι παραγγελίες των ξένων, από τις οποίες εξασφαλίζονταν κέρδη στους συλλέκτες, στις εταιρίες που τις εμπορεύονταν, αλλά και στα δημόσια ταμεία. Από την άλλη όμως, έπρεπε να αποφευχθεί η μαζική και ανεξέλεγκτη εξαγωγή τους, για να μην υπάρξει έλλειψη κάλυψης εσωτερικών αναγκών.

Οι Βδελλοτρόφες λίμνες

Οι βδέλλες όμως συλλέγονταν από τα έλη. Και τέτοια υπήρχαν παντού στην μετεπαναστατική και καταστραμμένη Ελλάδα. Το κράτος χαρακτήριζε λίμνες που είχαν αναπτύξει συνθήκες τέτοιες (έλη και στάσιμα ύδατα) ως «Βδελλοτρόφες», τις οποίες μάλιστα ενοικίαζε σε ιδιώτες μέσω δημοσίων διαγωνισμών.

Η Γραμματεία Οικονομικών την Οθωνική περίοδο καθόριζε κάθε λεπτομέρεια που αφορούσε στους «Βδελλοπαραγωγούς». Εκτός από τις λίμνες ενοικίασης, καθόριζε τα λιμάνια εξαγωγής και φυσικά τις τιμές της ενοικίασης των δημοπρατούμενων περιοχών. Άδειες αλιείας Βδελλών εκδίδονταν επίσης από τη Γραμματεία των Οικονομικών με διάρκεια δύο ετών.

Αμοιβή στους καταδότες!

Το εμπόριο της βδέλλας απέφερε σημαντικά κέρδη σε μια Ελλάδα που λίγα πράγματα μπορούσαν να εξαχθούν. Η διακίνηση βδελλών χωρίς απαιτούμενη άδεια ισοδυναμούσε με τη χειρότερη μορφή λαθρεμπορίου. Οι αμοιβές που είχαν οριστεί για τους καταδότες παράνομου εμπορίου βδελλών προέβλεπαν την παραχώρηση προς τον καταδότη του συνόλου του λαθραίου εμπορεύματος. Αυτό θα επέφερε κέρδος πολύ μεγαλύτερο από οποιαδήποτε αμοιβή.

Εκτός από τις υπέρογκες αμοιβές στους καταδότες, το κράτος είχε εκδώσει σειρά τελωνειακών διατάξεων που αποσκοπούσαν στην καταστολή του λαθρεμπορίου βδελλών. Τέτοια μέτρα ήταν η ειδοποίηση του τελωνείου του λιμένα στον οποίο θα κατέφταναν οι βδέλλες, το όνομα του πλοίου, την ποσότητα του φορτίου κ.ο.κ. Οι βδέλλες που διατίθονταν προς εσωτερική κατανάλωση πωλούνταν στα δημόσια και δημοτικά νοσοκομεία προς δύο χρυσά λεπτά η μια.

Εθνικός πλούτος από βδέλλες

Οι βδέλλες αποτελούσαν ένα από τα σοβαρότερα προϊόντα στο εξαγωγικό εμπόριο της Ελλάδας μετά την Επανάσταση. Το 1852 η Ελλάδα εξήγαγε στο εξωτερικό 733 οκάδες βδέλλες αξίας 42.842 δραχμές. Το 1853 από τις βδέλλες εισπράχθηκαν 40.132 δραχμές, ενώ το 1854 εισπράχθηκαν 36.165 δραχμές. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα κέρδη από την εξαγωγή βδελλών στο εξωτερικό συγκριτικά για μια χρόνια ας δούμε τα κέρδη της χώρας από την εξαγωγή άλλων ειδών. Αν το 1852 εισπράχθηκαν 42.842 δραχμές από τις βδέλλες, από την εξαγωγή λαδιού 47.864, από καπνό 82.521, από μέλι 61.263, από ρετσίνια 13.664 και από τυριά 78.000 δραχμές. Οι βδέλλες όμως θεωρούταν ως το σπουδαιότερο εμπορεύσιμο είδος, καθώς η φύση τις προσέφερε απλόχερα, δεν χρειάζονταν σπορά, καλλιέργεια, φροντίδα, επένδυση, εγκαταστάσεις και χρονική αναμονή όπως τα περισσότερα αγροτικά προϊόντα.

ΠΗΓΗ: pireorama



Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ. 232110