Πίκινος: Το φονικό στο στέκι στο Θησείο - «Μπεσαλής, παλικάρι, τον έφαγε ένας χαμένος»

Τι έλεγε ο ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας για τον Κωνσταντίνο Ααρών, γνωστό ως Πίκινο και πώς έπεσε νεκρός μέσα στο μαγαζί του από μια «μπαμπέσικη» μαχαιριά.

Πίκινος: Το φονικό στο στέκι στο Θησείο - «Μπεσαλής, παλικάρι, τον έφαγε ένας χαμένος»

«Οι ιππόται της ταβέρνας εξελίχθησαν εις ιππότας των ζυθοπωλείων», έγραφε κάποτε ο Τίμος Μωραϊτίνης, θεατρικός συγγραφέας, εκδότης, δημοσιογράφος, πεζογράφος και ποιητής, ο οποίος έζησε από το 1875 έως τι 1952.

Ο νυν Αντιδήμαρχος Αθηναίων, δημοσιογράφος και συγγραφέας Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς, σε κείμενό του στο blog, mikros-romios.gr, εξηγούσε πως ο Μωραϊτίνης εννοούσε «πως εκεί μεταφέρονταν πλέον ο κουτσαβακισμός και ο τραμπουκισμός, ο παλικαρισμός με τις νέες πλέον μορφές του».

Μπύρα του Πίκινου

Από τις πλέον ξακουστές μπυραρίες της εποχής ήταν η «Μπύρα του “ΠΙΚΙΝΟΥ”». Ο Κώστας Πίκινος ήταν νυκτερινός επιχειρηματίας που σε ηλικία 37 ετών έπεσε, για ασήμαντη αφορμή, θύμα δολοφονικής επιθέσεως το 1931, μέσα στο ίδιο του το κατάστημα. Η ιστορία του έγινε αργότερα τραγούδι από τον Κώστα Ρούκουνα, προσωπικό του φίλο, που ήταν και αυτόπτης μάρτυρας του τραγικού συμβάντος, ως μέλος της ορχήστρας.

Η μαρτυρία του Ρούκουνα

Η «Μπύρα του Πίκινου» ήταν κέντρο με ορχήστρα και βρισκόταν στην Αθήνα, στην περιοχή του Θησείου, στον αριθμό 26 της οδού Ακάμαντος. Ήταν εξαιρετικά δημοφιλής νυκτερινός προορισμός της εποχής με αξιόλογους μουσικούς. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κώστα Ρούκουνα, το μοιραίο βράδυ τα άλλα μέλη της ορχήστρας ήταν ο Γιώργος Κερατζόπουλος στο βιολί και ο Κώστας Τζόβενος στο σαντούρι, ενώ παλιότερα είχε περάσει από αυτή και ο βιολιστής «ο Βαγγέλης ο Ναύτης».

Ο ίδιος ο Πίκινος περιγράφεται από τον Ρούκουνα ως λεβεντάνθρωπος και ακέραιος χαρακτήρας, που δεν ανεχόταν παρεκτροπές μέσα στο κατάστημά του:
«Τέτοιο άντρα είναι δύσκολο στα χρόνια μας, να βρεις. Κουβαρντάς, μπεσαλής, παλικάρι κι ας τον έφαγε ένας χαμένος, το ‘λεγε η ψυχή του. Εκεί να πούμε, περνούσανε οι μεγαλύτεροι νταήδες στην εποχή αυτή, μπροστά του σούζα ... Τον έκλαψε κόσμος και ντουνιάς, οχτροί και φίλοι με μαύρο δάκρυ».

Εκατό αμανέδες σε μια βραδιά

Όπως τονίζει ο κ. Σκιαδάς «το «Πίκινος» ήταν παρατσούκλι, στην πραγματικότητα ονομαζόταν Κωνσταντίνος Ααρών και ήταν γεννημένος το 1894. Προς τη δυτική πλευρά της Ακρόπολης, από το Θησείο και τα Πετράλωνα μέχρι τον Βοτανικό, ήκμαζε το ρεμπέτικο στοιχείο. Το τροφοδοτούσαν οι πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στους διάφορους συνοικισμούς γύρω από τις κατοικημένες περιοχές (Αεριόφωτος, Ασυρμάτου, Παλαιών Σφαγείων κ.ά.). Το μαγαζί ήταν ανοιχτό μέχρι το πρωί και αρκετές φορές έφτανε επτά ή οκτώ η ώρα και τα όργανα έπαιζαν ακόμη, εάν υπήρχε «γαζέτα», όπως αποκαλούσαν τα τάλιρα. Ο τραγουδιστής έφτανε να λέει ακόμη και εκατό αμανέδες σε μια βραδιά!

Το φονικό

Βραδάκι Σαββάτου, Ιούνιος του 1931, και η ορχήστρα είχε ξεκινήσει από νωρίς. Μια παρέα σοβατζήδων, πέντε έξι άτομα, πίνουν αρκετά και δίνουν συνεχώς παραγγελιές. Όμως τα μέλη της δυστρόπησαν όταν αργά το βράδυ το μαγαζί γέμισε, οπότε η ορχήστρα δεχόταν παραγγελιές απ’ όλους. Οι σοβατζήδες παρεξηγήθηκαν, φώναξαν κι έβρισαν το γκαρσόνι, ενώ ένας εμφάνισε και γερμανικό σουγιά. Ειδοποιήθηκε ο Πίκινος, ο οποίος εξήγησε στους πελάτες ότι η ορχήστρα έπρεπε να παίζει για όλους. Εύσχημα τους πήρε και τον σουγιά. Συνέχισαν όμως να είναι εριστικοί, ενώ χτύπησαν με ποτήρι τον 28χρονο οργανοπαίχτη Κ. Τζόβενο. Η παρεξήγηση δεν άφηνε περιθώρια. Παρενέβη πάλι ο Πίκινος: «Μάγκες, πληρώστε το λογαριασμό και δρόμο». Έκαναν ότι έφυγαν, αλλά ένας επέστρεψε. Αγανακτισμένος ο Πίκινος, όρμησε επάνω του και αμέσως μαζεύτηκε και έσκυψε κάτω. «Με μαχαιρώσανε», ψέλλισε, «με μαχαιρώσανε», και έπεσε αιμόφυρτος. Ο 25χρονος υδροχρωματιστής Κ. Ευγενικός -όχι Χατζίνας, όπως πιστευόταν έως σήμερα- του είχε δώσει «μπαμπέσικη» μαχαιριά. Ήταν τρεις τα ξημερώματα της Κυριακής 28 Ιουνίου του 1931, στην οδό Ακάμαντος 28 στο Θησείο…».

Η κηδεία του έγινε ρεμπέτικη σύναξη

Στο κείμενο του Ελευθέριου Γ. Σκιαδά διαβάζουμε ακόμα: «Δώδεκα ημέρες αργότερα ο 37χρονος Πίκινος άφηνε την τελευταία πνοή του στο Δημοτικό Νοσοκομείο, όπου και εγχειρίστηκε. Παρά τα σενάρια που γράφτηκαν εκείνη την εποχή, αιτία του θανάτου του υπήρξε η περιτονίτιδα. Η κηδεία του μετατράπηκε σε ρεμπέτικη σύναξη, με επικεφαλής τον αδελφό του, τον Δημήτρη (Μήτσο) Ααρών, γνωστό με το ψευδώνυμο «Κανείς».

Τα τραγούδια του Ρούκουνα

Ο αυτόπτης μάρτυρας του φονικού Κώστας Ρούκουνας έγραψε (1933) και ηχογράφησε (1934, εταιρεία Parlophone) το σπάνιο ρεμπέτικο τραγούδι «Ο ΠΙΚΙΝΟΣ» («Ξύπνα, καημένε Πίκινε»):
«Μες στο Θησείο, βρε παιδιά, στου Πίκινου την μπύρα / γλέντησε όλος ο ντουνιάς Περαίας και Αθήνα / Αμάν άντρες γυναίκες λέγανε πάμε παιδιά να πιούμε / στου φίλου μας του Πίκινου και να ξημερωθούμε / Λέγανε παμ” ν” ακούσουμε σαντούρι το Γιαννάκη / και τραγουδάκια όμορφα από το Σαμιωτάκι / Αμάν τώρα, καημένε Πίκινε, ούτε μια παλιοτέντα / δεν έμεινε στην μπύρα σου για μια παλιοκουβέντα / Ξύπνα, καημένε Πίκινε, από το μαύρο χώμα / κι έλα να δεις τους φίλους σου που σε θυμούνται ακόμα / Αμάν οι φίλοι σου, ρε Πίκινε, για σένα θρηνούνε / πως άδικα σε σκότωσαν και μέσα τους πονούνε».

«Σαμιωτάκι» αποκαλούσαν τον Κώστα Ρούκουνα, ο οποίος δύο χρόνια αργότερα (1935) έγραψε ακόμη ένα τραγούδι με τίτλο «Η μπύρα του Πίκινου», στο οποίο έκανε αναφορές για τις «ένδοξες» ημέρες του μαγαζιού.

Τη δεκαετία του 1950 το κτίριο στέγασε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε κουτιά και απεικονίστηκε στην ταινία «Το αμαξάκι» (Ορέστης Μακρής, Γεωργία Βασιλειάδου, Αντιγόνη Βαλάκου κ.ά.). Αργότερα, λειτούργησε ως τυπογραφείο μέχρι τη δεκαετία του 1970 και η ζωή το ήθελε πάλι χώρο διασκέδασης.