Ζάκυνθος: Το ρεμπελιό των ποπολάρων: Ο λαός καταπάνου του Πριντζίπου της και των αρχόντων

Η λαϊκή εξέγερση των ποπολάρων της Ζακύνθου και το ντοκουμέντο της καταγραφής από τον άρχοντα Άγγελο Σουμάκη, στη ζακυνθινή διάλεκτο.

Ζάκυνθος: Το ρεμπελιό των ποπολάρων: Ο λαός καταπάνου του Πριντζίπου της και των αρχόντων

Με την ονομασία ρεμπελιό των ποπολάρων (εκ της ιταλικής: ribellione = εξέγερση) φέρεται στην ιστορία της Επτανήσου μια λαϊκή εξέγερση των ποπολάρων της Ζακύνθου, κατά των αρχόντων της νήσου που σημειώθηκε επί Ενετοκρατίας, το 1628 και η οποία τελικά πνίγηκε στο αίμα.

Η επανάσταση αυτή έμεινε περισσότερο γνωστή από τη λεπτομερή περιγραφή της από σχετική συγγραφή (χρονογράφημα), που κατέγραψε ο άρχοντας Άγγελος Σουμάκης που αποτελεί σπάνιο και σημαντικό ντοκουμέντο, γραμμένο στην ιδιότυπη και γλαφυρή ζακυνθινή διάλεκτο της εποχής με πλήθος πληροφοριών για τους πρωταγωνιστές, την εξέλιξη, τον τρόπο σκέψης της εποχής καθώς και άλλα ιστορικά και οικονομικοκοινωνικά στοιχεία της Ζακύνθου της εποχής εκείνης.

Υπό την κατοχή της Γαληνότατης Δημοκρατίας

Την εποχή εκείνη η Ζάκυνθος βρισκόταν υπό την κατοχή της Γαληνότατης Δημοκρατίας, που διήρκεσε από το 1484 έως το 1797. Οι Ενετοί είχαν παραχωρήσει στη νήσο ανεξιθρησκεία που αποτελούσε αυτοδιοικούμενη κοινότητα από Συμβούλιο Ευγενών, που έκανε την εκλογή των Αρχών μαζί με τον Ενετό Προβλεπτή. Τα μέτρα όμως αυτά φέρονταν να ωφελούσε κυρίως τις ανώτερες τάξεις του Ζακυνθινού λαού.
Οι Ζακυνθινοί την εποχή εκείνη διακρίνονταν σε τρεις κοινωνικές τάξεις:

α) τους ευγενείς, τους αποκαλούμενους Nobili, που είχαν αποκλειστικά εισοδήματα από ακίνητη περιουσία χωρίς να ασκούν οι ίδιοι «βάναυση τέχνη», δηλαδή χειρωνακτικό επάγγελμα. Οι τίτλοι τους κατοχυρώνονταν με την εγγραφή του ονόματος της οικογενείας τους στην Χρυσή Βίβλο, ή Αρχοντολόγιο, το λεγόμενο Libro D´ Oro. Η εγγραφή στη τάξη των ευγενών γινόταν με ορισμένες προϋποθέσεις και μόνο αυτή είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα.
β) Τους αστούς, αποκαλούμενους Civili, που αποτελούσαν την μεσαία τάξη. Ήταν μεγαλέμποροι, χρυσοχόοι, συμβολαιογράφοι, κ.λπ.. Υιοθετούσαν τις συνήθειες της ζωής των ευγενών και διακαής τους πόθος ήταν η εγγραφή τους στο Libro D´ Oro. Ο αποκλεισμός τους από το Συμβούλιο των Ευγενών υπήρξε πολλές φορές αφορμή διενέξεων μεταξύ των δύο τάξεων. Οι διενέξεις αυτές έληξαν το 1683 όταν αποφασίστηκε να γίνονται δεκτοί στο Συμβούλιο και αστοί, αντικαθιστώντας τους ευγενείς που είχαν εκλείψει.
γ) Στην πιο δεινή θέση βρίσκονταν οι λαϊκοί, οι λεγόμενοι ποπολάροι, εκ του πόπολο (= ιταλικά ο λαός), δηλαδή γεωργοί, κτηνοτρόφοι, ψαράδες, εργάτες κ.λπ.. Αυτοί δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα ενώ παράλληλα στρατολογούνταν για να υπερασπίσουν το νησί από τις εχθρικές επιδρομές.

Οι πειρατές

Αφορμή για το «ρεμπελιό των ποπολάρων» στάθηκε η πληροφορία ότι Σαρακηνοί πειρατές ετοιμάζονταν να επιτεθούν στο νησί. Οι άρχοντες τότε αποφάσισαν να καταγράψουν τον πληθυσμό προκειμένου να προβούν στη συνέχεια στις αναγκαίες στρατολογήσεις για την προστασία του νησιού. Οι ποπολάροι όμως μονίμως δύσπιστοι θεώρησαν ότι η καταγραφή αυτή αποτελούσε τέχνασμα για περισσότερο έλεγχο του πληθυσμού, προς επιβολή νέων φόρων. Έτσι ξέσπασε η λαϊκή αντίδραση, η οποία και πνίγηκε στο αίμα από τον καινούργιο προβλεπτή που έστειλε στο μεταξύ η Βενετία.

Το «Libro D' Oro»

Όταν πολύ αργότερα έφθασαν στη Ζάκυνθο οι Γάλλοι οι Ζακυνθινοί τους υποδέχθηκαν ως απελευθερωτές. Τότε κάηκε στον Πλατύφορο το «Libro D' Oro» ενώ φυτεύτηκε και το δέντρο της δημοκρατίας. Σύντομα όμως ακολούθησε η απογοήτευση. Μετά το σύντομο πέρασμα των Γάλλων "Δημοκρατικών" (1797 – 1798), ακολούθησε η Ρωσοτουρκική κυριαρχία (1798 – 1800), η «αυτόνομη» Επτανησιακή Πολιτεία υπό τον αυτοκράτορα της Ρωσίας (1800 – 1807), η αυτοκρατορική πια Γαλλική κυριαρχία (1807 – 1809) και τέλος η Αγγλοκρατία (1809 – 1864) μέχρι την 21 Μαΐου του 1864, όταν τα Επτάνησα δωρήθηκαν από την Βασίλισσα της Αγγλίας στο νέο Βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α', οπότε και ενσωματώθηκαν στο Βασίλειο της Ελλάδος.

«Τοῦ Ἄντζολου Σουμάκη...»

Το έργο του Σουμάκη φέρει τον τίτλο «Διήγησις του Ρεμπελιού των Ποπολάρων, ήγουν του λαού του νησίου Ζακύνθου οπού έγινε εις τους 1628». Ακολουθεί μικρό απόσπασμα από τη διεύθυνση georgakas.lit.auth.gr/:

«Τὴν παροῦσαν διήγησιν ἐβουλήθηκέ μου ἐμὲ τοῦ Ἄντζολου Σουμάκη τοῦ ποτὲ σινιὸρ Τζώρτζη ἀπό τό ἄνωθεν νησί τῆς Ζακύνθου νὰ τὴν βάλω εἰς θύμησιν, διά ποία ἀφορμὴ καὶ αἰτία ὁ λαὸς ὅλος τῆς χώρας τοῦ ἄνωθεν νησίου ἐσηκώθηκεν καταπάνου τοῦ Πριντζίπου της καὶ τῶν ἀρχόντων τους μὲ βουλὴ καὶ γνώμη νὰ κόψουν τοὺς ἄρχοντάς τους, καὶ εἰς ποῖον καιρὸν ἐσυνέβη ἡ ὑπόθεσις ἐτούτη.

Στὸν χρόνον τῶν χιλίων ἐξακοσίων εἴκοσι ὀκτὼ οἱ Ἀφρικοί τόποι, ἤγουν τῆς Μπαρμπαρίας, εὑρισκόμενοι νὰ ἔχουν πλησίον λαὸν κουρσάρων, οἱ ὁποῖοι τόσον μὲ καράβια, ὡσὰν καὶ μὲ κάτεργα, ἔδωσαν μεγάλες ζημίες ὁλωνῶν τῶν Χριστιανῶν, τόσον τοῦ Βασιλέως τῆς Σπάνιας, ὡσὰν Φράντζας, Βενετζιάνων καὶ πᾶσα ἄλλων Χριστιανῶν, ἦτον μεγάλον θαῦμα εἰς τὲς ζημίες ὅπου ἔκαναν· τόσον ἀπὸ πτωχότατοι, ὁπού ἦσαν, τώρα εὑρέθησαν ὅλοι πλούσιοι ἀπὸ τὰ περισσὰ κουρσεύματα ὁπού ἔκαναν τῶν Χριστιανῶν. Καὶ ἡ αἰτία ἦτον ὁποὺ τὸ ἔθνος ἐτοῦτο τῶν κουρσάρων ἐπλήθυναν, ὅτι ὁ Ρήγας τῆς Σπάνιας διὰ νὰ διώξη ἀπὸ τοὺς τόπους του ἑβδομήντα χιλιάδες λαὸν καὶ πλέον ἀπὸ τοὺς Γρανατσέρους, ἐτότε ἐπλήθυναν τὴν Ἀφρικήν καὶ ἔτερους τόπους τῆς Τουρκίας. Οἱ ὁποῖοι Γρανατίνοι διὰ νὰ συμπλησιάζουν μὲ τὴν Μπαρμπαριὰν ἔπιασαν τὴν πίστην τοῦ Μουαμέτη καὶ ἐκάνανε Τούρκικα εἰς τὸ κρυφό. Ὅμως ὁ Βασιλεύς μετὰ καιρὸν ξανοίγοντάς τους ὅλους τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τοὺς τόπους ἄνδρες καὶ γυναικόπαιδα. Πολλοί λέγουν πὼς ἐδίωξε ἑκατὸν πενήντα χιλιάδες ψυχὲς καὶ ἄλλοι λέγουν ἐννενήντα. Καὶ ἄφησαν τὰ καλὰ τους καὶ ἐσκορπιστήκανε εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὰ μέρη καὶ χώρες τοῦ Τουρκῶν, ὡς εἶπα. Ἀμὴ τὸ πλέον μέρος ἐκατοίκησε εἰς τὰς χώρας καὶ τόπους τῆς Μπαρμπαρίας, ἤγουν τῆς Ἀφρικῆς, καὶ ὡσὰν ὁποὺ ἦσαν ἄνθρωποι τεχνεμένοι εἰς σὲ πολλὲς ἐπιστήμες, ἐπλήθυναν καὶ ηὔξηναν ὅλες ἐκεῖνες οἱ χῶρες ἀπὸ πᾶσα τέχνην καὶ ἀξίες ἀρκετές, ὁποὺ πρωτήτερα δὲν τὰς εἶχαν. Ἦσαν καὶ καλοὶ μαστόροι τῶν καραβίων καὶ κατέργων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἕκαμαν πλήθια ἀπὸ αὐτά, καὶ ἔδωσαν περίσσιες ζημίες, ὡς εἶπα, καὶ εἰς ὅλα τὰ ἔθνη τῶν Χριστιανῶν, τόσον τῆς γῆς, ὡσὰν καὶ τοῦ πελάγου. Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ πρῶτα ἀρμάτωναν ἕξη ἑπτὰ κάτεργα μόνον, τώρα ἀρματώνουν εἰς ὅλην τὴν Ἀφρικὴν εἴκοσι δύο μεγάλα καὶ ἀνδρειωμένα κάτεργα.

Εἰς τὸν καιρὸν ἐτοῦτον εἶχαν βέβαια γνώμην οἱ αὐτοὶ κουρσάροι τῆς Ἀφρικῆς ὅτι νὰ κτυπήσουνε μὲ τὴν ἀρμάδα τους καὶ τό νησί τῆς Ζακύνθου, ὡς εἴχαμε τὰ μαντάτα συχνὰ ἀπὸ πολλοὺς τόπους. Διὰ τὸ ὁποῖον πρᾶγμα ἐβάλθη ὁ λαὸς τῆς χώρας εἰς ὁρδινία ἀπὸ τὸν ἀφέντη τὸν γκενεράλε τὸν Πόντε, ὁποὺ εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εὑρισκότουν εἰς τὴν Ζάκυνθο, στελμένος ἀπὸ τὴν γαληνοτάτη αὐθεντία τῆς Βενετίας, διὰ νὰ κρίνη ἐκεῖνον τὸν λαὸν εἰς τὰ παραπονέματά του, διότι εἰς καιρὸν ὁποὺ ἤθελαν ἔλθει οἱ ἐχθροὶ νὰ εἴμεσθε ἕτοιμοι νὰ τοὺς δώσουμε πρόσωπο καὶ νὰ τοὺς πολεμήσουμε ὡς πρέπει.

Τοιμάσας διὰ τὴν ἀφορμὴν ἐτούτην δεκατέσσαρους καπεταναίους εἰς ὅλον τὸν λαὸν τῆς χώρας, ἤγουν εἰς πᾶσαν ἐνορίαν ἕναν, διότι νὰ εἶναι ἕτοιμοι κάθε καιρὸν ὁποὺ νὰ ἔλθουν οἱ ἐχθροὶ νὰ συμμαζωχθοῦν μὲ τάξιν ὁ πᾶσα ἕνας εἰς τὸν καπετάνιον του, καὶ ὁ κάθε καπετάνιος νὰ συντρέχη μὲ ὅλην τὴν συντροφίαν νὰ βρίσκη τὸν κουβερναδόρον τοῦ νησιοῦ, διὰ νὰ λαβαίνη ὀρδινία εἰς σὲ ποῖον τόπον ἔχει νὰ ὑπάγη διὰ νὰ φυλάξη τὴν χώραν καὶ νὰ ἐναντιωθῆ τῶν ἐχθρῶν, ὡς κυβερνήτης τοῦ πολέμου, μὲ ὑπόσχεσιν ὅτι κάθε βράδυ νὰ κρατοῦνε φύλαξη δὺο καπεταναῖοι ὅλον τὸν καιρὸν τοῦ καλοκαιρίου, ὁποὺ ἦτον ὁ φόβος...».