Ο «Πυρετός» του Νικ Χόρνμπι για την Άρσεναλ (pic+vid)

Ο συγγραφέας Nικ Χόρνμπι, ο πιο διάσημος οπαδός της Άρσεναλ, στα 62 του χρόνια, εξακολουθεί να ζει στον «Πυρετό της μπάλας»

Ο «Πυρετός» του Νικ Χόρνμπι για την Άρσεναλ (pic+vid)

«Ερωτεύτηκα τα ποδόσφαιρο όπως θα ερωτευόμουν αργότερα τις γυναίκες: ξαφνικά, χωρίς εξήγηση ή κριτική, δίχως να σκεφτώ καθόλου τον πόνο ή την αναταραχή που θα έφερνε μαζί του».

Έτσι περιγράφει τη γνωριμία του με το ποδόσφαιρο ο Νικ Χόρνμπι, ο πιο διάσημος συγγραφέας-οπαδός, τον οποίο οι φίλοι του Ολυμπιακού θα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν όταν θα επισκεφθούν το «Εμιρέιτς» για τον αγώνα με την Άρσεναλ στους «32» του Γιουρόπα Λιγκ.

Βραβευμένος συγγραφέας, δύο φορές υποψήφιος για Όσκαρ σεναριογράφος, στιχουργός, μουσικοκριτικός και πάνω απ’ όλα μανιακός οπαδός της Άρσεναλ, ο Χόρνμπι είναι σήμερα ένας από τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους της βρετανικής κουλτούρας.

Το 1992 όμως, όταν κλείστηκε στο σπίτι του για να γράψει το «Fever Pitch», ήταν ένας… Τίποτας. Στα 35 του άφησε τη δουλειά του ως δασκάλου για να γίνει συγγραφέας. Κι ένα βιβλίο για το ποδόσφαιρο δεν ήταν και η πιο εμπορική ιδέα εκείνη την εποχή. Ωστόσο ο Χόρνμπι πήρε το ρίσκο και δικαιώθηκε. Το «Fever Pitch» κἐρδισε το βραβείο για το καλύτερο αθλητικό βιβλίο της χρονιάς στην Αγγλία και άνοιξε στον δημιουργό του την πόρτα για μια σπουδαία καριέρα ως μυθιστοριογράφος και σεναριογράφος.

Λένε πως η μεγαλύτερη θρησκεία στον κόσμο δεν είναι καν θρησκεία. Για τον Νικ, ένα εντεκάχρονο αγόρι με χωρισμένους γονείς, θρησκεία ήταν το ποδόσφαιρο. Στο «Fever Pitch» ο Χόρνμπι αναπαριστά πώς το ποδόσφαιρο τον βοήθησε να βρει διέξοδο στα αδιέξοδα της ταραγμένης εφηβείας του ~και όχι μόνο.

Αναφερόμενος στην πρώτη ποδοσφαιρική αγάπη του, την Άρσεναλ, περιγράφει με το απαράμιλλο χιούμορ του πολυάριθμες αστείες και συγκλονιστικές στιγμές της ζωής του σε μια περίοδο 24 χρόνων (από το 1968 έως το 1992). Τo «Fever Pitch» ήταν ένα βιβλίο που διαβάστηκε κυρίως από άντρες, αλλά και από γυναίκες, οι οποίες πρώτη φορά μπόρεσαν να καταλάβουν τη σημασία της παθιασμένης σχέσης των αντρών με την ομάδα τους.

Στο πρόσωπο του ήρωα πολλοί ~έφηβοι κυρίως~ οπαδοί αναγνώρισαν τον εαυτό τους. «Εγώ, για παράδειγμα, ήθελα μια στις τόσες να μην είμαι ο αυτιάς, ο γυαλάκιας, ο λεχρίτης από τα προάστια, μου άρεσε να τρομάζω τους καταστηματάρχες στο Ντέρμπι, στο Νόριτς ή το Σαουθάμπτον... Οι ευκαιρίες που είχα μέχρι τότε προς εκφοβισμό των ανθρώπων ήταν περιορισμένες...» γράφει ο Χόρνμπι.

Εξήγησε και τον «μαζοχισμό» των οπαδών των λιγότερο επιτυχημένων ομάδων: «Είναι σαν να περιμένεις το λεωφορείο, έχουν περάσει 40 λεπτά που περιμένεις στη στάση και ξέρεις ότι αν αποφασίσεις να ξεκινήσεις με τα πόδια, μόλις στρίψεις στη γωνία θα εμφανιστεί το λεωφορείο και θα σε προσπεράσει. Έτσι και ο οπαδός σκέφτεται πως έτσι και σταματήσει να πηγαίνει στο γήπεδο, μόλις πάψει να τον νοιάζει η ομάδα του θα ανέβει κατηγορία ή μπορεί να πάρει και το Κύπελλο» λέει στο βιβλίο.

Το «Fever Pitch», που κυκλοφόρησε το 1999 στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», είναι ένα από τα λίγα αθλητικά μυθιστορήματα που μπορούν να διαβαστούν με τρεις διαφορετικούς τρόπους: ως μια ιστορία για το ποδόσφαιρο, ως μια ιστορία που δίνει το ερέθισμα για συναισθηματική ενδοσκόπηση και ως μια ιστορία για μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Το ένιωσε και ο ίδιος ο Χόρνμπι όταν το 2011 παρακολούθησε την ομάδα του την Άρσεναλ να χάνει 2-1 από την Μπέρμιγχαμ στον τελικό του Λιγκ Καπ. Έγραψε τότε στην εφημερίδα «Τέλεγκραφ»: «Το πρώτο γκολ της Μπέρμιγχαμ πέτυχε με κεφαλιά ένας γιγαντιαίος Σέρβος (Ζίγκιτς), μετά ένας Ολλανδός (Φαν Πέρσι) ισοφάρισε για την Άρσεναλ κι ένας Νιγηριανός (Ομπαφέμι Μάρτινς), που είχε έρθει δανεικός από ρωσικό σύλλογο, σημείωσε το νικητήριο γκολ, ύστερα από μια γελοία αμυντική ασυνεννοησία ανάμεσα σε έναν Γάλλο (Κοσιελνί) και σε ένα Πολωνό (Σέζνι). Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Τι δουλειά είχαν σε έναν αγγλικό τελικό στο [Γουέμπλεϊ]; Και γιατί πλήρωσα περίπου 90 ευρώ για να τους παρακολουθήσω;»

Την ερώτηση αυτή έκανε στον εαυτό του και ο ίδιος έδωσε την απάντηση στις παρακάτω γραμμές: «Το αγγλικό ποδόσφαιρο άλλαξε από τότε που κυκλοφόρησε το [Fever Pitch] το 1992. Πράγματι, περισσότερα έχουν συμβεί τα τελευταία 20 χρόνια από ό,τι στα προηγούμενα 70 ή 80. Το παιχνίδι έχει γίνει γρηγορότερο και καλύτερο και οι παίκτες είναι πιο καταρτισμένοι και πιο ολοκληρωμένοι. Τα γήπεδά μας είναι ως επί το πλείστον ασφαλή, αλλά τα εισιτήρια είναι πανάκριβα, κάνοντας πιο δύσκολη την παρουσία οπαδών από τα χαμηλά και μεσαία στρώματα στην εξέδρα. Τώρα, αν γραφτείτε συνδρομητές σε ένα καλωδιακό αθλητικό κανάλι, μπορείτε να δείτε δύο ή τρία παιχνίδια την ημέρα, παιχνίδια από όλη την Ευρώπη. Το ποδόσφαιρο έγινε μπίζνες, αυτοί που κρατούν τις τύχες του στα χέρια τους δεν ενδιαφέρονται πλέον να διασκεδάζουν τους πελάτες τους που είναι διαφορετικοί άνθρωποι τώρα, με διαφορετικό υπόβαθρο, διαφορετικά γούστα».

Πρόλαβε ο συγγραφέας και μας χάρισε ίσως το ωραιότερο βιβλίο που γράφτηκε για τους οπαδούς γιατί, όπως ο ίδιος ομολόγησε, είκοσι χρόνια μετά δεν θα μπορούσε να το γράψει... Κι αν πολλά έχουν αλλάξει, ο Χόρνμπι, στα 62 του, παραμένει ο ίδιος πιστός οπαδός της Άρσεναλ, τακτικός θαμώνας στο «Εμιρέιτς», έχοντας πια δίπλα του τα δυο παιδιά του (από τον δεύτερο γάμο του), για να μοιράζονται τις απογοητεύσεις που χαρίζει απλόχερα η Άρσεναλ τα τελευταία χρόνια στους φίλους της…

ΙΝΦΟ Το «Fever Pitch» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1997, με πρωταγωνιστή τον Κόλιν Φερθ. Δεν συνάντησε την ίδια επιτυχία με το βιβλίο. Ο Χόρνμπι αντιμετώπισε με χιούμορ την υποδοχή που είχε από το κοινό: «Θα ήταν σαν να φτιάχνω δερμάτινα σακάκια και να τα πουλάω, και μετά να γκρινιάζω πως δεν θέλω να τα φοράνε χοντροί» είπε…