Eπίσημοι... απατημένοι!
Ούτε η Εθνική ποδοσφαίρου, ούτε η Εθνική μπάσκετ στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και δεν δικαίωσαν τις μεγάλες προσδοκίες που υπήρχαν στις τάξεις των Ελλήνων φιλάθλων.
Σαν να μην έφτανε ότι οι περισσότεροι βιώνουμε τις πρωτές ημέρες της δύσκολης επανασύνδεσης με την καθημερινότητα, ήρθαν να επιτείνουν το, περίφημο, «σύνδρομο κατάθλιψης μετά τις διακοπές» τα καταστροφικά αποτελέσματα των δύο κυριότερων αντιπροσωπευτικών συγκροτημάτων μας: της Εθνικής ποδοσφαίρου κι εκείνης του μπάσκετ, που, με διαφορά λίγων ωρών, μας κέρασαν (αντί για ροδόσταμο...) φαρμάκι!
Πρώτα η πρωταθλήτρια Ευρώπης του 2004 (πόσο μακρινό, αλήθεια, μοιάζει, τέτοιες μέρες, το παραμύθι που ζήσαμε, με τα μάτια ανοικτά, πριν 15 χρόνια στα Πορτογαλικά γήπεδα...) κατάφερε ν’ αποδείξει, κόντρα στο Λιχτενστάϊν, ότι ίσως να μην έχει πιάσει πάτο, ο αγωνιστικός της κατήφορος! Ταυτόχρονα, η «γαλανόλευκη», με το τελευταίο αποτέλεσμα, κόντρα στην... ποδοσφαιρική υπερδύναμη του πριγκηπάτου των 160 τετραγωνικών χιλιομέτρων και των 40.000 ψυχών, πιστοποίησε, πέραν του ότι θα δούμε (και) τα τελικά του ΕURO 2020 (μετά από εκείνα του EURO 2016 και του περσινού Παγκοσμίου Κυπέλλου...) από τηλεοράσεως, ότι, το γεγονός πως απέχει, την τελευταία 5ετία, από τα τελικά των μεγάλων διοργανώσεων, αποτελεί «βιτρίνα» των δομικών προβλημάτων, του εγχώριου φούτμπολ. Κι ότι ο εκάστοτε προπονητής λειτουργεί ως εξιλαστήριο θύμα και ...χαλάκι για να τα κρύψουμε από κάτω!
Όχι ότι είναι άμοιροι ευθυνών ο Άγγελος Αναστασιάδης κι οι προκάτοχοι του (Μίκαελ Σκίμπε, Σέρχιο Μαρκαριάν, Κώστας Τσάνας, Κλάουντιο Ρανιέρι) για την κατάσταση της Εθνικής, αλλά και μόνο ότι πέντε προπονητές κάθισαν στον «ηλεκτρικό» πάγκο της, σε ισάριθμα χρόνια, όταν τα προηγούμενα 13 (2001-14) είχαν καθίσει μόλις δύο (Ρεχάγκελ-Σάντος), με παρεμφερή αγωνιστική φιλοσοφία, «λέει» πολλά... Οι, εκάστοτε, διεθνείς μας σίγουρα είναι μπερδεμένοι από τις διαφορετικές προσεγγίσεις κι εντολές, αλλά το ότι η τελευταία μας νίκη ήταν την πρεμιέρα των προκριματικών στο Λιχτενστάιν (23/03), καθώς κι ότι η ομάδα του, σφηνωμένου μεταξύ Ελβετίας κι Αυστρίας, κρατιδίου, σκόραρε το πρώτο της γκολ στα προκριματικά και πήρε τον παρθενικό της πόντο, στη διαδικασία, εναντίον μας, τους στερεί πειστικών άλλοθι, καθίζοντας τους στο εδώλιο των «κατηγορουμένων»... Εκεί όπου, βέβαια, την πρωτοκαθεδρία έχουν οι παράγοντες της ΕΠΟ.
Άλλωστε το «ψάρι» από το κεφάλι, δε λένε, ότι «βρωμάει»;
Κάτι που, προφανώς, ισχύει και για την μπασκετική Εθνική. Γιατί όσο κι αν η συμβολή του Γιώργου Βασιλακόπουλου στο «μπουμ» της Ελληνικής καλαθόσφαιρας, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, που οδήγησε στο έπος του 1987 κι έφερε την άνθιση του αθλήματος στη χώρα, είναι αναμφισβήτητη, δεν είναι δυνατό να είναι ανεύθυνος για το ότι, από το 2009, η «επίσημη αγαπημένη» δεν έχει σταματήσει ν’... απατά το Ελληνικό κοινό και τις (μεγάλες) προσδοκίες, που η ίδια του δημιούργησε!
Άλλωστε (κι εδώ είναι η ειδοποιός διαφορά των δύο αντιπροσωπευτικών συγκροτημάτων μας...), για το υλικό της μπασκετικής Εθνικής, μόνο απαξίωση (που υπάρχει, διάχυτη, για της ποδοσφαιρικής...) δεν υφίσταται. Πως θα μπορούσε; Στις τάξεις της έχει τον ΜVP του ΝΒΑ, δύο από τα καλύτερα γκαρντ της Ευρωλίγκας και παίκτες μπαρουτοκαπνισμένους στην κορυφαία διοργάνωση της γηραιάς ηπείρου.
Κι αντί μεταλλίου (που ήταν ο στόχος), κατέληξε 11η , αφού κι εκείνη - όπως κι η ποδοσφαιρική - χρειάζεται καθοδήγηση (τεχνοκρατική και προπονητική) καθώς κι ομαδικό πνεύμα.
Στοιχεία δυσεύρετα στην ελληνική κοινωνία της κρίσης και τον αθλητισμό της, που επιβάλλεται να επιστρέψουν, ώστε να εκλείψει, στο φίλαθλο κοινό, η αποξένωση από τα αντιπροσωπευτικά μας συγκροτήματα κι η αίσθηση του επίσημου... απατημένου!