Στην Εθνική δεν φταίει μόνο ο προπονητής

Ο Τζον Φαν'τ Σιπ δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα της Εθνικής ομάδας. 

Στην Εθνική δεν φταίει μόνο ο προπονητής

Βαρύτατη ήταν η κριτική για την Εθνική, τον Φαν’τ Σιπ και τους παίκτες μετά την ισοπαλία στο Κόσοβο, όπως και πολύ βαρύ είναι το κλίμα για τον Ολλανδό τεχνικό που βλέπει την ομάδα στην οποία είναι υπεύθυνος να φέρνει συνεχώς ισοπαλίες 1-1 στον προκριματικό όμιλο για το Κατάρ και να προσπαθεί απλώς να διατηρήσει ψηλά το ηθικό. Ούτε με διαδοχικά 1-1 (ακόμη κι αν το πρώτο ήταν στη Γρανάδα με την Ισπανία) ούτε με επιχείρηση ανύψωσης ηθικού μπορεί ένα συγκρότημα να πάρει πρόκριση σε μεγάλη διοργάνωση. Και η συγκεκριμένη ομάδα, στα συγκεκριμένα ματς, δεν έχει παίξει ποδόσφαιρο της προκοπής. Πολύ κάτω του μετρίου. Είτε όταν δεν είχε απουσίες και έπαιζε με ισχυρό αντίπαλο εκτός έδρας είτε με ασθενέστερο στην έδρα της (Ισπανία και Γεωργία αντιστοίχως) είτε όπως συνέβη προχθές όταν πήγε στην Πρίστινα για να πάρει ένα παιχνίδι οπωσδήποτε απέναντι σε μία ομάδα στα μέτρα της, προηγήθηκε σε καίριο σημείο με τη μοναδική φάση που έκανε, αλλά δεν μπόρεσε για μία ακόμη φορά να νικήσει.

Οι επιλογές του Φαν’τ Σιπ είναι το δέντρο. Ο Ολλανδός είναι φυσικά ο προπονητής και από εκείνον ορίζεται αγωνιστικά η τύχη μιας ομάδας, μόνο που το δάσος είναι αλλού. Δεν έχει να κάνει μόνο με το αν οπισθοχώρησε η Εθνική στο τέλος, γιατί οι αλλαγές ήταν άστοχες και ανώφελες. Ούτε ότι δέχτηκε γκολ με τέσσερις στόπερ στην περιοχή να μην μπορούν να διώξουν μια απέλπιδα προσπάθεια του αντιπάλου μήπως και κάνει κάποια ευκαιρία. Το πρόβλημα είναι η νοοτροπία μιας ομάδας, η οποία εδώ και πάρα πολύ καιρό έχει συνηθίσει να μην μπορεί να πρωταγωνιστεί. Να νιώθει υποδεέστερη σε κάθε κλήρωση και υποχρεωμένη να κάνει υπερβάσεις. Να κάνει εκπλήξεις όπως στη Γρανάδα ή να πρέπει να υπερβεί τις δυνατότητές της για να νικήσει τη Γεωργία και το Κόσοβο.

Ένα από τα βασικά προβλήματα της Εθνικής είναι το θέμα προπονητή, διότι μετά τον Ρεχάγκελ και τον Σάντος δεν υπήρξε κάτι που να πλησιάζει. Ακόμη και ο Ρανιέρι με το βαρύ όνομα απέτυχε εδώ, ενώ έγραψε ιστορία με τον τίτλο του στη Λέστερ. Μεγάλο πρόβλημα είναι οι ποδοσφαιριστές και το «ταβάνι» τους, όμως δεν είναι και τόσο κακοί οι Έλληνες παίκτες, ώστε να μην μπορούν να ανεβάσουν το επίπεδο της ομάδας από το σημείο που έχει βρεθεί. Όλοι οι ποδοσφαιριστές. Διότι για κάποιους λόγους, για τους οποίους δεν ευθύνονται εκείνοι και οι ικανότητές τους, δεν αγωνίζονται στην ομάδα εδώ και καιρό άσοι που διαπρέπουν στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό όπως ο Μανωλάς, ο Παπασταθόπουλος, ο Σιόβας. Δεν υπάρχει τέτοια πολυτέλεια. Παίκτες με πολλές συμμετοχές και προσφορά στην ίδια την Εθνική να βρίσκονται εκτός πλάνων.

Οι προηγούμενες διοικήσεις της ΕΠΟ τα έχουν κάνει «μούσκεμα» στο θέμα της Εθνικής και έχουν τη μεγαλύτερη ευθύνη. Καμία οργάνωση και κανένα πραγματικό ενδιαφέρον δεν υπήρξε τα τελευταία χρόνια. Η τωρινή διοίκηση της ΕΠΟ υπό τον Θοδωρή Ζαγοράκη μπορεί να προσφέρει ελπίδα για κάτι διαφορετικό. Διότι είναι πλέον υπό τον Ζαγοράκη, τον αρχηγό της κορυφαίας Εθνικής όλων των εποχών και έναν άνθρωπο που δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε ότι πάνω απ’ όλα για αυτήν την ομάδα ενδιαφέρεται και, αν μπορούσε, όλη μέρα μαζί της θα ασχολείτο. Πρέπει να δει τι μπορεί και πόσα μπορεί να κάνει. Και να δημιουργήσει από την αρχή κάτι διαφορετικό σε επίπεδο οργάνωσης. Εάν δεν τα καταφέρει ούτε αυτός, τότε κανείς προπονητής και κανείς παίκτης δεν πρόκειται να κάνει τη διαφορά. Και η διαφορά πρέπει να έρθει με συνέχεια και συνέπεια, όχι με πυροτεχνήματα που σβήνουν όπως τα μάτια μας προχθές με το αποκρουστικό ποδοσφαιρικό θέαμα στην Πρίστινα. Πολύ φοβάμαι ότι αν τύχει και νικήσει η Εθνική αύριο τη Σουηδία, θα είναι ένα πυροτέχνημα επικίνδυνης παράτασης…