Η… φυλή των ανταποκριτών!

Αφιέρωμα του «ΦΩΤΟΣ» σε αυτούς που μετέδιδαν παλαιότερα τις ειδήσεις από την επαρχία.

Η… φυλή των ανταποκριτών!
Δημοσιογραφική ταυτότητα από το «ΦΩΣ» στον… μαθητή ανταποκριτή, σημερινό συντάκτη της στήλης.

Μία από τις πολλές αλλαγές που σημειώθηκαν στον χώρο του Τύπου και κυρίως των εφημερίδων την τελευταία δεκαετία, σε συνάρτηση με την εξέλιξη της τεχνολογίας, είναι η μείωση των ανταποκριτών της περιφέρειας. Λίγοι απέμειναν που να δίνουν καθημερινά τις ανταποκρίσεις για τα γεγονότα της πόλης τους. Θα λέγαμε ελάχιστοι. Σε αντίθεση με παλαιότερα χρόνια όπου οι ανταποκριτές της επαρχίας κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος της ύλης των εφημερίδων, καθώς στην προ διαδικτύου εποχή ήταν η βασική πηγή ενημέρωσης για τους αγώνες και τα αθλητικά γεγονότα της περιφέρειας. Σε παλαιότερα χρόνια ακόμα και το αποτέλεσμα ενός αγώνα μικρών κατηγοριών ήταν δύσκολο να γίνει γνωστό, αν δεν σήκωνε το τηλέφωνο ο τοπικός ανταποκριτής. Πόσω μάλλον τα στοιχεία μιας αναμέτρησης, όταν δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, η επικοινωνία με την επαρχία ήταν δύσκολη, δεν υπήρχαν τηλεόραση, τοπικά σάιτ, διαδίκτυο.

Σήμερα τους ανταποκριτές υποκατέστησαν κατά κάποιον τρόπο οι τηλεοπτικές μεταδόσεις των αγώνων, τα δεκάδες αθλητικά σάιτ που ξεφύτρωσαν σε κάθε πόλη και τα οργανωμένα γραφεία Τύπου των ΠΑΕ της Σούπερ Λιγκ 1 και 2. Αλλά και οι ομάδες Γ’ Εθνικής και των τοπικών πρωταθλημάτων έχουν δικές τους ιστοσελίδες όπως και σελίδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προβάλλοντας τις δραστηριότητές τους αλλά και τους χορηγούς. Όλη αυτήν τη δουλειά παλαιότερα την έκαναν οι ανταποκριτές. Αυτοί μετέδιδαν τηλεφωνικά τους αγώνες στις εφημερίδες τους και την υπόλοιπη αθλητική δραστηριότητα.

Οι εφημερίδες ήθελαν τα νέα από την περιφέρεια. Όχι μόνον από πόλεις που είχαν ομάδες σε Α’ και Β’ Εθνική αλλά και σε περιοχές με ομάδες Γ’ και Δ’ Εθνικής. Πολλές φορές παρουσίασαν και τα τοπικά ερασιτεχνικά πρωταθλήματα. Γι’ αυτό η κάθε αθηναϊκή αθλητική εφημερίδα είχε μεγάλο δίκτυο ανταποκριτών σε πόλεις και κωμοπόλεις των νομών της περιφέρειας. Αλλά και οι πολιτικές εφημερίδες, επειδή είχαν πολυσέλιδα αθλητικά ένθετα τις Δευτέρες, πέρα από το δίκτυο των πολιτικών ανταποκριτών, είχαν στην επαρχία και αθλητικούς ανταποκριτές, ειδικά στις πρωτεύουσες των νομών που είχαν ομάδες στην Α’ Εθνική. Λίγοι ανταποκριτές ήταν επαγγελματίες δημοσιογράφοι. Ούτε οι εφημερίδες μπορούσαν να διατηρήσουν επαγγελματικά εκατοντάδες ανταποκριτές που είχαν σε κάθε πόλη και χωριό, αλλά και τα μέσα ενημέρωσης της περιφέρειας, με εξαίρεση κάποιες μεγαλουπόλεις, δεν έδιναν τη δυνατότητα σε κάποιον να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά ως αθλητικός συντάκτης. Όμως και όσοι δεν ήταν επαγγελματίες προσπαθούσαν να ανταποκριθούν στον ρόλο του ανταποκριτή και να εξυπηρετήσουν τις εφημερίδες, προβάλλοντας παράλληλα και τις ομάδες του τόπου τους. Αυτή ήταν η ηθική ανταμοιβή τους. Υπήρξαν και θλιβερές μεμονωμένες εξαιρέσεις, όπου ανταποκριτές συμπεριφέρονταν ως κακοί φίλαθλοι προσπαθώντας να κάνουν το άσπρο μαύρο με τη λανθασμένη νοοτροπία ότι έτσι στηρίζουν τις ομάδες τους. Άλλοι πάλι δημιουργούσαν προβλήματα στις συνεντεύξεις Τύπου αν δεν τους άρεσε κάτι που έλεγε ο αντίπαλος προπονητής ή ποδοσφαιριστής.

Ο Γιάτσεκ Γκμοχ το 1980 με τοπικούς ανταποκριτές. Διακρίνονται από αριστερά ο Βασίλειος Μάντζιος, ο διερμηνέας Αλ. Καφαντάρης, ο Κώστας Κράβαρης και οι Βαγγέλης Λέκκος, Γιώργος Κυρούσης

Πολλές φορές οι αθλητικές εφημερίδες είχαν αγγελίες που ζητούσαν ανταποκριτές σε επαρχιακές πόλεις, ακόμη και κωμοπόλεις αν είχαν ομάδες στη Δ’ Εθνική. Από αυτές τις αγγελίες κάποιοι ξεκίνησαν ως ανταποκριτές, κάνοντας στη συνέχεια λαμπρή επαγγελματική καριέρα στον χώρο της δημοσιογραφίας. Αλλά και όταν οι εφημερίδες ήθελαν να επικοινωνήσουν με τους ανταποκριτές, για να τους δώσουν κάποιες οδηγίες, πάλι αυτό γινόταν με ανακοινώσεις από τις στήλες τους. Ήταν αδύνατον να επικοινωνήσουν με τον καθένα χωριστά. Κυρίως παραμονές γιορτών ή αργιών ειδοποιούσαν τους ανταποκριτές να στείλουν νωρίς τις ανταποκρίσεις ή αν δεν είχε έκδοση την επόμενη μέρα των αγώνων κάποια εφημερίδα ειδοποιούσε πότε θα έπρεπε να τηλεφωνήσουν για να δώσουν τα παιχνίδια. Στον κάθε ανταποκριτή έδιναν μια δημοσιογραφική ταυτότητα με την υπογραφή του διευθυντή ή του υπεύθυνου για την περιφέρεια. Πιστοποιούσαν κατά κάποιον τρόπο ότι ο εικονιζόμενος είναι ανταποκριτής της εφημερίδας με τη σημείωση «παρακαλούνται αι αρχαί όπως παρέχουσι κάθε διευκόλυνσιν εις το έργο του». Με την ταυτότητα αυτήν οι ανταποκριτές είχαν δωρεάν είσοδο στο γήπεδο αλλά και πρόσβαση στα αποδυτήρια των διαιτητών για να πάρουν τις συνθέσεις ή στο τέλος να ρωτήσουν κάτι ή να πάρουν δηλώσεις, όπως και τον αριθμό των εισιτηρίων και των εισπράξεων. Το έργο των ανταποκριτών ήταν πολύτιμο για κάθε εφημερίδα. Οι παλαιότεροι αρχισυντάκτες και συντάκτες ξέρουν καλά τι εννοούμε. Σε εποχές όπου δεν υπήρχαν τηλεοπτικές μεταδόσεις, δεν υπήρχαν τα ιδιωτικά κανάλια, δεν υπήρχε διαδίκτυο ούτε κινητή τηλεφωνία, δεν υπήρχαν τα σάιτ, πώς θα μπορούσαν οι εφημερίδες να καλύψουν δεκάδες αγώνες της περιφέρειας; Ήταν σχεδόν αδύνατον. Γι’ αυτό φρόντιζαν τουλάχιστον σε μεγάλες πόλεις να έχουν ανταποκριτές, είτε επαγγελματίες είτε άλλους συνεπείς ανθρώπους, για να καλύπτουν τα γεγονότα.

Οι ανταποκρίσεις δίνονταν τηλεφωνικά. Η κάθε εφημερίδα είχε επιφορτισμένους συντάκτες για να παίρνουν τις ανταποκρίσεις από την περιφέρεια. Μέχρι και τη δεκαετία του ’80 σε πολλές περιοχές το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο του ΟΤΕ ήταν προβληματικό. Υπήρχαν πόλεις που έκαναν αιτήσεις οι πολίτες για να βάλουν σταθερά τηλέφωνα στα σπίτια τους και περίμεναν πέντε με δέκα χρόνια μέχρι να πάρουν σειρά. Θα έπρεπε κάποιος να είναι γιατρός για να πάρει τηλέφωνο κατ’ εξαίρεση. Όσοι ανταποκριτές είχαν τηλέφωνα στα σπίτια τους ή πήγαιναν στα γραφεία των εφημερίδων που συνεργάζονταν κουράζονταν λιγότερο. Κάποια στιγμή θα τους καλούσαν από την εφημερίδα για την ανταπόκριση. Όσοι δεν είχαν σταθερά τηλέφωνα έπρεπε αναγκαστικά να επισκεφθούν τις υπηρεσίες του ΟΤΕ και να μιλήσουν από εκεί στις εφημερίδες μέσω ειδικής συνδιάλεξης. Τότε τα γραφεία του ΟΤΕ σε κάθε πόλη λειτουργούσαν μέχρι αργά το βράδυ. Είχαν αίθουσα αναμονής με τηλεφωνικούς καταλόγους και ειδικούς θαλάμους όπου πήγαινε ο κάθε πολίτης, τηλεφωνούσε και στη συνέχεια περνούσε από το ταμείο και πλήρωνε το αντίτιμο σύμφωνα με τον χρόνο ομιλίας που καταγραφόταν από ειδικό μετρητή που είχε μπροστά του ο αρμόδιος υπάλληλος. Άφηναν ελεύθερο έναν θάλαμο που ήταν μόνο για συνδιαλέξεις.
Ο ανταποκριτής πήγαινε στα γραφεία του ΟΤΕ, συμπλήρωνε ένα έντυπο με τα στοιχεία του, το όνομα και το τηλέφωνο της εφημερίδας με την ένδειξη «πληρωτέα του Τύπου». Ο αρμόδιος υπάλληλος μεταβίβαζε το έντυπο στις τηλεφωνήτριες του ΟΤΕ που ήταν σε έναν άλλον ξεχωριστό χώρο. Οι τηλεφωνήτριες καλούσαν το τηλεφωνικό κέντρο της εφημερίδας και ρωτούσαν αν η εφημερίδα δέχεται με δική της χρέωση να μιλήσει με τον ανταποκριτή της. Παίρνοντας θετική απάντηση, οι τηλεφωνήτριες συνέδεαν τη γραμμή με τον ελεύθερο θάλαμο που ήταν για τις συνδιαλέξεις στην αίθουσα αναμονής και μέσω μεγαφώνου καλούσαν τον ανταποκριτή να πάει στον θάλαμο τάδε (ήταν αριθμημένοι) και να μιλήσει. Η διαδικασία αυτή ήταν χρονοβόρος.

Ο Νίκος Κακαϊδής ανταποκριτής του «ΦΩΤΟΣ» αρχές δεκαετίας του ‘70

Δεν ήταν εκσυγχρονισμένο το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο στην περιφέρεια και τα τηλεφωνικά κέντρα των εφημερίδων δεν είχαν και πολλές γραμμές. Τα βράδια των Κυριακών γινόταν πανικός. Έπεφταν λίγη ώρα μετά τα παιχνίδια όλοι οι ανταποκριτές της επαρχίας για να δώσουν τις ανταποκρίσεις τους και άντε να βγάλει η τηλεφωνήτρια γραμμή για την Αθήνα. Όσοι είχαν να καλύψουν αγώνες Α’ Εθνικής, όπου έπρεπε να περιμένουν για δηλώσεις και την εκκαθάριση των εισιτηρίων για να μάθουν τον αριθμό εισιτηρίων και εισπράξεων, έπεφταν στην περίπτωση. Οι ώρες αναμονής στον ΟΤΕ ήταν πολλές. Το ίδιο και σε ημέρες γιορτών όπου ο κόσμος πήγαινε για να στείλει τηλεφωνικά τις ευχές σε εορτάζοντες. Επικρατούσε συνωστισμός, το δίκτυο ήταν φορτωμένο και δεν έβγαιναν εύκολα οι υπεραστικές κλήσεις. Μεγάλη η ταλαιπωρία. Ποιος όμως λογάριαζε την ταλαιπωρία γνωρίζοντας ότι αύριο όλοι οι κάτοικοι της πόλης του θα διάβαζαν την ανταπόκριση με το δικό του όνομα! Μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος, όπως λέει και η παροιμία; Όταν ήταν υπερφορτωμένες οι γραμμές, ακούγονταν παράσιτα. Άντε να δώσεις στον συνάδελφο στην Αθήνα τις συνθέσεις αγώνα Δ’ Εθνικής κατηγορίας όπου του ήταν άγνωστα τα ονόματα των 22 ποδοσφαιριστών. Σε δύσκολα επώνυμα λέγαμε ένα ένα τα γράμματα. Παρ’ όλα αυτά γίνονταν και λάθη, ακόμα και σε αγώνες Α’ και Β’ Εθνικής που ήταν λίγο πολύ γνωστά τα ονόματα των ποδοσφαιριστών.

Πώς έδιναν τις ανταποκρίσεις

Με αγγελίες οι εφημερίδες ζητούσαν παλιά ανταποκριτές

Οι ανταποκρίσεις ήταν κατά κανόνα τηλεφωνικές. Αργότερα βγήκαν τα φαξ. Υπήρχε το τηλέτυπο που είχαν και οι τοπικές εφημερίδες για να παίρνουν τα τηλεγραφήματα από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, αλλά δεν ήταν δυνατόν να σταλούν ανταποκρίσεις μέσω ΟΤΕ με τηλέτυπο. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’70 η «Ελευθεροτυπία» είχε δώσει ειδικά δελτία στους ανταποκριτές της για να στέλνουν μέσω ΟΤΕ με τηλέτυπο κάποια θέματα, αλλά και πάλι υπήρχε δυσλειτουργία. Οι ανταποκριτές έδιναν τους αγώνες τηλεφωνικά. Συνθέσεις, διαιτητές, κάρτες, αποβολές, γκολ, φάσεις, διακριθέντες, μορφή αγώνα, εισιτήρια, εισπράξεις, παραλειπόμενα. Οι συντάκτες που έπαιρναν τις ανταποκρίσεις έγραφαν στη συνέχεια τα παιχνίδια με το όνομα του ανταποκριτή. Δεν έλειπαν και οι παρεξηγήσεις, αν από παρανόηση ή από κακή τηλεφωνική λήψη της ανταπόκρισης δεν αποδιδόταν σωστά το παιχνίδι, εκθέτοντας έτσι τον ανταποκριτή στην κοινή γνώμη της περιοχής του. Μόνο στο συγκρότημα Βελλίδη στη Θεσσαλονίκη οι ανταποκριτές έδιναν τις ανταποκρίσεις σε μαγνητόφωνα για τις εφημερίδες «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη», όπως έγραφαν αυτοί τον αγώνα.
Πέρα από την ειδησεογραφία και τους αγώνες, όσοι ανταποκριτές έκαναν και άλλα θέματα, συνεντεύξεις, έρευνες κ.λπ. έστελναν τις ανταποκρίσεις ταχυδρομικά και δημοσιεύονταν μετά από κάποιες ημέρες, αφού δεν ήταν θέματα της άμεσης επικαιρότητας. Σε κάποια μεγάλα γεγονότα, όπως σεισμοί, τροχαία δυστυχήματα, εγκλήματα κ.λπ., οι ανταποκριτές των πολιτικών φύλλων έστελναν φωτογραφίες ή φιλμ με τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ και όπου υπήρχαν αεροδρόμια με το αεροπλάνο της γραμμής. Οι εφημερίδες έστελναν υπαλλήλους τους στα σταθμαρχεία και στα αεροδρόμια για την παραλαβή του υλικού. Τα παιχνίδια των μεγάλων ομάδων στην επαρχία καλύπτονταν με τηλεφωτογραφίες, αλλά πλούσιο φωτογραφικό υλικό είχαν οι αθλητικές εφημερίδες στο φύλλο της Τρίτης.

Δύσκολο το έργο των ανταποκριτών

Ο γνωστός φωτορεπόρτερ των Ιωαννίνων Βαγγέλης Σταμούλης

Το έργο των ανταποκριτών δεν ήταν εύκολο. Πολλές φορές εισέπρατταν αντιδράσεις από τον φίλαθλο κόσμο με τον οποίο βρίσκονταν σε άμεση επαφή. Στις κλειστές κοινωνίες της επαρχίας λίγο πολύ όλοι είναι γνωστοί. Οι ανταποκριτές ήταν επώνυμα πρόσωπα. Σε αμφισβητούμενες φάσεις, όπου δεν υπήρχε βίντεο επαλήθευσης και τηλεοπτική λήψη, ο κόσμος ήθελε από τον ανταποκριτή να πάρει το μέρος της τοπικής ομάδας. Από κάποιους θερμόαιμους δεχθήκαμε και ύβρεις, όταν η κριτική στην εφημερίδα δεν μιλούσε για… σφαγή της τοπικής ομάδας αλλά απέδιδε την πραγματικότητα. Υπήρχε μόνο η «Αθλητική Κυριακή» που έδειχνε στιγμιότυπα από κάποια παιχνίδια και από μία κάμερα στο κέντρο. Σε δύσκολη θέση βρεθήκαμε προσωπικά και σε περιπτώσεις επεισοδίων. Υπήρχε η απαίτηση από κάποιους να μη γραφούν για να μην εκτεθεί η τοπική ομάδα και αντιμετωπίσει κίνδυνο τιμωρίας. Την επόμενη μέρα θα έπρεπε να πάει στην προπόνηση για το ρεπορτάζ της ημέρας και εκεί τα άκουγε ακόμη και από παράγοντες, αν κάποιο δημοσίευμα δεν ήταν αρεστό. Πιστεύουμε ότι κι άλλοι συνάδελφοι ανταποκριτές άλλων πόλεων θα έχουν να πουν τέτοιες ιστορίες.

Κάπως έτσι λειτουργούσαν και οι πολιτικές εφημερίδες. Είχαν οργανωμένα επαρχιακά τμήματα με έμπειρους συντάκτες που ήταν σε άμεση επαφή και συνεργασία με τους ανταποκριτές της περιφέρειας. Ο αείμνηστος Χρήστος Πασαλάρης στο βιβλίο του «Μια ζωή τίτλοι» γράφει για τους ανταποκριτές: «Ο ανταποκριτής μεταδίδει κάθε μέρα τις ειδήσεις του τηλεφωνικώς ή με το τέλεξ. Συχνά στέλνει με το ταχυδρομείο έρευνες γενικού ενδιαφέροντος, πάνω σε συγκεκριμένα θέματα της περιοχής του. Η δουλειά του είναι πολύ ενδιαφέρουσα και αρκετοί δημοσιογράφοι, που άρχισαν τη σταδιοδρομία τους ως ανταποκριτές αθηναϊκών εφημερίδων, έφτασαν στα υψηλότερα σκαλοπάτια του επαγγέλματος. Για τον ανταποκριτή ισχύουν οι ίδιοι κανόνες με τους ρεπόρτερ. Ειδικότερα όμως ισχύουν και μερικές ακόμη οδηγίες όπως:
-Μην αφήνεις ποτέ τα προσωπικά σου αισθήματα να επηρεάσουν την εκλογή των ειδήσεων. Μην έχεις την εντύπωση ότι η πόλη σου είναι ο ομφαλός της Ελλάδας.
-Αν κάποια είδησή του πληγώνει κάποιον, φρόντισε να την αποδώσεις στην επίσημη πηγή. Στην πόλη σου όλοι σε γνωρίζουν. Έχεις ανάγκη από φίλους, όχι εχθρούς.
-Μην υπερβάλλεις στις περιγραφές σου, μη δίνεις την εντύπωση ότι η περιοχή σου είναι “σφαγείο” και “διαφθορείο” γράφοντας μόνο για εγκλήματα, ναρκωτικά, βιασμούς και ανωμαλίες». Οι συμβουλές του μεγάλου δασκάλου της δημοσιογραφίας Χρήστου Πασαλάρη ταιριάζουν και για τους αθλητικούς ανταποκριτές σε αναγωγή με τη δική τους θεματολογία.

Ο Νίκος Τσόλης διετέλεσε ανταποκριτής στις εφημερίδες «Αθλητική Ηχώ» και «Ώρα για σπορ»

Το άνοιγμα του «ΦΩΤΟΣ» στην περιφέρεια

Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει και στην αθλητική δημοσιογραφία με την εξέλιξη της τεχνολογίας. Όλα όσα αναφέραμε παραπάνω, που είναι προσωπικές εμπειρίες του υπογράφοντος, μοιάζουν ως παραμύθι στους νεότερους. Όμως έτσι δινόταν ο δύσκολος αγώνας της ενημέρωσης. Αγώνας σκληρός που απαιτούσε τρέξιμο, επιμονή και γερό στομάχι. Οι ανταποκριτές ήταν ένα δυναμικό κομμάτι στον μηχανισμό της ενημέρωσης. Ακόμη και το μονόστηλο ενός αγώνα και της πλέον απομακρυσμένης περιοχής είχε τη δική του αξία και ας «πνιγόταν» από τα άλλα μεγάλα θέματα. Οι κάτοικοι της περιοχής περίμεναν πώς και πώς την εφημερίδα για να διαβάσουν για την ομάδα τους. Η μοναδική πηγή ενημέρωσης ήταν οι εφημερίδες. Αλλά και οι αναγνώστες που ζούσαν στην Αθήνα, προερχόμενοι από την επαρχία οι περισσότεροι, πέρα από τα μεγάλα θέματα, ήθελαν πολύ να διαβάσουν και για την ομάδα του χωριού τους, του τόπου καταγωγής τους. Το «ΦΩΣ» ανέκαθεν έδινε μεγάλη βαρύτητα στην επαρχία και είχε σε περίοπτη θέση τους ανταποκριτές. Η πρώτη εφημερίδα, ίσως και απ’ όλο τον ελληνικό Τύπο, που έδωσε από παλιά στήλες στους ανταποκριτές, όπως καλή ώρα και η δική μας, για να αναδεικνύουν θέματα της περιοχής τους.

Οι Γιαννιώτες ανταποκριτές

Ο αείμνηστος Βαγγέλης Λέκκος υπήρξε για πολλά χρόνια ανταποκριτής αθλητικών και πολιτικών εφημερίδων

Κλείνοντας, θα μνημονεύσουμε και όσους εθήτευσαν ως ανταποκριτές των αθλητικών εφημερίδων στα Γιάννινα. Στο «ΦΩΣ» ήταν οι Γιώργος Δαβαρτσίκης, Νίκος Κακαϊδής, Γιώργος Κυρούσης, Ντίνος Αγγελόπουλος, Βαγγέλης Σακελλαρίδης και ο υπογράφων. Στην «Αθλητική Ηχώ» οι Αναστάσιος Φιλίππου, Γ. Μπαλτογιάννης, Γιώργος Φαρμάκης, Γ. Καραμήτσος, Κώστας Κράβαρης, Λάκης Στεργίου, Βασίλης Μάντζιος, Νίκος Τσόλης, Χρήστος Μεντής, Πάνος Κέτσος, Ξανθή Ματσή, Βαγγέλης Σαίνης, Κώστας Σιόντης, Κώστας Ζαβογιάννης. Στον «Φίλαθλο» οι Βαγγέλης Λέκκος, Χρήστος Μεντής. Στη «Sportime» από την αρχή μέχρι το τέλος ο Βαγγέλης Λέκκος. Στη «Sportday» ο Γιάννης Γιαννάκης. Στο «Goal» ο Σπύρος Χανδόλιας και ο Νίκος Σκούμπος. Στην «Εξέδρα» ο υπογράφων. Στα αθλητικά τμήματα των πολιτικών εφημερίδων ο Βαγγέλης Λέκκος ήταν στον «Ελεύθερο Τύπο» και στο «Έθνος», ο Βασίλης Μπίτας στην «Ελευθεροτυπία», ο υπογράφων στα «Νέα» και στην «Απογευματινή». Γνώριμο πρόσωπο των ΜΜΕ ήταν και ο επί σειρά ετών φωτορεπόρτερ Βαγγέλης Σταμούλης που εξυπηρετούσε τις τοπικές αλλά και αθηναϊκές εφημερίδες. Ό,τι φωτογραφικό υλικό σώζεται από το παρελθόν κατά μεγάλο ποσοστό είναι από τον φακό του Βαγγέλη Σταμούλη.