«Χαστούκι» στο CAS από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τι αλλάζει...
H υπόθεση μιας αθλήτριας του πατινάζ που βρέθηκε ντοπαρισμένη όπως και ο Αντριάν Μούτου που λόγω Τσέλσι κατηγόρησε το Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο για μεροληψία.
Μια ιδιαίτερα σημαντική νομικά απόφαση εξέδωσε σήμερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Απόφαση, η οποία αλλάζει τα δεδομένα όσον αφορά το Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο(CAS) καθώς από εδώ και στο εξής, οι δίκες από αυτό θα πρέπει να έχουν δημόσιο χαρακτήρα.
Μέχρι τώρα αυτό δεν ίσχυε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε ότι το CAS, παραβιάζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη όταν δεν εκδικάζει τις υποθέσεις δημόσια.
Ολυμπιακός: Κινήσεις επίθεσης από την αρχή χωρίς τέλος
Η απόφαση βγήκε με αφορμή την υπόθεση της αθλήτριας του πατινάζ Claudia Pechstein. Η αθλήτρια είχε βρεθεί ντοπαρισμένη τον Φεβρουάριο του 2009 και της επιβλήθηκε διετής αποκλεισμός. Προσέφυγε μαζί με τη Γερμανική Ομοσπονδία στο CAS, το οποίο σε μη δημόσια συνεδρίαση -παρά το αντίθετο αίτημα της αθλήτριας- επιβεβαίωσε την ποινή. Σήμερα όμως, το Ευρωπαϊκό δικαστήριο απεφάνθη ότι «οι αρχές σχετικά με τον δημόσιο χαρακτήρα των ακροάσεων σε αστικές υποθέσεις ισχύουν για τα κοινά δικαστήρια και τα επαγγελματικά πειθαρχικά όργανα. Πράγματι, η κ. Pechstein ζήτησε ρητά να διεξαχθεί δημόσια ακρόαση ενώπιον του CAS. Ομοίως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα της ουσίας της κυρώσεως που της επιβλήθηκε για το ντόπινγκ, το οποίο συζητήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, απαιτούσε ακρόαση που θα υπόκειτο σε δημόσιο έλεγχο.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 λόγω του μη δημόσιου χαρακτήρα της διαδικασίας ενώπιον του CAS».
Οασον αφορά την υπόθεση του Αντριάν Μούτου βρέθηκε ντοπαρισμένος - ίχνη κοκκαΐνης- το 2004 όταν αγωνιζόταν στην Τσέλσι. Η ομάδα προχώρησε σε διακοπή συμβολαίου, και κατόπιν δικαστικών ενεργειών κέρδισε την καταβολή αποζημίωσης -17 εκ. ευρώ- από τον ποδοσφαιριστή.
Ο Μούτου προσέφυγε στο CAS, το οποίο απέρριψε την έφεση του και εν συνεχεία, ο Ρουμάνος ποδοσφαιριστής προσέφυγε ενώπιον του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου όπου σχυρίστηκε ότι το CAS δεν ήταν ανεξάρτητο ούτε αμερόληπτο.
Ο Μούτου βασίστηκε μεταξύ άλλων σε ανώνυμο ηλεκτρονικό μήνυμα που ανέφερε ότι ένας από τους δικαστές του εν λόγω δικαστηρίου, ο κ. D.-R. Μ., ήταν συνεργάτης σε μια δικηγορική εταιρεία η οποία εκπροσωπούσε τα συμφέροντα του ιδιοκτήτη της Τσέλσι, αλλά δεν δικαιώθηκε.
Διαβάστε εδώ την απόφαση όπως δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα echrcaselaw.com:
To Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο(CAS), παραβιάζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη όταν δεν εκδικάζει τις υποθέσεις δημόσια.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Mutu και Pechstein κατά Ελβετίας της 02.10.2018 (αρ. προσφ. 40575/10 και 67474/10)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο (CAS) και νομιμότητα των διαδικασιών σχετικά με τους επαγγελματίες αθλητές. Καταγγελίες αθλητών, οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε ελέγχους αντιντόπινγκ και είχαν βρεθεί θετικοί, ότι το CAS δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο και ότι δεν διεξήχθη δημόσια ακρόαση ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου της ISU, του CASή του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαδικασία διαιτησίας ενώπιον τουCAS, στην οποία είχαν συμμετάσχει οι προσφεύγοντες, απαιτούσε να πληρούνται όλες οι εγγυήσεις για δίκαιη ακρόαση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι θα έπρεπε να είχε λάβει χώρα ακρόαση της δεύτερης προσφεύγουσας ενώπιον του CAS, υποκείμενη σε κοινό λεπτομερή έλεγχο, πριν της επιβληθεί οιαδήποτε κύρωση για το ντόπινγκ. Παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη για έλλειψη δημόσιας ακρόασης ενώπιον του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου (CAS). Οι ισχυρισμοί της δεύτερης προσφεύγουσας σχετικά με την έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του CAS, όπως και οι καταγγελίες του πρώτου προσφεύγοντος σχετικά με την αμεροληψία ορισμένων διαιτητών, απορρίφθηκαν.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι ένας Ρουμάνος υπήκοος (AdrianMutu), ο οποίος γεννήθηκε το 1979 και μία Γερμανίδα (Claudia Pechstein), η οποία γεννήθηκε το 1972. Η υπόθεση αφορά τη νομιμότητα διαδικασιών σχετικά με επαγγελματίες αθλητές ενώπιον του Αθλητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου (CAS), που εδρεύει στην Ελβετία.
Τον Αύγουστο του 2003 ο κ. Mutu, επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, μεταφέρθηκε από τον ιταλικό σύλλογο Πάρμα στη Τσέλσι για συνολικά 26 εκατομμύρια ευρώ. Τον Οκτώβριο του 2004, η Αγγλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία πραγματοποίησε ελέγχους κατά του ντόπινγκ που ανέδειξαν ίχνη κοκαΐνης στο δείγμα αίματος που έδωσε ο κ. Mutu. Η Τσέλσι κατά συνέπεια, τερμάτισε το συμβόλαιο του μαζί του.
Τον Απρίλιο του 2005 η Δευτεροβάθμια Επιτροπή της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (FAPLAC), στην οποία ο ποδοσφαιριστής και ο σύλλογος είχαν προσφύγει, αποφάνθηκε ότι υπήρξε μονομερής παραβίαση του συμβολαίου «χωρίς εύλογη αιτία» από μέρους του ποδοσφαιριστή. Άσκησε έφεση ενώπιον του CAS, το οποίο επικύρωσε την απόφαση αυτή.
Τον Μάιο του 2006, ο όμιλος άσκησε αγωγή αποζημίωσης ενώπιον της Διεύθυνσης Διαφορών της Διεθνούς ΟμοσπονδίαςΠοδοσφαίρου (FIFA). Καταδίκασε τον κ. Mutu να καταβάλει στον ποδοσφαιρικό όμιλο περισσότερα από 17 εκατομμύρια ευρώ.
Τον Ιούλιο του 2009, το CAS απέρριψε την έφεση του κ. Mutu. Τον Σεπτέμβριο του 2009 προσέφυγε ενώπιον του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου (στο εξής: Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) ζητώντας την ακύρωση της απόφασης CAS. Ισχυρίστηκε ότι το Διαιτητικό Δικαστήριο δεν ήταν ούτε ανεξάρτητο ούτε αμερόληπτο. Ο κ. Mutu βασίστηκε σε ανώνυμο ηλεκτρονικό μήνυμα που ανέφερε ότι ένας από τους δικαστές του εν λόγω δικαστηρίου, ο κ. D.-R. Μ., ήταν συνεργάτης σε μια δικηγορική εταιρεία η οποία εκπροσωπούσε τα συμφέροντα του ιδιοκτήτη της Τσέλσι, καθώς και το γεγονός ότι ένας άλλος δικαστής, ο L.F., είχε προηγουμένως εκδικάσειτην ίδια υπόθεσηπου αφορούσε παραβιάσεις του συμβολαίου και είχε κρίνει την έλλειψη «εύλογης αιτίας» για παράβαση του συμβολαίου. Τον Ιούνιο του 2010 το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο αποφάσισε ότι η σύνθεση του Διαιτητικού Δικαστηρίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν «ανεξάρτητη και αμερόληπτη» και απέρριψε ως εκ τούτου την προσφυγή του προσφεύγοντος.
Η κα Pechstein είναι αθλήτρια πατινάζ ταχύτητας. Τον Φεβρουάριο του 2009 όλοι οι αθλητές, οι οποίοι είχαν δηλώσει συμμετοχή για το παγκόσμιο πρωτάθλημα ταχύτητας υποβάλλονταν σε ελέγχους αντιντόπινγκ. Μετά από ανάλυση του αίματος της προσφεύγουσας, το πειθαρχικό συμβούλιο της ISU της επέβαλε αναστολή για δύο χρόνια. Τον Ιούλιο του 2009 η ίδια και η γερμανική ομοσπονδία DESG άσκησαν έφεση ενώπιον του CAS εναντίον αυτής της απόφασης.
Η ακρόαση διεξήχθη σε μη δημόσια συνεδρίαση, παρά το αίτημα της κας Pechstein να διεξαχθεί δημόσια. Τον Νοέμβριο του 2009, η CAS επιβεβαίωσε τη διετή αναστολή. Τον Δεκέμβριο του 2009, η κα Pechstein υπέβαλε στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο αίτηση ακύρωσης της απόφασης που εξέδωσε η CAS. Ισχυρίστηκε ότι η τελευταία δεν ήταν «ανεξάρτητο και αμερόληπτο» δικαστήριο λόγω του τρόπου διορισμού των δικαστών, της «σκληρής γραμμής» κατά του ντόπινγκ που υιοθέτησε ο Πρόεδρός της και της άρνησής της να επιτρέψει η ακρόασή της να διεξαχθεί δημοσίως. Τον Φεβρουάριο του 2010, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα δίκαιης δίκης), οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το CAS δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Η δεύτερη προσφεύγουσα προσάπτει ότι δεν διεξήχθη δημόσια ακρόαση ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου της ISU, της CAS ή του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, παρά το ρητό αίτημά της προς το σκοπό αυτό.
Επικαλούμενοι το άρθρο 4 § 1 (απαγόρευση της δουλείας και της καταναγκαστικής εργασίας) και το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας), ο πρώτος προσφεύγων καταγγέλλει την επιβολή χρηματικού ποσού που έπρεπε να καταβάλει στη Τσέλσι.
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Άρθρο 6 § 1
Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν εμπόδισε την σύσταση δικαστηρίων διαιτησίας προκειμένου να αποφανθούν σχετικά με ορισμένες διαφορές μεταξύ ιδιωτών. Κατ'αρχήν, οι ρήτρες διαιτησίας δεν έρχονται σε αντίθεση με τη Σύμβαση. Εντούτοις, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον οι προσφεύγοντες παραιτήθηκαν ελεύθερα, νόμιμα και με σαφήνεια από τα δικαιώματά τους από τις εγγυήσεις που προβλέπει το άρθρο 6 § 1, αναγνωρίζοντας τη δικαιοδοσία της CAS. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά την M. Pechstein, η αποδοχή της αρμοδιότητας της CAS δεν είχε δοθεί ελεύθερα, δεδομένου ότι η μόνη επιλογή που της είχε παρασχεθεί ήταν είτε να αποδεχθεί τη ρήτρα διαιτησίας και να κερδίζει τα προς το ζην, ασκώντας το άθλημα της σε επαγγελματικό επίπεδο είτε να αρνηθεί τη ρήτρα και να υποχρεωθεί να παραιτηθεί τελείως από τις αθλητικές δραστηριότητες. Όσον αφορά τον κ. Mutu, ενώ δεν αναγκάστηκε να δεχθεί τη δικαιοδοσία του CAS, δεν είχε ωστόσο παραιτηθεί κατά τρόπο ρητό από το δικαίωμα να εξεταστεί η υπόθεσή του από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, διότι είχε ζητήσει την απόσυρση του δικαστή που επέλεξε η Τσέλσι.
Επομένως, το Δικαστήριο έπρεπε να εξακριβώσει αν το CAS ήταν «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που θεσπίστηκε με το νόμο» κατά τον χρόνο που αποφάνθηκε επί των υποθέσεων των προσφευγόντων.
Το CAS είχε πλήρη δικαιοδοσία να εξετάζει, βάσει νομικών κανόνων και μετά από διαδικασίες που έχουν διεξαχθεί με συγκεκριμένο τρόπο, κάθε θέμα που του υποβάλλονταν στο πλαίσιο διαφορών. Επιπλέον, οι αποφάσεις του παρείχαν λύση δικαστικού τύπου. Επιπλέον, θα μπορούσε να ασκηθεί έφεση εναντίον των εν λόγω αποφάσεων ενώπιον του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου. Τέλος, το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο είχε πάντα θεωρήσει τις αποφάσεις CAS ως «γνήσιες αποφάσεις παρόμοιες με εκείνες ενός κρατικού δικαστηρίου». Επομένως, το CAS μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο που θεσπίστηκε με νόμο».
Στην περίπτωση της κ. Pechstein, οι καταγγελίες κατά του Προέδρου του διαιτητικού δικαστηρίου ήταν υπερβολικά αόριστες και υποθετικές.
Όσον αφορά την έλλειψη ισορροπίας μεταξύ των ομοσπονδιών και των αθλητών στο μηχανισμό επιλογής διαιτητών/δικαστών, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η ομάδα διαιτησίας στην παρούσα υπόθεση απαρτίζεται από τρεις διαιτητές/δικαστές που επιλέχθηκαν από έναν κατάλογο που καταρτίστηκε από το Διεθνές Συμβούλιο Διαιτησίας για τον Αθλητισμό ("ICAS").
Επομένως, η δυνατότητα της S. Pechstein να επιλέξει τον διαιτητή/δικαστή της επιλογής της περιοριζόταν από την υποχρέωση να επιλέξει κάποιον από αυτόν τον κατάλογο. Την εποχή εκείνη όμως ο κατάλογος είχε σχεδόν 300 ονόματα. Η κα Pechstein δεν είχε υποβάλει πραγματικά στοιχεία ικανά να θέσουν εν γένει υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των διαιτητών που περιλαμβάνονται στον κατάλογο. Ακόμη και όσον αφορά τη σύνθεση της επιτροπής διαιτησίας που είχε αποφανθεί επί της υπόθεσης της, είχε αμφισβητήσει μόνο έναν διαιτητή/δικαστή, τον Πρόεδρο της ομάδας, χωρίς να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι οργανισμοί και ενώσεις που ενδέχεται να εξετάσουν αθλητές στο πλαίσιο των διαφορών ενώπιον του CAS ασκούσαν πραγματική επιρροή στον μηχανισμό επιλογής που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο. Εντούτοις, δεν μπορούσε να καταλήξει, με βάση μόνο αυτή την επιρροή, στο ότι ο κατάλογος αποτελούταν από διαιτητές οι οποίοι δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι για τις οργανώσεις αυτές. Ως εκ τούτου, θεώρησε ότι το σύστημα καταλόγου διαιτητών πληρούσε τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας που ισχύουν για τα διαιτητικά δικαστήρια.
Οι εξουσίες του Γενικού Γραμματέα του CAS με σκοπό να επιστήσει την προσοχή της σύνθεσης του δικαστηρίου σε ζητήματα αρχής και να προβεί σε τυπικές αλλαγές σε μια απόφαση δεν απέδειξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε αλλάξει κατά τρόπο που θα ήταν δυσμενής για την κ. Pechstein.
Από την πλευρά του, ο κ. Mutu είχε επικρίνει το γεγονός ότι ο κ. D.-R.M. ήταν μέλος δικαστηρίου που είχε εκδώσει την απόφαση του Δεκεμβρίου του 2005 πριν συμμετάσχει στην ομάδα που εξέδωσε την απόφαση του Ιουλίου του 2009. Ωστόσο, για να υπάρξει μεροληψία, ο κατηγορούμενος διαιτητής/δικαστής θα έπρεπε να εξετάσει διαδοχικά ταυτόσημα στοιχεία και να σε παρόμοια ερώτηση. Παρόλο που η επίμαχη απόφαση αφορούσε τα ίδια πραγματικά περιστατικά, τα νομικά ζητήματα που έπρεπε να αποφασιστούν και να εξεταστούν ήταν πολύ διαφορετικά, δεδομένου ότι η πρώτη φάση αφορούσε τη συμβατική ευθύνη του προσφεύγοντος και η δεύτερη το ποσό της αποζημίωσης που έπρεπε να καταβληθεί στον ζημιωθέντα.
Ο κ. Mutu είχε επίσης επικρίνει τον διαιτητή L.F. για την σχέση του με το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα του ιδιοκτήτη του ποδοσφαιρικού συλλόγου της Τσέλσι. Σε μια απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση που δεν περιείχε κανένα υπαινιγμό αυθαιρεσίας, το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κ. Mutu δεν είχε τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του. Το Δικαστήριο δεν εντόπισε κανέναν ισχυρό λόγο για να αντικαταστήσει τη δική του άποψη με εκείνη του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων του άρθρου 6 § 1 των προσφευγόντων λόγω έλλειψης ανεξαρτησίας και αμεροληψίας εκ μέρους του CAS.
Όσον αφορά την καταγγελία της κας Pechstein σχετικά με την απουσία δημόσιας ακρόασης ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου της ISU, του CAS και του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου, το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι οι αρχές σχετικά με τον δημόσιο χαρακτήρα των ακροάσεων σε αστικές υποθέσεις ισχύουν για τα κοινά δικαστήρια και τα επαγγελματικά πειθαρχικά όργανα. Πράγματι, η κ. Pechstein ζήτησε ρητά να διεξαχθεί δημόσια ακρόαση ενώπιον του CAS. Ομοίως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα της ουσίας της κυρώσεως που της επιβλήθηκε για το ντόπινγκ, το οποίο συζητήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, απαιτούσε ακρόαση που θα υπόκειτο σε δημόσιο έλεγχο.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 λόγω του μη δημόσιου χαρακτήρα της διαδικασίας ενώπιον του CAS. Το Δικαστήριο θεώρησε περιττό να εξετάσει την αιτίαση του δεύτερου προσφεύγοντος σχετικά με το πειθαρχικό συμβούλιο της ISU, δεδομένου ότι το CAS ήταν το όργανο προσφυγής με πλήρη δικαιοδοσία για την ISU.
Όσον αφορά το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, η διαφορά αφορούσε ιδιαίτερα τεχνικά νομικά ζητήματα για τα οποία δεν ήταν απαραίτητη δημόσια ακρόαση. Ως εκ τούτου, η καταγγελία απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελβετία πρέπει να καταβάλει στη δεύτερη προσφεύγουσα (κα Pechstein) 8. 000 ευρώ για ηθική βλάβη.