Ο Μουρίνιο και ο Πιτίνο

O Κώστας Χαλέμος γράφει στο ΦΩΣ για τα κοινά σημεία στην πρόσληψη των Μουρίνιο και Πιτίνο από Τότεναμ και Παναθηναϊκό.

Ο Μουρίνιο και ο Πιτίνο

O Ζοσέ Μουρίνιο και ο Ρικ Πιτίνο ανακοινώθηκαν την ίδια μέρα -και με ελάχιστη διαφορά ώρας- από την Τότεναμ και τον Παναθηναϊκό αντίστοιχα, ως οι νέοι προπονητές των ομάδων τους. Ο Πορτογάλος διαδεχόμενος στον πάγκο τον Μαουρίτσιο Ποτσετίνο και ο Αμερικανός τον Αργύρη Πεδουλάκη.

Φαινομενικά η μια κίνηση δεν έχει σχέση με την άλλη. Μιλάμε για διαφορετικά σπορ, άλλο το ποδόσφαιρο και άλλο το μπάσκετ. Ούτε καμιά ομοιότητα υπάρχει ανάμεσα στους απολυμένους προπονητές. Ο Ποτσετίνο ήταν πέντε χρόνια στην Τότεναμ ενώ ο Πεδουλάκης μόλις λίγους μήνες στον Παναθηναϊκό.

Ωστόσο, αμφότεροι είχαν την ίδια τύχη. Βρέθηκαν στην πόρτα της εξόδου ύστερα από μια σειρά κακά αποτελέσματα που είχαν το τελευταίο διάστημα. Αντικαταστάθηκαν γιατί έτσι θεώρησαν ο Ντανιέλ Λίβι και ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος ότι θα φέρουν ξανά τις ομάδες τους στο ίσιο δρόμο.

Και ο μεν δεύτερος πήγε στα σίγουρα, επιλέγοντας έναν προπονητή που είχε συνεργαστεί μαζί του πρόσφατα και από τον οποίο είχε καλό δείγμα γραφής, ο δε πρώτος ανέλαβε το ρίσκο να προσλάβει μάνατζερ τον Μουρίνιο ο οποίος έχει πάψει να είναι επιτυχημένος εδώ και αρκετά χρόνια.

Και οι δυο σίγουρα δεν ανακάλυψαν την Αμερική αλλάζοντας προπονητή, παρά ακολούθησαν την πεπατημένη, αυτό που γίνεται πάντα όταν μια ομάδα παίρνει τον κατήφορο και κάθε άλλη προσπάθεια για να φρενάρει έχει πέσει στο κενό…

Είναι σε όλους γνωστό ότι o προπονητής αποτελεί βασικό παράγοντα επιτυχίας σε μια ομάδα, δεδομένου ότι είναι αυτός που προπονεί και καθοδηγεί τους παίκτες, κάνει τις επιλογές για κάθε αγώνα, αποφασίζει την τακτική (και στην περίπτωση των αγγλικών ποδοσφαιρικών ομάδων κάνει και τις μεταγραφές).

Λόγω αυτού ακριβώς του ζωτικού ρόλου, συνηθίζεται η αντικατάστασή του όταν η ομάδα (και η διοίκηση κατ’ επέκταση) βρεθεί σε δύσκολη θέση. Πολύ συχνά η απομάκρυνσή του είναι ένα βολικό εργαλείο για τους παράγοντες, προκειμένου να μεταθέσουν τις δικές τους ευθύνες και να γλυτώσουν –ενδεχόμενως-από την οργή των οπαδών.

Με άλλα λόγια, όταν το πράγμα στραβώνει, οι ίδιοι που εγκωμίαζαν τον προπονητή στις νίκες (ευλογώντας προπαντός τα γένια τους για την επιλογή που έκαναν), με το σκεφτικό «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», αναζητούν στο πρόσωπό του τον αποδιοπομπαίο τράγο για να του φορτώσουν όλα τα κακά.

Τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα έχει παρατηρηθεί ότι η αλλαγή προπονητή επιδρά θετικά στην απόδοση μιας ομάδας γιατί φέρνει έναν φρέσκο άνεμο στο κλαμπ και δίνει σε όλους-παίκτες, διοικούντες, ακόμη και οπαδούς- την ευκαιρία να κάνουν όλοι μαζί μια νέα αρχή.

Ιδιαίτερα οι παίκτες, που είναι αυτοί οι οποίοι με τις εμφανίσεις τους «έφαγαν» τον προηγούμενο, μη έχοντας άλλη πέτρα να κρυφτούν από κάτω, θα υπερβάλουν εαυτούς στο τερέν, γνωρίζοντας ότι τα επόμενα βέλη θα έχουν στόχο τους ίδιους.

Μακροπρόθεσμα ωστόσο δεν έχει αποδειχθεί ότι η αλλαγή προπονητή επενεργεί ευεργετικά σε μια ομάδα… Είναι αλήθεια ότι ο Πιτίνο βελτίωσε την εικόνα του Παναθηναϊκού όταν πήρε τη σκυτάλη από τον Πασκουάλ αλλά στο τέλος απέτυχε να τη στείλει στο φάιναλ-φορ της Ευρωλίγκα.

Και τώρα κλήθηκε να διαχειριστεί πάλι ένα υλικό που δεν επέλεξε αυτός και με αυτό όχι μόνο να πορευτεί αλλά και να φτάσει ως την Κολωνία που θα γίνει το φάιναλ φορ του 2020.

Από την άλλη πλευρά ο Μουρίνιο, που ο τελευταίος τίτλος του ήταν το 2015 (Τσέλσι) κι έκτοτε έχει βιώσει δυο απολύσεις, ανέλαβε την επικίνδυνη αποστολή να σώσει τη χρονιά της Τότεναμ, έχοντας ως σπουδαιότερο ατού του ότι είναι… κάτοικος Λονδίνου. Τώρα, πώς θα ταιριάξει αυτός ο γλεντζές των μεταγραφών με τον σφιχτοχέρη Λέβι, είναι μια άλλη ιστορία…