Στέφανος Μίλεσης: «Ο Πειραιάς έχει άλλη κουλτούρα από την Αθήνα - Η προέλευση της λέξης γάβρος»

Μεγαλωμένος πειραιώτικα, όπως λέει ο ίδιος, ο 59χρονος συγγραφέας δίνει τη δική του λογοτεχνική ματιά για το λιμάνι, την Ιστορία του, τις ταξικές διαφορές και φυσικά τον Ολυμπιακό...

Στέφανος Μίλεσης: «Ο Πειραιάς έχει άλλη κουλτούρα από την Αθήνα - Η προέλευση της λέξης γάβρος»

Συνέντευξη στον ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΕΜΟΝΙΔΗ

Στέφανος Μίλεσης σημαίνει Πειραιάς, ανακαλύπτει από το χρονοντούλαπο ιστορίες της πόλης μέσω του μπλογκ «Πειραιόραμα», αναδεικνύει πρόσωπα και καταστάσεις, γι’ αυτό τον τίμησαν με τον τίτλο του προέδρου της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς. Ένας μοναχικός βίος με φόντο την πόλη στην οποία γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει, με μέλημά του την ανάδειξη της διαφορετικότητας από την Αθήνα. Πιστεύει ότι ο Πειραιάς εγκλωβίστηκε, έψαχνε απελπισμένα διέξοδο και τον βρήκε μέσω του ποδοσφαίρου και του Ολυμπιακού. Έχει και τη λογοτεχνική εκδοχή της λέξης «γάβρος».

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο «ΦΩΣ» στις 8/5/2023

«Γεννήθηκα το 1964 στη Φρεαττύδα, ο πατέρας μου, με καταγωγή από τη Σκύρο, ήταν μηχανικός εμπορικού ναυτικού, αποφοίτησε από τις σχολές Προμηθέας που λέει και το τραγούδι. Καϊκτσήδες οι γονείς του, αλλά έμεινε νωρίς ορφανός και τον έστειλαν να σπουδάσει στον Πειραιά. Νυχτερινός, πήγαινε με τις φόρμες από τα μηχανουργεία, τους έβριζαν, τους καρπαζώνανε, τους εκμεταλλεύονταν. Από τις χειρότερες δουλειές. Η μάνα μου φρεαττυδιώτισσα, ο πατέρας μου μεγάλωσε στα Ταμπούρια. Ναυτική οικογένεια και έχω εκπληκτικές παιδικές αναμνήσεις, με γλέντια στην κατάφυτη με αγιόκλημα αυλή, με καντάδες, τραγούδια, ρετσίνα και γραβατωμένους τους μεγάλους της παρέας. Τελείωσα το Β' Γυμνάσιο Αρρένων στη Βρυώνη, στο Α', στην Ιωνίδειο, πήγαιναν οι σπασίκλες. Στο δικό μου γυμνάσιο πήγαιναν τα παιδιά των ναυτικών, ήταν κοντά σε υδραϊκή γειτονιά, με καπεταναίους, μηχανικούς, και όταν έρχονταν οι γονείς στο σχολείο ήταν μόνο γυναίκες. Και ελάχιστοι Μανιάτες, που δεν ήταν ναυτικοί, δούλευαν στον ΟΛΠ. Όλοι λιμανίσιοι στο σχολείο. Το τραγούδι "Περαία μου με τον Σαρωνικό σου, που έχεις για καμάρι σου τον Ολυμπιακό σου" είναι η ιστορία του πατέρα μου, Παναγιώτη,που πέθανε από καρκίνο στα πνευμόνια, στα 60 χρόνια του. Τον έφαγε η μηχανή».

Ποιο ήταν το πρώτο ερέθισμα για να ασχοληθείς με την Ιστορία του Πειραιά;

Μεγάλωσα πολύ πειραιώτικα. Πήγα με τον πατέρα μου σε ένα μνημόσυνο στην Αναστάσεως για τα θύματα των συμμαχικών βομβαρδισμών το 1944. Τον Πειραιά τον βομβάρδισαν τρεις φορές οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι με πάνω από 1.000 νεκρούς. Την επομένη που πήγα στο σχολείο, ρώτησα γιατί δεν τα μαθαίνουμε αυτά στη σχολική Ιστορία και άκουγα μισόλογα από τους δασκάλους, ενώ ένα παιδί, που ήταν οργανωμένο στο ΚΚΕ, μου είπε ότι το αποκρύπτουν γιατί τους βομβαρδισμούς τούς έκαναν οι σύμμαχοι. Αυτό ήταν και το έναυσμα να ψάξω την Ιστορία του Πειραιά. Ήμουν μικρός τότε, πήγαινα Λύκειο και δεν ασχολήθηκα αμέσως. Ήμουν όμως γεμάτος Πειραιά, πήγαινα για ιστιοπλοΐα, κωπηλασία, μπάσκετ στον Πορφύρα. Ήμουν ρέμπελος και αλώνιζα την πόλη. Είχα εικόνες από όλο τον Πειραιά. Τελικά σπούδασα ναυτιλία, πήγα στα κρουαζιερόπλοια και έγινα οικονομικός αξιωματικός. Σπούδασα διοίκηση επιχειρήσεων με μάστερ στο Μπέρμιγχαμ.

Πρώτη εκδοτική απόπειρα;

Δεν μπορούσα να πλησιάσω στην αρχή τους εκδότες, γιατί δεν με ήξερε κανείς και έπρεπε να πληρώσω για να εκδώσω. Μάζευα όμως πληροφορίες και υλικό από τις τοπικές εφημερίδες, την «Κοινωνική», τη «Φωνή του Πειραιώς», την «Ελληνική Ώρα». Είχε έξι ημερήσιες τοπικές εφημερίδες εκείνη την εποχή.

Τώρα πόσες έχει;

Δύο, την «Κοινωνική» του Καραμπερόπουλου, ημερήσια, όπου αρθρογραφώ, και την εβδομαδιαία «Η Φωνή των Πειραιωτών» που διανέμεται δωρεάν.

Σας γνωρίζει ο κόσμος;

Ο κόσμος με ξέρει ως καταγραφέα της Ιστορίας του Πειραιά και με βοήθησε σε αυτό η τεχνολογία. Μόλις βγήκαν τα μπλογκ, απέκτησε η Ιστορία το 2007 μέσο έκφρασης.

Και ποια είναι η διαφορά σας από τους υπόλοιπους;

Οι πηγές. Όλοι στηρίζονταν σε παλιά βιβλιογραφία και όταν γινόταν ένα λάθος επαναλαμβανόταν διαρκώς. Πήγα σε πρωτογενές υλικό, στις εφημερίδες. Κατασκήνωσα στο Καπνεργοστάσιο, στη βιβλιοθήκη της Βουλής. Διάβαζα λοιπόν όλες τις εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας, την «Ακρόπολη», την «Απογευματινή», τη «Βραδυνή», και σημείωνα οτιδήποτε είχε σχέση με τον Πειραιά. Με τη ναυτιλία, την οικονομία, τα εγκλήματα, το εμπόριο. Έγινε πιο εύκολο το έργο μου όταν ψηφιοποιήθηκε μεγάλο μέρος του έντυπου Τύπου και τα έψαχνα από το γραφείο μου. Στο ψάξιμο κατάλαβα ότι τα βιβλία τα έγραφαν με λάθη. Οι εφημερίδες έλεγαν την αλήθεια. Για παράδειγμα, τα βιβλία έγραφαν για 500 νεκρούς στους συμμαχικούς βομβαρδισμούς και οι εφημερίδες για 2.500. Κι αυτό το έγραφαν όλα τα βιβλία, το ένα αντέγραφε το άλλο. Άρχισα λοιπόν να γράφω την αλήθεια στο μπλογκ μου, το Πειραιόραμα.

Είχατε απήχηση στον Πειραιά;

Όταν ξεκίνησα, μου έλεγαν «ποιος Πειραιάς, μια συνοικία της Αθήνας είμαστε». Δεν ισχύει όμως αυτό, είμαστε μια άλλη πόλη. Όπως είναι η Καλαμάτα με τη Μεσσήνη. Ο Πειραιάς δεν έχει καμία σχέση με την Αθήνα, είναι άλλος πολιτισμός, άλλη κουλτούρα. Ο Πειραιάς δημιουργήθηκε το 1835 από νησιώτες, δεν ήταν επέκταση της Αθήνας, όπως οι Καλλιθέα, Ζωγράφου, Γουδή. Είναι αυτόνομη πόλη και το γεγονός ότι ενώθηκε ο Πειραιάς με την Αθήνα ήταν αποτέλεσμα αύξησης πληθυσμού και οικοδομικής ανάπτυξης. Και εκφράζουμε διαφορετική νοοτροπία. Ο Πειραιάς ήταν οι νησιώτες, από εδώ έπαιρναν όλοι το πλοίο να πάνε στα νησιά τους, η Αθήνα είχε κοινότητες ανθρώπων από την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ οι νησιώτες για να είναι πιο κοντά στον τόπο καταγωγής τους έμεναν στον Πειραιά. Γι’ αυτό είχαμε τα Υδρέικα, τα Σαντορινιότικα, τα Κρητικά, γύρω από το Χατζηκυριάκειο οι Δωδεκανήσιοι, με την πλατεία Καρπάθου. Κάθε νησιωτική κοινότητα έχει μια δικιά της γειτονιά, με τη δική της εκκλησία και τα δικά της έθιμα. Κι αυτή η κοινωνική δομή της πόλης με γοήτευσε. Ο τοπικισμός στον Πειραιά είναι διαφορετικός από της Αθήνας.

Άλλο στοιχείο;

Τα γράμματα, όπου αναδείχθηκαν ο Χρήστος Λεβάντας, ο Στέλιος Γεράνης, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, κι αυτοί έβρισκαν έκφραση στην Αθήνα. Δεν υπήρχε ρεύμα να εκφραστούν. Και γι’ αυτό ο Πειραιάς εκφράστηκε μέσω των ομάδων του, αναζητώντας διέξοδο. Είχε τους δικούς του συγγραφείς, δεν τους ήξερε κανένας, είχε τους δικούς του ποιητές, δεν τους ήξερε κανένας, το ίδιο και με τις εφημερίδες του. Δεν έλεγαν Γιάννης Τσαρούχης ο Πειραιώτης, κι αυτό άρχισε να ενοχλεί την αισθητική των Πειραιωτών και βρήκε διέξοδο στο ποδόσφαιρο. Υπήρχε ένα κίνημα που προσπάθησε να εκφραστεί μέσω της ποίησης, της λογοτεχνίας, δεν το κατάφερε και ξέσπασαν με το ποδόσφαιρο. Μια μορφή έκφρασης ήταν η δημιουργία του Δημοτικού Θεάτρου, μια απέλπιδα προσπάθεια έκφρασης του πολιτισμού τους. Δεν τα κατάφεραν γιατί οι θίασοι το είχαν εντάξει στο πρόγραμμα της επαρχίας. Έκλεινε η σεζόν στην Αθήνα και έλεγαν πάμε Πειραιά, Καλαμάτα, Τρίπολη κ.λπ. Ξεκινούσαν τις περιοδείες τους από τον Πειραιά, ενώ ήμασταν δίπλα στην Αθήνα. Κι εκεί βρήκε έκφραση ο Πειραιάς μέσω του ποδοσφαίρου.

Και πώς ξεχώρισαν;

Μέσω των ναυτικών, τη διάλεκτο τη λιμανίσια, τα ουζερί, τις τραγιάσκες, την εργατική τάξη. Όλα αυτά είδα ότι κρύβουν άγνωστες ιστορίες. Όταν τις παρουσίασα, θεώρησαν ότι τις γέννησε η φαντασία μου. Πώς βγήκε για παράδειγμα «έγινε της Πόπης». Υπήρχε ένα πλοίο τη δεκαετία του ‘30, του εφοπλιστή Ποταμιάνου. Σε κάθε ταξίδι του θρηνούσαμε θύματα, τη μία μπατάριζε, την άλλη ξόκειλε, την άλλη έπεφτε στα βράχια. Ήταν ένα πλοίο με υψηλό κέντρο βάρους και δεν μπορούσε να ταξιδέψει. Κι όταν πνίγηκαν έξω από τις Φλέβες τριάντα άτομα, το έφτιαξαν και ξαναέπνιξε κόσμο. Και έγραφαν «της Πόπης τα καμώματα» και έμεινε «έγινε της Πόπης». Βέβαια, ο Έλληνας έχει μια τάση να τα ρίχνει όλα στους οίκους ανοχής και ταύτισαν την έκφραση με την Τρούμπα και τα καμπαρέ. Δεν είχε καμία σχέση, ήταν μια ναυτική έκφραση. Όπως «το κάτεργο». Ήταν εκεί που τραβούσαν κουπί οι ναύτες κάτω από άσχημες συνθήκες. Γι’ αυτό λέμε «θα σε στείλω στο κάτεργο». Δεν είναι η φυλακή, αλλά το αμπάρι του πλοίου που τραβάς κουπί.

Άλλη παρεξηγημένη ναυτική έκφραση του Πειραιά;

Είναι «της π... το κάγκελο» που βγήκε από το Νέο Φάληρο, την εξέδρα όπου γίνονταν τα συνοικέσια και δεν έχει να κάνει με τις πόρνες. Τα μεγάλα πλοία που έρχονταν από την Αμερική με ομογενείς δεν μπορούσαν να μπουν στο λιμάνι του Πειραιά. Έμεναν αρόδου ανοιχτά στον φαληρικό όρμο και υπήρχε μια μεγάλη εξέδρα. Οι ομογενείς έρχονταν μετά από 20-30 χρόνια και αναζητούσαν νύφες για να τις πάρουν μαζί τους. Έβγαιναν λοιπόν με βάρκες και οι κυρίες από τα γραφεία συνοικεσίων τούς έδιναν τα τηλέφωνά τους για να πάνε να μιλήσουν με τις υποψήφιες νύφες. Διαφήμιζαν κυρίες και νοικοκυρές, αλλά έκρυβαν και πόρνες ανάμεσα στις πελάτισσές τους. Κι επειδή άφηναν τα τηλέφωνα στο κάγκελο της εξέδρας και νόμιζαν ότι παντρεύονταν κυρίες, αλλά κάποιες ήταν πόρνες, έμεινε η έκφραση «έγινε της π... το κάγκελο». Τότε δεν έλεγαν αυτήν την έκφραση, απαγορευόταν από το ήθος της εποχής. Κι εγώ άρχισα να βγάζω αυτές τις πειραιώτικες ιστορίες. Άλλες πέρασαν και άλλες όχι. Μέχρι τότε έβγαζαν τις ιστορίες μέσω των δημάρχων. Αυτό έγινε επί θητείας του τάδε δημάρχου, στεγνές ιστορίες. Εγώ το χάλασα και έβγαζα τις πραγματικές ιστορίες με κοινωνικές προεκτάσεις. Έγραψα 20 βιβλία για τον Πειραιά με εμπορική επιτυχία. Είμαι συνεργάτης του Χρήστου Βασιλόπουλου στη «Μηχανή του Χρόνου», με πειραιώτικες ιστορίες με πανελλήνιο ενδιαφέρον. Πέρασα και από το Κανάλι 1 του Πειραιά.

Άρα ο Πειραιάς είναι το κέντρο της Ελλάδας;

Γράφω και ιστορίες που ενδιαφέρουν την ομογένεια. Γιατί όλοι από εδώ έφυγαν, δεν υπήρχαν τότε αεροπλάνα. Και η τελευταία τους εικόνα όταν έφευγαν και η πρώτη όταν έρχονταν ήταν το λιμάνι του Πειραιά. Δεν έχει σημασία αν έφευγε κάποιος από τα Τρίκαλα ή την Καρδίτσα, το λιμάνι στον Άγιο Νικόλαο ήταν ο τόπος αναχώρησής του. Είτε για να σπουδάσουν είτε για να δουν τον Ολυμπιακό είτε για να πάνε διακοπές στα νησιά. Όλη η Ελλάδα περνούσε και περνάει από τον Πειραιά. Όλοι έχουν μικρή ή μεγάλη σχέση με τον Πειραιά. Ο Πειραιάς έως τη δεκαετία του ‘60 που δεν υπήρχε αεροπλάνο υποδεχόταν τους πρίγκιπες και τους βασιλείς, ζωντανούς ή νεκρούς. Τα λείψανα τα παραλάμβαναν στον Πειραιά και γι’ αυτό υπήρχε βασιλική αποβάθρα. Ο Πειραιάς τότε ήταν ό,τι είναι σήμερα το «Ελευθέριος Βενιζέλος». Το κέντρο εισόδου και εξόδου ελληνικού και ξένου πληθυσμού. Ήταν και το λιμάνι που υποδέχτηκε τους πρόσφυγες, το λιμάνι απ’ όπου έφυγαν 10-15 εκατομμύρια Έλληνες για όλο τον κόσμο. Και εδώ ήρθαν όλοι οι Μικρασιάτες, εδώ έρχονταν οι ξένοι στόλοι. Γι’ αυτό βομβαρδίστηκε το λιμάνι από τους συμμάχους, γιατί το κατείχαν οι Γερμανοί και ήταν σημαντικό. Βομβαρδίστηκε την πρώτη μέρα του πολέμου από τους Ιταλούς. Όλοι τον βομβάρδισαν. Οι Γερμανοί πάνω από 250 φορές, με αποκορύφωμα την 6η Απριλίου 1941, που ανατινάχτηκε το «Κλαν Φράιζερ», ένα αγγλικό πλοίο με δυναμίτη, που ισοπέδωσε όλο το λιμάνι. Ισοπεδώθηκε απ’ όλους, ακόμη και οι Ρωμαίοι του Σύλλα τον Πειραιά ισοπέδωσαν, δεν πείραξαν την Αθήνα. Ήξεραν ότι ο Πειραιάς ήταν η δύναμη της Αθήνας. Ακόμη και ο Θεμιστοκλής, για να εδραιώσει τη δύναμη της Αθήνας, με τον Πειραιά ασχολήθηκε, με τις τριήρεις και τους ναυστάθμους.

Πάμε στο ποδόσφαιρο, τον Ολυμπιακό και τον Εθνικό…

Όλοι οι ποδοσφαιριστές προέρχονταν από τον Πειραϊκό Σύνδεσμο, που πήρε το πρωτάθλημα το 1923. Είχαν κοινή ρίζα. Τον επόμενο χρόνο διαλύθηκε η ομάδα γιατί ο Πειραϊκός Σύνδεσμος εξέφραζε μια ηθική συγκεκριμένη. Είχε να κάνει με τις σχολές απόρων παιδιών, νυχτερινά γυμνάσια. Όταν διαπίστωσαν ότι μέσω ποδοσφαίρου βρίζουν και βλασφημούν, δεν τους άρεσε και διέλυσαν την πρωταθλήτρια ομάδα. Τότε δεν υπήρχαν ποδοσφαιριστές, όλοι ήταν αθλητές στίβου και από εκεί προέρχονταν και οι αδελφοί Ανδριανόπουλοι. Οι παίκτες έμειναν οι ίδιοι, αλλά υπήρξε διασπορά σε διάφορες ομάδες και με συγχωνεύσεις προέκυψαν ο Ολυμπιακός και ο Εθνικός. Το πρώτο γήπεδο ποδοσφαίρου ήταν το γυμναστήριο της Ζέας, το γυμναστήριο του Πειραϊκού Συνδέσμου, στη Χαριλάου Τρικούπη, εκεί όπου βρίσκεται τώρα το Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά.

Η διαφορά Ολυμπιακών-Εθνικών;

Είχαν κοινή βάση ως προς τους παίκτες, διέφεραν όμως ως προς τους φιλάθλους. Η αστική τάξη του Φαλήρου και της Καστέλλας ακολούθησε τον Εθνικό. Εκεί υπήρχαν οι επαύλεις έως τη δεκαετία του '60 με κήπους. Το Νέο Φάληρο από το 1925 ήταν αυτόνομος δήμος μέχρι που τον κατήργησε τη δεκαετία του '60 ο Σκυλίτσης. Στο Νέο Φάληρο και στην Καστέλλα έμεναν οι άνθρωποι που κατείχαν τη βιομηχανία, τη βιοτεχνία και το εμπόριο της πόλης και της Ελλάδας, ενώ τον Ολυμπιακό τον ακολούθησε η εργατική τάξη. Όσο αυξανόταν όμως η εργατική τάξη, άρχισε να φεύγει η αστική τάξη. Πλούτιζε και πήγαινε στην Αθήνα, στις καλύτερες περιοχές. Γι’ αυτό επικράτησε η εργατική τάξη στον Πειραιά, παρότι τα επόμενα χρόνια πήραν τον Ολυμπιακό οι εφοπλιστές. Έτσι κι αλλιώς, αστική τάξη δεν υπάρχει στον Πειραιά. Τώρα στο Φάληρο και στην Καστέλλα μένει όποιος θέλει. Τη δεκαετία του '20 και του '30 έμενε μόνο η αστική τάξη, οι πλούσιοι. Το Φάληρο ήταν παραθεριστικό κέντρο, με μεγάλα ξενοδοχεία όπως το «Ακταίον». Ο κόσμος του Ολυμπιακού έμενε στα Καμίνια, στην Κοκκινιά, στις προσφυγικές γειτονιές, στη Δραπετσώνα.

Έχετε άποψη για την προέλευση της λέξης «γάβρος»;

Βέβαια, και είναι λογοτεχνική. Οι δημοσιογράφοι στις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν λογοτέχνες και τους ανέθεταν να γράφουν άρθρα για τον Πειραιά. Εκείνη την εποχή συνωστίζονταν στο λιμάνι χιλιάδες παιδιά, χαμίνια. Οι πολύτεκνοι δεν μπορούσαν να θρέψουν πολλά στόματα και τα παιδιά αναζητούσαν μια πόλη που θα τους έδινε ευκαιρίες. Και ποια πόλη ήταν τότε το «Ελ Ντοράντο»; Ο Πειραιάς. Με το λιμάνι και τη βιομηχανία. Υπήρχε παιδική εργασία. Από ηλικία 6 χρόνων δούλευαν στα υφαντουργεία, στα νηματουργία, την ελαιουργία, τη βιοτεχνία και το θεωρούσαν φιλανθρωπία να προσφέρουν δουλειά σε παιδιά. Από εκεί γεννήθηκαν και οι μπακαλόγατοι, τους περιμάζευαν από τα λιμάνια, από τα καφάσια όπου κοιμόντουσαν, από τις ψαροκασέλες. Από εκεί βγήκε η έκφραση ψαροκασέλα, από τα άδεια κιβώτια του λιμανιού. Τους προσέφεραν εργασία, στέγη, φαγητό στα μπακάλικα. Αυτά τα χιλιάδες παιδιά ήταν ένα εντυπωσιακό θέαμα. Όποιος ερχόταν με το πλοίο στον Πειραιά έβλεπε χιλιάδες φτωχά περιπλανώμενα παιδιά. Γι’ αυτό ο Πειραϊκός Σύνδεσμος είχε σχολές απόρων παιδιών. Γι’ αυτό υπήρχαν στον Πειραιά τα ορφανοτροφεία, το Χατζηκυριάκειο που ήταν θηλέων και το Ζάννειο που ήταν αρρένων. Στους λογοτέχνες δεν άρεσε η έκφραση «αλητόπαιδες», ούτε «χαμίνια» που τους έλεγε ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος. Τα αποκάλεσαν γάβρους γιατί ήταν μικροί γαβριάδες. Ο γαβριάς ήταν ο μικρός ήρωας των «Αθλίων» του Βίκτωρος Ουγκώ. Και φορούσε τραγιάσκα, όπως τα μικρά παιδιά του Πειραιά. Και με τα χρόνια ο γαβριάς έγινε γάβρος. Αν ψάξουμε τις προπολεμικές εφημερίδες έως το 1939, όλα τα παιδιά του Πειραιά τα έλεγαν γαβριάδες. Δεν θα έβγαινε, εξάλλου, η έκφραση από το ψάρι γάβρος, επειδή έτρωγαν αυτό το φτηνό ψάρι. Τότε δεν τον έλεγαν γάβρο, αλλά αντζούγια. Δεν είχαν ψυγεία να τον διατηρήσουν και τον έβαζαν στο αλάτι και τον έκαναν αντζούγια. Μιλάμε για μεγάλους συγγραφείς που έγραφαν άρθρα για τον Πειραιά. Και για να περιγράψουν την κατάσταση στο λιμάνι, έγραφαν για τους μικρούς γαβριάδες και έμεινε ο χαρακτηρισμός γαβριάς για όλους τους Πειραιώτες. Απλά μεταπολεμικά έγινε παραφθορά και το γαβριάς έγινε γάβρος.