Ο Χόρχε Μπάριος στο «ΦΩΣ»: «Την ίδρωσα, τη μάτωσα τη φανέλα του Ολυμπιακού»

Ο Χόρχε Μπάριος μιλάει στο «ΦΩΣ» από την Ουρουγουάη για τον Ολυμπιακό, αλλά και για τις αυτοκτονίες τριών ποδοσφαιριστών εκεί μέσα σε λίγο καιρό

Ο Χόρχε Μπάριος στο «ΦΩΣ»: «Την ίδρωσα, τη μάτωσα τη φανέλα του Ολυμπιακού»

Συνέντευξη στον ΘΕΜΗ ΣΙΝΑΝΟΓΛΟΥ

Μέσα σε έξι μήνες στην Ουρουγουάη έχουν αυτοκτονήσει τρεις επαγγελματίες ποδοσφαιριστές και έχει σοκαριστεί η χώρα. Οι τελευταίοι δύο αυτοκτόνησαν πριν από λίγες ημέρες, μέσα σε μια εβδομάδα. Μέσω του Μιχάλη Φωτίου, βρήκα στην Ουρουγουάη τον παλιό παίκτη του Ολυμπιακού, τον Χόρχε Μπάριος. Ήταν ο αρχηγός της Εθνικής Ουρουγουάης στο Μουντιάλ του 1986 ως παίκτης του Ολυμπιακού και μετά πήρε το πρωτάθλημα στην Ελλάδα. Θυμάται τα ελληνικά. Και ό,τι δεν θυμόταν, τον βοήθαγα εγώ με τα ισπανικά. Την ώρα που μιλούσαμε με βιντεοκλήση μού έστρεψε το κινητό προς δύο φανέλες. Η μία είναι της ομάδας του στην Ουρουγουάη, για την οποία είναι ζωντανός θρύλος, και η άλλη του Ολυμπιακού.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο «ΦΩΣ» στις 28/7/2021

Γιατί αυτοκτονούν οι παίκτες τώρα τελευταία στην Ουρουγουάη;

Άκουσε, φίλε. Οι ποδοσφαιριστές είναι διάσημοι και γίνεται ντόρος με αυτό το οποίο είναι πολύ λυπηρό. Όμως τα προβλήματα στον λαό είναι περισσότερα, πολλοί έχουν αυτοκτονήσει, αλλά δεν γίνεται θέμα. Οι παίκτες είναι βεντέτες -πώς να το πω;-, τους ξέρει ο κόσμος και απορεί. Το ποδόσφαιρο είναι δύσκολο.

Αν πέσεις και δεν χτυπάνε πια τα τηλέφωνα από τους δημοσιογράφους, αν δεν παίρνεις πια καλά χρήματα, αν έχεις προβλήματα στην οικογένεια, πέφτεις από τα σύννεφα, σε ξεχνάνε και σου στοιχίζει αυτό. Πρέπει να έχεις δυνατό μυαλό και δυνατή καρδιά για να αντέξεις την πτώση. Αλλιώς θα έχεις ψυχολογικά προβλήματα. Κι αν σου πέσει άλλο πρόβλημα υγείας ή στη ζωή σου κάτι προσωπικό, γίνεσαι αδύναμος...

Τι αντίδραση υπήρξε στη χώρα;

Διακόψανε το πρωτάθλημα για λίγο, δεν έγιναν τα ματς. Ο πρώτος ήταν ο Μόρο Γκαρσία, γνωστός παίκτης. Τώρα μέσα σε λίγες ημέρες αυτοκτόνησε και ένας άλλος ποδοσφαιριστής που τον έλεγαν Μαρτίνες και αμέσως μετά ένας τρίτος παίκτης που τον έλεγαν Καμπρέρα. Η μοναξιά είναι δύσκολη. Πρέπει να έχεις δυνατό μυαλό και εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Δεν είναι σε καμία περίπτωση λύση η αυτοκτονία. Κρίμα.

Πού ζεις; Πού σε βρίσκω τώρα;

Στο Μοντεβιδέο. Η καλύτερη πόλη στον κόσμο, μετά τον Πειραιά! Σουβλάκι και χωριάτικη σαλάτα, φίλε! Μου λείπει η Ελλάδα. Μιλάω στο τηλέφωνο με τον αδελφό μου Μιχάλη Φωτίου, με τον Τάκη Λεμονή, με τον Αντώνη Κασδοβασίλη, στην καρδιά και στο μυαλό οι Έλληνες μοιάζουν με τους Ουρουγουανούς.

Με τι ασχολείσαι εκεί;

Έχω πολλά χρόνια εταιρεία με αμάξια, έχω δώδεκα αμάξια σαν ταξί και ένα βαν για τουρίστες το οποίο χωράει έντεκα άτομα. Και ανοίγω μαγαζί στην Πούντα ντελ Έστε, το πιο γνωστό τουριστικό θέρετρο στην Ουρουγουάη. Και στο Μοντεβιδέο έχω μαγαζί. Επίσης έχω ακαδημία ποδοσφαίρου για παιδάκια από 3 έως 14 χρόνων, αυτό μου αρέσει πιο πολύ απ’ όλα, αυτό μου παίρνει τα νεύρα! Αυτό είναι το φάρμακό μου. Οκτώ χρόνια έχω αυτήν τη σχολή για τα μικρά παιδιά.

Έκανα μια συνέντευξη με τον Νίκο Αναστόπουλο και μέσα στους παίκτες που ξεχώριζε στον Ολυμπιακό της εποχής του είπε ότι ήσουν εσύ γιατί έτρεχες ασταμάτητα.

Ο «Αναστό» ήταν ο μεγάλος γκολτζής μας. Και ο Τάσος ήταν η ψυχή μας. Ο Νίκος ήταν παικταράς! Ο μόνος Έλληνας τότε που έφυγε στο εξωτερικό, στο Καμπιονάτο, το οποίο ήταν το κορυφαίο πρωτάθλημα της Ευρώπης. Ο «Αναστό» ήταν σαν τον Φραντσέσκολι για εμάς τους Ουρουγουανούς.

Τι θυμάσαι πιο έντονα από τον Ολυμπιακό;

Κοίτα εδώ, φίλε (γυρίζει το κινητό και μου δείχνει δύο φανέλες, μία του Ολυμπιακού παλιά και μία ασπρόμαυρη από ομάδα της Ουρουγουάης). Αυτές τις δύο φανέλες έχω φυλάξει και τις έχω πάντα εδώ. Η ασπρόμαυρη είναι της Μοντεβιδέο Γουόντερερς που είναι η ομάδα στην οποία ξεκίνησα το ποδόσφαιρο από νέο παιδί, έπαιξα οκτώ χρόνια εκεί πριν έρθω στην Ελλάδα και τελείωσα το ποδόσφαιρο σε αυτήν την ομάδα, έπαιξα έως τα 40 μου! Έχουν δώσει το όνομά μου σε μια εξέδρα του γηπέδου! Ήμουν παίκτης, προπονητής, γενικός αρχηγός και προπονητής στους μικρούς αυτής της ομάδας. Και η άλλη φανέλα είναι του Ολυμπιακού. Είναι από το πρώτο ντέρμπι μου στην Ελλάδα εναντίον του Παναθηναϊκού!

Ποιοι παίκτες του Παναθηναϊκού έτρωγαν κλοτσιές από εσένα;

Ο Ζάετς και ειδικά ο Ρότσα που ήταν Αργεντινός και ήθελα να του... φάω τα κόκαλα! (γελάει). Περιβόλι είσαι. Θέλω να μου πεις περίεργα πράγματα που έζησες στον Ολυμπιακό. Ήρθα από την Ουρουγουάη κατευθείαν στην Ολλανδία που έκανε ο Ολυμπιακός προετοιμασία, με Αντώνη Γεωργιάδη προπονητή, δεν ήξερα αγγλικά τίποτα, φυσικά ούτε ελληνικά δεν ήξερα τίποτα, ήταν πολύ δύσκολα.

Με πήρανε «υπό την προστασία τους» ο Νίκος Αναστόπουλος, ο Τάσος Μητρόπουλος, ο Τάκης Λεμονής, με έκαναν να νιώθω λες και ήμουν στον Ολυμπιακό δέκα χρόνια! Με τον Σέστιτς, με εκείνη την παικτούρα, μιλάγαμε μόνο με τα χέρια! Ούτε αυτός ήξερε αγγλικά ή ελληνικά ούτε ισπανικά ούτε εγώ ήξερα γιουγκοσλάβικα. Εγώ δεν ήμουν παικτούρα σαν τον Σέστιτς, αλλά ίδρωνα τη φανέλα.

Είχες ρωτήσει κάποιον παλιό του Ολυμπιακού Ουρουγουανό για το πού πας;
Ναι, τον Μίλτον Βιέρα! Μεγάλος παίκτης ο Βιέρα, φίλε.

Το ξέρω, μου το έχουν πει παλιοί. Και σκληρός. Σκληρός αλλά ήξερε και μπάλα! Και στον Ολυμπιακό πήρε πρωταθλήματα και μετά στην ΑΕΚ. Όσα μου είπε ο Βιέρα για τον Ολυμπιακό τα είδα. Ήταν όλα όπως μου τα είπε. Όλα τα καλά και όσα έπρεπε να προσέξω. Επίσης με βοήθησε ο Λοσάντα. Άλλος καλός παίκτης Ουρουγουανός αυτός. Να φανταστείς είχε μαγαζί με ωραία ρούχα στον Πειραιά, κοστούμια και γραβάτες, και στις γιορτές που γινόταν χαμός από κόσμο και ήταν γεμάτο με φώναζε να κάθομαι στο ταμείο να βοηθάω! Έφευγα από την προπόνηση και πήγαινα στο ταμείο!

Διαφορετικοί χαρακτήρες ο Βιέρα με τον Λοσάντα έχω μάθει.
Ναι, ο Λοσάντα είχε μυαλό και έβλεπε μπροστά για τα λεφτά, για το μέλλον.

Έκανε περιουσία και στον Πειραιά και στην Ουρουγουάη.
Ναι, πολύ. Ο Βιέρα ήταν αλλιώς, μπορούσε να μιλάει και με ανθρώπους στα σαλόνια και με έναν που καθάριζε παπούτσια στον δρόμο... Ο γιος του, ο Μάξι, είναι τώρα προπονητής σε ομάδα της Ουρουγουάης στην πρώτη κατηγορία.

Γιατί αγάπησες την Ελλάδα;

Την Ελλάδα την έχω στην καρδιά μου, είναι το σπίτι στο οποίο γεννήθηκαν και μεγάλωσαν τα παιδιά μου! Ήρθαμε με τη γυναίκα μου στην Ελλάδα μόνοι μας, αφήσαμε πίσω τους γονείς μας, δεν ήξερα ούτε καν αγγλικά, δεν υπήρχε η τεχνολογία που υπάρχει σήμερα, με το ίντερνετ, τα κινητά τηλέφωνα που μιλάς άνετα όλη μέρα. Θυμάμαι την οδό που έμενα όταν έπαιζα στον Ολυμπιακό!

Πες την.

Αμφιτρίτης 18 στο Παλαιό Φάληρο! Και στη Λιβαδειά μετά Δελφών 41! Στην ίδια πολυκατοικία με τον Τάκη Λεμονή και τον Αντώνη Κασδοβασίλη. Τα παιδιά μας μαζί έπαιζαν. Μετά τον Αντώνη Γεωργιάδη είχα τον Αλκέτα Παναγούλια στον Ολυμπιακό. Και ο Νταϊφάς ήταν δύσκολος αλλά καλός. Με βοήθησαν πολύ ο Μιχάλης Φωτίου και ο Λοσάντα, ήταν σαν αδέλφια. Δεν έπαιξα μόνο ποδόσφαιρο στον Ολυμπιακό, έπαιξα και στον Λεβαδειακό. Αργότερα ήμουν προπονητής στον Εθνικό, στη Δόξα Δράμας, στην Καβάλα, στον Ιωνικό, στον Ολυμπιακό Λευκωσίας, στη Νίκη Βόλου.

Τώρα πόσων χρόνων είσαι;

Εξήντα. Και έχω εξήντα συμμετοχές στην Εθνική Ουρουγουάης.

Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός για την Εθνική σας;

Και η Βραζιλία και η Αργεντινή. Αυτό είναι το μέταλλο της Ουρουγουάης. Η Βραζιλία είναι 200 εκατομμύρια κόσμος, η Αργεντινή είναι 45 εκατομμύρια κόσμος. Εμείς ξέρεις πόσο είμαστε;

Γνωρίζω.

3,5 εκατομμύρια μόνο! 3,5 εκατομμύρια άνθρωποι τα βάζουμε με αυτές τις χώρες που είναι θηρία!

Είχες κάνει κάτι δηλώσεις για τον Πάμπλο Γκαρσία.

Ναι, είμαστε φίλοι. Όταν εγώ ήμουν 36-37 χρόνων, εκείνος έπαιζε νέος δίπλα μου στο κέντρο. Μετά είχε μεγάλη εξέλιξη. Έφτασε στη Ρεάλ Μαδρίτης. Είχε έρθει με τη Ρεάλ στην Αθήνα και είχα πάει να τον δω στο ξενοδοχείο, φάγαμε μαζί, στο Ιντερκοντινένταλ, με Ραούλ, με Ρομπέρτο Κάρλος, ήμουν προπονητής στον Εθνικό τότε. Με είχε πάρει τηλέφωνο κάποιο ραδιόφωνο από τη Θεσσαλονίκη και είχα πει καλά λόγια γιατί γνωρίζω τον Πάμπλο Γκαρσία.