Η βραδιά του Μαντσίνι και του Μέσι...

Μπορεί ένας προπονητής να αλλάξει την ιστορία μιας Εθνικής; Ναι, αν δούμε το παράδειγμα του Μαντσίνι, που άλλαξε τον τρόπο παιχνιδιού της Ιταλίας και την έφερε στην κορυφή της Ευρώπης, για δεύτερη φορά μετά το 1968.

Η βραδιά του Μαντσίνι και του Μέσι...

Ο Μαντσίνι πήρε μια ομάδα χωρίς μεγάλα ονόματα, δεν είχε Μπάτζιο, δεν είχε Τότι, δεν είχε Ντελ Πιέρο και κατάφερε να φτιάξει ένα σύνολο που είχε την κατοχή της μπάλας, άλλαζε το παιχνίδι και έκανε τις επιθέσεις από τα πλάγια. Δεν στηρίχθηκε σε σταρ, η Ιταλία όμως ήξερε τι έπαιζε, είχε συνοχή και ήταν η πιο γρήγορη ομάδα στο Γιούρο στην επιθετική ανάπτυξη. Όταν κάποιος παίκτης έπαιρνε την μπάλα στον χώρο του κέντρου, έτρεχαν όλοι με σαφείς προσανατολισμούς και έπαιζαν με στιλ Μαντσίνι. Είδαμε μια διαφορετική Ιταλία, έργο του προπονητή της και μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη στο Γιούρο και έφτασαν στον τελικό οι δύο καλύτερες ομάδες.

Πάμε όμως στον άλλο τελικό, αυτόν της Νότιας Αμερικής, όπου είδαμε μια διαφορετική εικόνα, ένα άλλο ποδόσφαιρο, όπου κυριάρχησαν η τεχνική και το ξύλο, όσο κι αν αυτά τα δύο δεν ταιριάζουν μεταξύ τους.

Ποδόσφαιρο από άλλη εποχή, που δεν βασιζόταν στην ταχύτητα, στο τρανζίσιον και στην τακτική, αλλά στη δύναμη, με τους βιρτουόζους Νεϊμάρ, Μέσι να μην υστερούν στις κλοτσιές και να μη μοιάζουν με τους παίκτες που βλέπουμε στην Παρί και στην Μπαρτσελόνα. O Oυρουγουανός διαιτητής Εστεμπάν Όστοϊτς έδειξε 9 κίτρινες κάρτες (4 στην Αργεντινή), αν όμως αυτό το παιχνίδι γινόταν στην Ευρώπη οι μισές και παραπάνω θα ήταν κόκκινες. Δρεπανηφόρα έπεφταν στα πόδια των αντιπάλων χωρίς να στοχεύουν την μπάλα, αλλά ο διαιτητής ήταν μπαρουτοκαπνισμένος σε τέτοιες καταστάσεις και κράτησε το ματς χωρίς να αποβάλει παίκτη.

Φτάσαμε μάλιστα σε σημείο να παίζει παίκτης της Αργεντινής με ματωμένες κάλτσες, γεγονός που είχε συμβεί και με τον Μέσι σε προηγούμενο παιχνίδι του Κόπα Αμέρικα.

Και μιας και ο λόγος για τον σταρ της Αργεντινής, έπρεπε να γίνει 34 χρονών για να σηκώσει μια... σοβαρή κούπα με την Εθνική, αφού είχε αποτύχει σε όλες τις προηγούμενες προσπάθειές του. Παρ’ ότι δεν αρίστευσε στον τελικό -τουναντίον-, αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης του τουρνουά με 5 ασίστ και 4 γκολ, αφού έχασε μοναδική ευκαιρία προς το τέλος να κάνει το 2-0 και να τελειώσει το ματς, καθώς έχασε το κοντρόλ. Τόσο μεγάλη ήταν η προσμονή του και το άγχος του. Χαλάλι του, μιλάμε για τον σπουδαιότερο παίκτη της εικοσαετίας και κρίμα που δεν ζούσε ο Μαραντόνα για να καμαρώσει τον Μέσι και τα άλλα παιδιά του.
Το φίδι από την τρύπα το έβγαλε όμως ο Ντι Μαρία, που απουσίαζε από πολλούς τελικούς, ο παίκτης που σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής προσφερόταν από την Μπενφίκα στον Ολυμπιακό μαζί με 10 εκατομμύρια ευρώ για τον Ντιόγο... Σε μια φάση μάλιστα γύρισε το πόδι του, φοβηθήκαμε για χιαστούς, αλλά μετά από 5 λεπτά έτρεχε σαν ελάφι.

Η Βραζιλία πάντως βρίσκεται στο τέλος της εποχής μιας φουρνιάς ποδοσφαιριστών, με τον Νεϊμάρ να τσαμπουκαλεύεται με τους πάντες, να τα βάζει με συμπαίκτες, αντιπάλους, διαιτητές, να κλοτσάει χωρίς δισταγμό, να δέχεται την κλοτσιά σε κάθε φάση και να αποχωρεί απογοητευμένος.

Ήταν ένας ξεχωριστός, ένας ωραίος τελικός από τις παλιές καλές εποχές.