Η αστυνομικός που έγινε συγγραφέας
Τα βιβλία της Κλερ Μάκιντος εμπίπτουν στην κατηγορία των crime thrillers, δεν έχουν όμως ως κεντρικό χαρακτήρα κάποιον ντετέκτιβ, καθώς προτιμά να γράφει για καθημερινούς ανθρώπους.
Ως παιδί έγραφε ημερολόγιο και διάβαζε μανιωδώς τα «Πέντε λαγωνικά» της Ινιντ Μπλάιτον στον δρόμο για το σχολείο και τη νύχτα κάτω από τα σκεπάσματα. Στην εφηβεία, εντρύφησε στο σύμπαν της Αγκαθα Κρίστι και της Δάφνης Ντι Μοριέ (το «Ρεβέκκα» είναι το αγαπημένο της βιβλίο) και ξεκίνησε να φτιάχνει περιγραφές χαρακτήρων, να γράφει μονολόγους, μεμονωμένες σκηνές, μονόστηλα γνώμης, γεμίζοντας σημειωματάρια με κείμενα που αγαπούσε, αλλά δεν είχε πού να αξιοποιήσει.
«Νομίζω ότι πάντα ήμουν συγγραφέας», λέει η Κλερ Μάκιντος, «και αυτά τα κείμενα ήταν εξάσκηση για όσα έγραψα μετά». Στο τέλος της εφηβείας επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα, οπότε και ενθουσιάστηκε από το φαγητό, «τις μεγάλες ζουμερές ντομάτες, το τυρί, τα πεπόνια» και έμαθε τη λέξη «θάλασσα», που προφέρει διστακτικά και ξεσπά σε γέλια.
Ολυμπιακός: Η συμβολή του… Βαλμπουενά
Παρά την αγάπη της για τα βιβλία, δεν ακολούθησε τον προφανή δρόμο της συγγραφής, αλλά εντάχθηκε στην αστυνομική δύναμη της Βρετανίας, όπου παρέμεινε για δώδεκα χρόνια. Ηταν η μόνη περίοδος της ζωής της, λέει, που σταμάτησε να γράφει κείμενα αλλά και να διαβάζει αγγλική αστυνομική λογοτεχνία, γιατί έβρισκε λάθη στον τρόπο που περιγράφονταν οι ντετέκτιβ και η αστυνομική έρευνα, και αυτό τη θύμωνε. Ακόμη και τότε όμως, θυμάται, συνέχιζε να αφηγείται ιστορίες θυμάτων και να διαβάζει ιστορίες, αυτές που διηγούνταν οι κάμερες ή οι εκθέσεις της σήμανσης.
Εγκατέλειψε την αστυνομία για να μπορέσει να μεγαλώσει τα παιδιά της (έχει έναν γιο 12 ετών και 11χρονα δίδυμα), ανακάλυψε ωστόσο ότι χρειαζόταν μια πηγή εισοδήματος και στράφηκε στο μόνο πράγμα που γνώριζε να κάνει καλά και μπορούσε να κάνει από το σπίτι: να γράφει. Απευθύνθηκε σε εφημερίδες και περιοδικά. «Δεν είχα καθόλου επαφές, δεν ήμουν δημοσιογράφος, δεν είχα εκπαίδευση, αλλά είχα αποφασιστικότητα και ιστορίες να διηγηθώ». Σύντομα εγκαινίασε κάποιες συνεργασίες και ταυτόχρονα ξεκίνησε να γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Σ’ άφησα», το οποίο γνώρισε ανέλπιστη επιτυχία. Παρότι αφορμή για την πλοκή του βιβλίου ήταν ένα δυστύχημα με εγκατάλειψη θύματος στην Οξφόρδη, υπόθεση πάνω στην οποία εργάστηκε ως αστυνομικός, αποφεύγει να γράφει για αληθινές ιστορίες από τη θητεία της στην αστυνομία. «Πιστεύω ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε τις τραγωδίες ανθρώπων σαν ψυχαγωγία. Φυσικά και αντλώ από τις εμπειρίες μου, αλλά συνήθως αξιοποιώ χαρακτήρες ή την ατμόσφαιρα», διευκρινίζει. Ακολούθησαν τα «Σε είδα» και «Ξέχασέ με» – στην Ελλάδα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Τα βιβλία της εμπίπτουν στην κατηγορία των crime thrillers, δεν έχουν όμως ως κεντρικό χαρακτήρα κάποιον ντετέκτιβ. «Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά μυθιστορήματα με ντετέκτιβ. Τα βιβλία μου έχουν ένα μείγμα αστυνομικής έρευνας και ψυχολογικού θρίλερ. Για εμένα το ενδιαφέρον δεν είναι πώς πραγματοποιείται η αστυνομική έρευνα, αλλά οι άνθρωποι που αναμειγνύονται, πώς η έρευνα επηρεάζει τους αστυνομικούς και τα θύματα, γιατί ο θύτης έκανε ό,τι έκανε, αυτό είναι συναρπαστικό. Τα βιβλία μου εξερευνούν το γιατί και όχι το ποιος έκανε κάτι», εξηγεί.
Αλλωστε προτιμά να γράφει για καθημερινούς ανθρώπους, τους οποίους βρίσκει πολύ πιο ενδιαφέροντες από τους κατασκόπους ή τους υπερήρωες. «Είμαστε όλοι συνηθισμένοι άνθρωποι και όταν βάζεις έναν συνηθισμένο άνθρωπο σε ασυνήθιστες καταστάσεις προκύπτει κάτι πολύ ενδιαφέρον, ιδιαίτερα στις γυναίκες. Υπάρχει μια ανόητη ρήση που μου αρέσει παρ’ όλα αυτά, ότι οι γυναίκες είναι σαν τα φακελάκια τσαγιού, ξέρεις πόσο δυνατές είναι όταν τις βάλεις σε ζεστό νερό». Προτιμά να γράφει σε ώρες γραφείου, όταν τα παιδιά είναι στο σχολείο. Κάθε πρωί, αφότου βγάλει βόλτα τον σκύλο, τρέξει ή κολυμπήσει για λίγη ώρα, κάθεται στο γραφείο της με μια γεμάτη τσαγιέρα και ξεκινά. Ακούει πάντα την ίδια μουσική, η οποία λειτουργεί σαν δικλίδα ασφαλείας που τη βάζει στην κατάλληλη διάθεση ακόμα κι όταν χρειάζεται να εργαστεί ενώ βρίσκεται σε επαγγελματικό ταξίδι και πρέπει να γράψει κάποια κεφάλαια σε αίθουσες αναμονής αεροδρομίων ή δωμάτια ξενοδοχείων. Συνήθως κάνει ένα πλάνο μερικών εβδομάδων μέσα στις οποίες θέλει να τελειώσει το κάθε βιβλίο και γράφει περί τις 10.000 λέξεις την εβδομάδα.
Παρότι τα αστυνομικά θρίλερ της την καθιέρωσαν στις συνειδήσεις των φαν του είδους σε όλο τον πλανήτη (έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 χώρες), στο τελευταίο της βιβλίο, το οποίο δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη στην Ελλάδα, εγκαταλείπει το είδος. Κεντρικά πρόσωπα της υπόθεσης είναι ένα ζευγάρι που διαφωνεί σχετικά με το αν θα συνεχίσει τη μάχη για να κρατήσει ζωντανό το άρρωστο παιδί του ή θα το αφήσει να πεθάνει. Πρόκειται για μια ιστορία με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, καθώς το 2006 η ίδια η συγγραφέας ήρθε αντιμέτωπη με αυτή τη σκληρή επιλογή. «Γέννησα δίδυμα αγοράκια πρόωρα. Εμειναν στην εντατική για κάποιες εβδομάδες και ένας από τους δύο κόλλησε μηνιγγίτιδα, είχε εγκεφαλική αιμορραγία και έπρεπε να αποφασίσουμε αν θα τον κρατούσαμε ζωντανό ή θα τον αφήναμε να πεθάνει. Θυμάμαι ότι ρώτησα τον γιατρό τι θα συνέβαινε αν δεν συμφωνούσαμε με τον σύζυγό μου και μου είπε ότι αυτή η εναλλακτική θα δημιουργούσε μια αδιανόητη κατάσταση. Αποφασίσαμε να τον αφήσουμε να πεθάνει». Παρότι είχε αμφιβολίες και φόβους για την απόφασή της να παρεκκλίνει από την αστυνομική λογοτεχνία, είναι πεπεισμένη ότι όσοι απόλαυσαν τα προηγούμενα βιβλία της θα βρουν ευχαρίστηση και σε αυτό. Αλλωστε, όπως λέει, «μια καλή ιστορία είναι μια καλή ιστορία, ανεξάρτητα από το λογοτεχνικό είδος».