Παραμένει «σύννεφο με παντελόνια»

«Είμαι ποιητής. Αυτό και μόνο είναι το ενδιαφέρον που παρουσιάζω».

Παραμένει «σύννεφο με παντελόνια»

Έτσι λιτά συστήνεται ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Που βέβαια δεν είναι απλά ένας ποιητής, αλλά από τους μεγαλύτερους της Ρωσίας και από τους σημαντικότερους του 20ου αιώνα.
Πώς αλλιώς συστήνεται μέσα από τα ποιήματά του που αναντίρρητα αποτελούν την καλύτερη και ακριβέστερη «βιογραφία» κάθε δημιουργού;


«Μεριάστε να διαβώ έτσι όπως έρχομαι
με τα εικοσιτέσσερα μου χρόνια
δεν είμαι άντρας εγώ
είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια».

Το ιδιαίτερα αυτό δημοφιλές ποίημα του («Σύννεφο με παντελόνια») λέγεται ότι του το ενέπνευσε η συνομήλική του Μαρία Ντενίσοβα, ζωγράφος και γλύπτρια που ήταν και ο πρώτος του φλογερός έρωτας. Ακολούθησαν κι άλλοι.

Το 1915, γνωρίζει στην Πετρούπολη το ζεύγος Όσιπ και Λίλια Μπρικ. Η Λίλια ανήκε σε αυτό το είδος της μοιραίας γυναίκας που δεν σου αφήνει περιθώριο να μην την ερωτευτείς. Ο Μαγιακόφσκι «την πάτησε μαζί της» εφ’ όρου ζωής και καθότι ο σύζυγος της ήταν υπέρ των απελευθερωμένων σχέσεων, ο ποιητής παγιδεύτηκε σε ένα πάθος που προφανώς ποτέ δεν τον λύτρωσε.

Πολύ σημαντική στιγμή στη ζωή του Μαγιακόβσκι η προσχώρησή του στο κίνημα των Ρώσων Φουτουριστών των οποίων σύντομα έγινε ο κύριος εκπρόσωπος. Το κίνημα του Φουτουρισμού – από την αγγλική λέξη Future- ανήγαγε σε φετίχ του το μέλλον και ύμνησε την τεχνολογική εξέλιξη. Στην πραγματικότητα ήθελε να ξεμπερδέψει με καθετί παλιό για να έρθει η μεγάλη ανατροπή, για να κερδηθεί το στοίχημα ενός εντελώς νέου και καλύτερου κόσμου:

«Ξελασπώστε το μέλλον. Το μέλλον δε θα ρθει από μονάχο του, έτσι νέτο σκέτο, αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς. Και ποια είναι τα μέτρα που πρέπει να παρθούν; Θα πρέπει ο κόσμος να ξυπνήσει».

Κάποιοι θεωρούν την ποίηση του Μαγιακόβσκι επιθετική, αλαζονική, γεμάτη υπεροψία. Αλλά η αλήθεια είναι ότι όπως και να ‘χει, παραμένει πάντα ποίηση. Ακόμη κι όταν εκφράζεται με στίχους, όπως αυτόν που εύκολα θα …αποθεωνόταν από την εξέδρα ενός γηπέδου :

«Φτύνε καλά. Σημάδευε κέντρο»

Ταγμένος στην Οκτωβριανή Επανάσταση, όταν οι μπολσεβίκοι επικρατούν, μοιάζει μέσα από την τέχνη του να υπηρετεί στρατευμένα το νέο καθεστώς. Αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Καθόλου τυχαία, στις 14 Απριλίου του 1930, ο Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι , κόβει μόνος του το νήμα της ζωής του. Στα 37 του χρόνια. Παραδίδει την καρδιά του στη μεγάλη αγκαλιά της Ιστορίας κι έτσι δεν χρειάζεται να έχει την αγωνία ότι κάποτε μπορεί να του επιστραφεί :

«Την ίδια την καρδιά μου, πώς να τη βαστήξω αν κάνουνε πως μου την δίνουν πίσω;»

Η σφαίρα τον αφήνει ξαπλωμένο στο γραφείο του, στο σπίτι της οδού Λιουμπιάνκα, που σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο. Τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του είχε εκδώσει δύο θεατρικά έργα, τον Κοριό και το Λουτρό, ασκώντας κριτική στη σοβιετική γραφειοκρατία και τη νομενκλατούρα. Υπάρχει και η υποψία ότι το καθεστώς του Στάλιν μπορεί να τον …αυτοκτόνησε, αλλά κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχτεί. Ούτως ή άλλως ο αυτόχειρας φρόντισε να αφήσει κι ένα σημείωμα , το οποίο ξεκινάει ως εξής:


«Σε όλους. Για το θάνατό μου μην κατηγορήσετε κανένα και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά».

Κάποιοι θεωρούν αυτό το τελευταίο σημείωμα και την διαθήκη του Μαγιακόβσκι . Αλλά είναι δυνατόν για ένα ποιητή να υπάρχει άλλη διαθήκη εξόν από τα ποιήματα του;

«Ακούστε! Αφού κάποιοι μας ανάβουνε τ’ αστέρια δε θα πει πως σε κάποιον χρειάζονται; Δε θα πει το δίχως άλλο, κάθε βράδυ, πάνω από τις στέγες, να ανάβει ένα έστω αστέρι;»