Η Έρημος των Ταρτάρων

Το βιβλίο του Ντίνο Μπουτζάτι κυκλοφορεί Εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Μαρίας Οικονομίδου.

Η Έρημος των Ταρτάρων

Όλοι όσοι έχουν διαβάσει τον Ντίνο Μπουτζάτι ξέρουν ότι πρόκειται για ένα μεθοδικό και ευσυνείδητο αφηγητή ο οποίος αξιοποιεί κάθε ρανίδα αφήγησης, για να προσδώσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ευλογοφάνεια στις ιστορίες του. Η φιλοτιμία του αυτή δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από το αριστούργημά του, Η Έρημος των Ταρτάρων.

Μυθιστόρημα στο οποίο δεν ξοδεύεται ούτε μια αράδα, όλα τα στοιχεία υπηρετούν την κεντρική ιδέα, είτε αυτή αφορά τη μοναξιά και την υπαρξιακή αγωνία, είτε τη μάχη που δίνει ο άνθρωπος με το χρόνο και το αναπόφευκτο του θανάτου.

Η ιστορία του νεαρού υπολοχαγού Τζοβάνι Ντρόγκο, ο οποίος μετατίθεται στο μεθοριακό Οχυρό Μπαστιάνι και περνά όλη την υπόλοιπη ζωή του εκεί, θυμίζει το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν και τον αινιγματικό Χανς Κάστορπ∙ θυμίζει όμως εξίσου και τον Θάνατο του Ιβάν Ίλιτς του Τολστόι, στο βαθμό που εξαρχής ο πρωταγωνιστής του ακολουθεί μια γραμμική, αναπόδραστη όσο και μάταιη πορεία προς το τέλος.

Η ιδεοληψία των Ταρτάρων μπροστά στην απέραντη και ανίκητη έρημο, παραπέμπει ευθέως στην Καβαφική ειρωνεία περί βαρβάρων. Καφκική ατμόσφαιρα επίσης, διατρέχει όλο το μυθιστόρημα, με τον παραλογισμό να κυριαρχεί σε αρκετές σκηνές του, όπως αυτή με τον φρουρό ο οποίος τουφεκίζει εν ψυχρώ τον στρατιώτη Λατσάρι, όταν εκείνος απλώς αγνοεί το επίμαχο σύνθημα.

Σε όλη την διαδρομή ο Μπουτζάτι χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά τις βασικές αφηγηματικές τεχνικές: Προοικονομεί την κατάληξη του ήρωά του μέσα από τα προφητικά λόγια του ηλικιωμένου ράφτη (σελ.67) Το αποφασιστικό κεφάλαιο του βιβλίου είναι ασφαλώς το ένατο, στο οποίο ο Ντρόγκο σε επίδειξη θαυμαστής παλινωδίας εγκλωβίζεται μια για πάντα στον νοσηρό ιστό του Ορυχείου.

Από το σημείο αυτό και πέρα δεν υπάρχει επιστροφή. Με απανωτές παραλείψεις στο χρόνο από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ο Μπουτζάτι επιταχύνει τη διήγηση στοχεύοντας στα ουσιώδη. Να ήταν άραγε ψευδαίσθηση η νιότη που απομακρύνεται ιλιγγιωδώς από το προσκήνιο; Να ήταν ουτοπία ο ευγενής στόχος της υπεράσπισης του οχυρού απέναντι στον θρυλικό εχθρό; Υπάρχει λογική σε αυτό το άχρονο και απρόσωπο πεδίο που χαρτογραφεί ο Μπουτζάτι;

Η βαθιά ποιητική γλώσσα του μας χαρίζει λεπτές περιγραφές του τύπου: «Ήταν ένα οκτωβριάτικο βράδυ με ασταθή καιρό, με κηλίδες κοκκινωπού φωτός σπαρμένες εδώ κι εκεί στο χώμα, που δεν καταλάβαινες από πού αντανακλόνταν και σιγά σιγά τις κατάπινε το μολυβένιο λυκόφως».

Άλλες φορές όμως μοιάζει με μια δυνατή σπαθιά, όπως στο επεισόδιο της προσωρινής επιστροφής του Ντρόγκο στο σπίτι του.

«'Τι έχεις μαμά;' ρώτησε μες στη βαθιά σιωπή… Στην πραγματικότητα η μητέρα του δεν είχε απαντήσει, τα νυχτερινά βήματα του γιου της πλέον δεν μπορούσαν να την ξυπνήσουν όπως άλλοτε, είχαν γίνει σαν ξένα, λες κι ο ήχος τους είχε με τον καιρό αλλάξει».

Η Έρημος των Ταρτάρων είναι μυθιστόρημα στο οποίο αναπαράγεται με θαυμαστό τρόπο όλη η τέχνη του κλασικού στην αφήγηση και στη λογοτεχνία και με αυτή την έννοια είναι ένα πραγματικό αριστούργημα.