Δέκα Αναγνώσεις του Καμύ - Ανάγνωση 1η
«Σήμερα πέθανε η μαμά»
«Σήμερα πέθανε η μαμά. Μπορεί και χτες, δεν ξέρω. Έλαβα ένα τηλεγράφημα από το άσυλο. Είναι παράξενο πώς εγκαινιάζει κάποιος τη λογοτεχνική του δόξα με τρεις απλές φράσεις, σκέφτηκε ο Καμύ καθώς απολάμβανε το αναζωογονητικό άρωμα ενός καφέ εσπρέσο δίπλα στην άμμο…» (Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι, σελ. 33)
Η αρχή αυτού του κεφαλαίου κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Από τον καιρό που έγραφα το μυθιστόρημά μου με ήρωα τον Καμύ είχα την αίσθηση πως ο Γαλλοαλγερινός νομπελίστας αδικήθηκε από τη γιγαντιαία υστεροφημία του. Όλες αυτές οι στοιβάδες της αναγνώρισης που κάλυψαν το έργο του, «έθαψαν» κατά κάποιο τρόπο και το πρωτοπόρο πνεύμα του.
Ολυμπιακός: Κινήσεις επίθεσης από την αρχή χωρίς τέλος
Ο «Ξένος» θεωρείται σήμερα ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα αλλά η σημασία του δεν εξαντλείται στο επίπεδο των πωλήσεων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το βιβλίο εκδόθηκε στο Παρίσι της Γερμανικής Κατοχής, καρπός ενός πρώιμα ωριμασμένου ταλέντου, ενός δημιουργού που ερχόταν από την άνυδρη Αλγερία με ένα φιλόδοξο ορίζοντα.
Ο Αλμπέρ Καμύ ως έφηβος στο Αλγέρι «ξεκοκάλισε» τη βιβλιοθήκη του θείου Γκυστάβ: Διάβασε μεταξύ των άλλων Μπαλζάκ, Δουμά, Βερν και τα πρώτα κείμενα του Μαλρό. Διάβασε και Ζιντ αλλά και Πολ Βαλερύ, έναν ποιητή με τον οποίο αισθάνθηκε κάποια συγγένεια λόγω της Μεσογείου. Στην αρχή προσπάθησε μάλιστα να μιμηθεί τους στίχους του. Το έκανε αδέξια και αντιλήφθηκε πως η ποίηση δεν ήταν για αυτόν. Στράφηκε στην πεζογραφία αλλά με τη φειδώ των ποιητών. Κι αυτή η φειδώ, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο στοιχείο, είναι εμφανής στον «Ξένο».
Πόσοι συγγραφείς, ωστόσο, γράφουν με το καινοτόμο πνεύμα του Καμύ στα χρόνια του πολέμου; Το τηλεγραφικό ύφος με τις σύντομες κοφτές προτάσεις και τη σκληρή στίξη στέκεται απέναντι στον μακροπερίοδο λόγο του Προυστ με την ασπόνδυλη σύνταξη. Αν παρομοιάζαμε τη γαλλική λογοτεχνία με ακορντεόν, το απώτατο άνοιγμα του οργάνου θα ταυτιζόταν με το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» αλλά η πλήρης επαναφορά του θα ήταν ο «Ξένος». Ο Προυστ διακήρυσσε πως ήταν ποιητής και η πρόζα ποσώς τον ενδιέφερε, αλλά έγραφε σαν πεζογράφος. Ο Καμύ αποποιήθηκε την ποιητική του φύση αλλά η γλώσσα του διακρίνεται από την οικονομία και τη βαθιά μεταφορά των ποιητών.
Η πρώτη φράση του «Ξένου» αποτελεί φόρο τιμής στον Προυστ, αφού προτάσσει το χρονικό επίρρημα σήμερα με μια έμφαση στην έννοια του χαμένου, που προκύπτει από την απώλεια της μητέρας.
Κατά τα άλλα ο Καμύ μένει πιστός μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος σε αυτή την τηλεγραφική συνθήκη της πρώτης φράσης. Πράγματι αν μετρήσει κανείς τις λέξεις που μεσολαβούν από τελεία σε τελεία, δύσκολα ξεπερνούν κάθε φορά τις πέντε. Την αφηγηματική του τόλμη ο Καμύ θα τη δείξει τόσο στην εκτενή αλληγορία της «Πανούκλας» όσο και στη σκανδαλωδώς πρωτόγνωρη φόρμα της «Πτώσης». Ο συγγραφέας του Ξένου υπήρξε ένας αθεράπευτος πειραματιστής αυτό ωστόσο δεν του το αναγνωρίζουν οι κριτικοί. Μόνο οι βιογράφοι του αποκαλύπτουν τις δοκιμές του, αλλά οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν και να συναρμολογήσουν το πρωτοπόρο πνεύμα του.