Θωμάς Σιταράς: «Βάση του ποδοσφαίρου, ο πετροπόλεμος...»

«Όμορφή μ’ Αθήνα, πού ‘ν’ τα χρόνια εκείνα, πού ‘ν’ τα χρόνια εκείνα τα παλιά» τραγουδούσε ο Νίκος Γούναρης και όποιοι νοσταλγούν μαζί του μπορούν να τα ζήσουν μέσα από τα βιβλία του αθηναιογράφου Θωμά Σιταρά, με τελευταίο το «Λατέρνα, φτώχεια και περίσσευμα καρδιάς». Πηγές του; Οι εφημερίδες της εποχής, που του έδωσαν την ευκαιρία να έχει ένα πλούσιο αρχείο, ακόμη και για το ποδόσφαιρο.

Θωμάς Σιταράς: «Βάση του ποδοσφαίρου, ο πετροπόλεμος...»

Συνέντευξη στον ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΕΜΟΝΙΔΗ

Συναντήσαμε τον Θωμά Σιταρά στο «Αθηναϊκό» και μας είπε όμορφες ιστορίες, με πρώτη και καλύτερη τη δικιά του… «Οι γονείς μου έφυγαν το 1916 από την Κωνσταντινούπολη, είχαν προβλήματα γιατί ο πατέρας μου συνεργαζόταν με τους Εγγλέζους. Μαζί με αυτόν και όλο το σόι έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στον Βόλο και μετά στο Περιστέρι, στα προσφυγικά σπίτια. O πατέρας μου έφτιαχνε γυναικεία καπέλα, που τα αντέγραφε από γαλλικά περιοδικά της εποχής, περιοδικά που έφερνε ο Κάουφμαν στη Σταδίου. Τα έδινε στον Παπαγιάννη που είχε μαγαζί στην Ερμού. Όλα αυτά ως το 1932 που με την κρίση η μικρή βιοτεχνία φαλίρισε. Ο πατέρας όμως γνώριζε καλά αγγλικά και βρήκε αμέσως δουλειά ως επιστάτης στον Αγγλοελληνικό Σύνδεσμο στη Βασιλίσσης Σοφίας 18. Ήταν κάτι σαν την Αθηναϊκή Λέσχη της εποχής, όπου σύχναζαν οι αριστοκράτες Κολωνακιώτες. Η οικογένεια έφυγε πλέον από το Περιστέρι και εγκαταστάθηκε στο όμορφο νεοκλασικό μέγαρο, όπου του έδωσαν τον τρίτο όροφο, που τον χρησιμοποιούσαν παλιά σαν αποθήκη. Εκεί γεννηθήκαμε με τα αδέρφια μου και μεγαλώσαμε στα πούπουλα...».

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο «ΦΩΣ» στις 18/3/2023

Πού σπουδάσατε;

Πήγα στη Λεόντειο, στη Σίνα. Ήμουν αριστούχος και συνέχισα το 1962 με υποτροφία του Βαυαρικού Υπουργείου Παιδείας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Επειδή η υποτροφία ήταν χαμηλή και τα λεφτά δεν φτάνανε, δούλευα παράλληλα σε περιστασιακές εργασίες. Έκανα λοιπόν δύο σπουδές στο Πανεπιστήμιο και στο... πεζοδρόμιο. Γνώρισα τον κόσμο και είχα πλέον άλλον αέρα. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, αμέσως μετά το στρατιωτικό ανέλαβα διευθυντής μάρκετινγκ στου Πετζετάκι. Σε αυτήν την υπεύθυνη θέση μιας τόσο μεγάλης βιομηχανίας βοήθησε και το ότι ήξερα αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά. Έτσι ανέλαβα την επιθεώρηση κυρίως των εμπορικών δικτύων του εξωτερικού. Ταξίδεψα πολύ και γνώρισα πολλές χώρες.

Πώς προήλθε το ενδιαφέρον σας για την παλιά Αθήνα;

Στη Γερμανία σπούδασα Οικονομία και Δημοσιογραφία. Με είχε ενθουσιάσει το μάθημα της Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης. Το 80% της ύλης ήταν η καθημερινότητα των λαών, η λαογραφία, το πώς ζούσε η κοινωνία. Πολύ συναρπαστικό αντικείμενο. Με απορροφούσαν αυτού του είδους τα βιβλία και ζούσα έτσι νοερά την καθημερινότητα των ευρωπαϊκών λαών... Κάποια στιγμή, πλησιάζοντας τα συντάξιμα πια χρόνια, αναρωτιόμουν αν υπάρχει κάτι ανάλογο για την πόλη μου. Βρήκα πολύ ενδιαφέρον υλικό στα βιβλία του Γιάννη Καιροφύλα, του πατέρα της αθηναιογραφίας. Αυτό όμως που με τράβηξε απόλυτα ήταν τα χρονογραφήματα. Οι παλιές εφημερίδες που βρήκα στο αρχείο της Βουλής και στη Δημοτική Βιβλιοθήκη ήταν γεμάτες γλαφυρά κείμενα γεμάτα χιούμορ που δεν άφηναν τίποτα ασχολίαστο. Αποδείχτηκε ότι αυτός θα ήταν ο καινούργιος μου παράδεισος... Ένας παράδεισος με χιούμορ, τραγούδι, ποίηση, κοινωνική συνοχή.

Και πώς το οργανώσατε όλο αυτό το υλικό;

Μην ξεχνάτε ότι δούλεψα στη Γερμανία, όπου κυριαρχούν η τάξη, η οργάνωση και η μεθοδικότητα. Πέρασα ένα καλοκαίρι και από την εταιρεία Μέσερσμιτ, που κατασκεύαζε παλιά τα στούκας. Αχανής εταιρεία. Στο γραφείο προσωπικού συμπλήρωσα τις εμπειρίες αυτές. Έτσι έχω φτιάξει ένα αρχείο, τόσο καλά οργανωμένο, που αν πατήσεις το λήμμα π.χ. «ποδόσφαιρο» θα βγουν δεκάδες κείμενα και φωτογραφίες.

Το πρώτο βιβλίο;

«Η Παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται». Μίλησα για το έξω καρδιά και το γλέντι. Τα σπίτια τότε ήταν ανοιχτά, η οικογένεια ζούσε μαζί και καλούσαν κόσμο στις γιορτές, δεν έστελναν όπως τώρα sms. Yπήρχε κοινωνική συνοχή και εξωστρέφεια. Ο κόσμος έβγαινε έξω, δεν έμενε στο σπίτι, δεν υπήρχε τηλεόραση. Η Αθήνα τότε ήταν ένα χωριό, ζούσε απομονωμένα. Για να πας επίσκεψη σε ένα σπίτι, έπαιρνες γραπτές οδηγίες. Οι δρόμοι ως το 1900 ήταν χωμάτινοι, με σκόνη το καλοκαίρι, λάσπη τον χειμώνα και πέτρες. Έβαζαν σημάδια με πέτρες για να βρίσκουν το βράδυ το σπίτι τους. Η αστυνομία επέβαλε να γυρίζουν με φανάρια. Μάλιστα κλείδωναν τα σπίτια τους με ένα ξύλο που λεγόταν γκάγκαρο. Και από το μάνταλο πήραν το όνομά τους οι Αθηναίοι. Οι Γκάγκαροι ήταν οι βέροι Αθηναίοι. Τις Αθηναίες τις έλεγαν Ατθίδες. Αυτές έβγαιναν με επιφύλαξη, ενώ οι άνδρες αναλάμβαναν να ψωνίσουν στην παλιά αγορά, στην Αιόλου. Οι Αθηναίες έβλεπαν μόνο από τα παράθυρα. Γωνία Ερμού και Αιόλου ήταν η «Ωραία Ελλάς», όπου μαζεύονταν όλοι και έκαναν πολιτικές συζητήσεις. Αργότερα μεταφέρθηκαν στου «Ζαχαράτου». Το Θησείο ήταν σκουπιδότοπος.

Για ποιες εποχές μιλάμε;

Η περίοδος της παλιάς Αθήνας χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Η περίοδος του Όθωνα, 1832-1862. Η ρομαντική περίοδος, του Μιμίκου και της Μαίρης, 1862-1880. Μιλάμε εδώ για δύσκολες καταστάσεις. Ο κόσμος προσπαθούσε τότε να επιβιώσει μέσα σε μια μικρή πόλη 2.000 κατοίκων και 40 σπίτια. Έφυγαν κάποια στιγμή και οι ξένοι και εμείς αρχίσαμε να πλάθουμε μια νέα κοινωνία. Το 1880-1914 έχουμε την «μπελ επόκ», την καλή εποχή. Αρχίζει να εμφανίζεται η αστική τάξη, μια εποχή χωρίς πολλούς πολέμους, με ηρεμία. Ασφαλτοστρώνονται οι δρόμοι, έρχεται το τηλέφωνο, το αυτοκίνητο, το ηλεκτρικό. Ως το 1880 δεν υπήρχε π.χ. πάγος, έβαζαν τα τρόφιμα σε ειδικούς αποθηκευτικούς χώρους που αερίζονταν, γνωστούς ως φανάρια. Ψώνιζαν μόνο για την ημέρα. Η περίοδος 1914-18 του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ιδιαίτερα δύσκολη γιατί δεν υπήρχε τροφοδότηση από την Ευρώπη, από τη Μασσαλία, την Κωνσταντινούπολη, την Τεργέστη. Τέλος, έχουμε την περίοδο του Μεσοπολέμου 1918-40 που είναι η καλύτερη, γιατί έστρωσε η γλώσσα, οι συγκοινωνίες, οι υποδομές λειτουργούν. Κάτι που με βολεύει γιατί θέλω τα βιβλία μου να τα γράφω στη σημερινή καθομιλουμένη, αφού απευθύνομαι και στις νεότερες γενιές.

Δεν υπάρχουν όμως αναφορές για την Αθήνα πριν από τον Όθωνα.

Τι να πεις για ένα χωριό. Από την εποχή του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας ήταν ένα ξεχασμένο χωριό η Αθήνα, ένα λασποχώρι. Χάρη στον πατέρα του Όθωνα, τον Λουδοβίκο, που ήταν αρχαιολάτρης και έκανε πολλά κτίρια της αρχαίας Ελλάδας στη Γερμανία, αναστήθηκε η Αθήνα. Στην Ακρόπολη δεν πήγαιναν οι Αθηναίοι, ήταν ένας τούρκικος μαχαλάς με σπίτια δίπλα στον Παρθενώνα. Μόνο σε πίνακες βλέπουμε την Αθήνα εκείνης της εποχής. Το Θησείο ήταν οργανωμένος σκουπιδότοπος. Μύριζε δύσοσμα η περιοχή. Κυκλοφορούσαν καμήλες. Μόνο οι ξένοι καταλάβαιναν την Αθήνα και έκαναν ταξίδια για να ζήσουν στα μέρη όπου μεγαλούργησαν οι Αθηναίοι. Ήταν το πάθος τους να ανακαλύψουν την αρχαία Αθήνα. Η πλατεία Δημαρχείου λεγόταν πλατεία Λουδοβίκου προς τιμήν του πατέρα του Όθωνα που ανέστησε την πόλη και την έκανε πρωτεύουσα. Και να δεις πώς διάλεξαν πού θα γίνει το παλάτι…

Ξέρω, μου το διηγήθηκε ο Μάνος Ελευθερίου. Κρέμασαν ένα κομμάτι κρέας σε πολλές περιοχές της Αθήνας και αυτό του Κολωνακίου χάλασε, έπαθε σήψη τελευταίο. Εκεί ήταν το καλύτερο κλίμα.

Υποψήφιο ήταν και το Μεταξουργείο, όπου είχε καλό κλίμα και ρυάκια. Ο αντιβασιλέας έφτιαξε τη βίλα του στην Πειραιώς. Υπήρχε και η ιδέα να χτίσουν το παλάτι στην Ακρόπολη, ευτυχώς τους σταμάτησε ο Λουδοβίκος. Στο Κολωνάκι υπήρχαν αμπελώνες. Το ανάκτορο είναι η σημερινή Βουλή και είχε 132 δωμάτια και μια τουαλέτα. Την τουαλέτα τη θεωρούσαν κάτι βρόμικο, την είχαν έξω από τα σπίτια. Έκαναν διαδήλωση οι Αθηναίοι όταν έμαθαν ότι θα κάνουν τουαλέτα μέσα στο ανάκτορο. Αρχικά το σπίτι του Όθωνα ήταν στο σπίτι του Κολοκοτρώνη, στην οδό Κολοκοτρώνη, μετά στην πλατεία Κλαυθμώνος, το σημερινό μουσείο της Αθηναϊκής Ιστορίας, και αργότερα στην Παλιά Βουλή.

Το δεύτερο βιβλίο;

«Πόθοι και Πάθη στην Παλιά Αθήνα», ερωτικές ιστορίες της εποχής, με γκαρσονιέρες και ροζ ιστορίες που βρήκα στις παλιές εφημερίδες. Με πραγματικές πικάντικες περιγραφές και φωτογραφίες. Ακολούθησαν τα «Ανάλεκτα», ένα μωσαϊκό παλιών κομματιών. Μετά άλλαξα εκδοτικό οίκο και συνεργάστηκα με τις Εκδόσεις «Μίνωας» στο «Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες», βιβλίο που πέρασε σε δεύτερη έκδοση...

Ποιο είναι το κοινό σας;

Εξήντα συν και εικοσιπέντε-σαρανταπέντε νέοι που θέλουν να μάθουν τι συνέβαινε παλιά.

Ειδικές εκδόσεις κάνατε;

Ναι, το «Καλό Βόλι» που ασχολείται με τις εκλογές. Και τα «Ευτράπελα της Διαφήμισης».

Αλήθεια, τι θα κάνετε με το αρχείο σας;

Σκοπεύω να το δωρίσω στην ΕΣΗΕΑ.

Εμπνέεστε από την επικαιρότητα;

Πάντα. Προσπαθώ να συνδέσω την παλιά Αθήνα με το σήμερα. Γράφω κάθε εβδομάδα στην ηλεκτρονική έκδοση του «Πρώτου Θέματος» και έχω δική μου στήλη στο σαββατιάτικο ένθετο περιοδικό του «Εθνικού Κήρυκα» της Νέας Υόρκης. Επικοινωνώ έτσι και με την ομογένειά μας.

Με το ποδόσφαιρο ασχοληθήκατε;

Τα αγόρια εκείνη την εποχή πήγαιναν και δεν πήγαιναν στο σχολείο, όπου υπήρχαν πολύ αυστηροί δάσκαλοι. Γι’ αυτό έκαναν και κοπάνες με την πρώτη ευκαιρία. Έχω ένα πραγματικό γεγονός, όπου αγόρασε ένας ένα πιάνο και έφυγαν όλοι από το σχολείο για να δουν την παραλαβή του πιάνου. Για να καταλάβουμε την έννοια της πειθαρχίας εκείνη την εποχή. Κάποια στιγμή όμως βαρεθήκανε τα πατίνια και άρχισαν να παίζουν πετροπόλεμο, που ήταν η απαρχή του ποδοσφαίρου, φτιάχτηκαν για πρώτη φορά ομάδες. Στην αρχή ήταν ομάδες των γειτονιών, Μεταξουργείο κατά Αγίου Παύλου, Πλάκα κατά Ψυρρή, οι όμορες συνοικίες. Και έμπαιναν μέσα και κάποιοι μεγάλοι, οι μάγκες της περιοχής, και καθοδηγούσαν τους μικρούς. Και από τον πετροπόλεμο πέρασαν και στις πιστολιές. Με τις διμούτσουνες, τις κολοκοτρωνέικες καραμπίνες. Υπήρχε ένα πάθος που εκτονωνόταν με αυτόν τον τρόπο. Κάποια στιγμή βαρεθήκανε τον πετροπόλεμο οι συνοικίες και το γύρισαν σε μάχες οι ενορίες. Αγία Αικατερίνη εναντίον Αγίας Ειρήνης. Όλα αυτά ως το 1910 που ήρθε από την Αγγλία το ποδόσφαιρο και οι κανονισμοί του. Πόσα μέτρα πρέπει να είναι τα γκολπόστ κ.λπ. Αγκάλιασε η νεολαία το ποδόσφαιρο και κράτησε από τον πετροπόλεμο το πάθος.

Οι ομάδες πώς φτιάχτηκαν;

Ο Παναθηναϊκός ήταν η Αθήνα, οι Αμπελόκηποι, ο Ολυμπιακός ήταν το Πασαλιμάνι, ο Πειραιάς, οι πρόσφυγες στη Νέα Φιλαδέλφεια έφτιαξαν την ΑΕΚ. Μαζί με το ποδόσφαιρο ήρθαν οι πλάκες, οι κηδείες των αντιπάλων και τα φέιγ βολάν. Όταν γινόταν η παρέλαση την 25η Μαρτίου στην Αθήνα, συμμετείχε και ο Παναθηναϊκός, στον Πειραιά ο Ολυμπιακός... Τους πήραν χαμπάρι οι διαφημιστές και έβγαλαν τσιγάρα Παναθηναϊκού, τσιγάρα Ολυμπιακού. Γίνονταν και αγώνες με ομάδες από τα Βαλκάνια. Μια διαφήμιση π.χ. έλεγε «έχανε η ομάδα μας το πρώτο ημίχρονο γιατί έπαιζε με την... τάδε μπάλα. Την αλλάξαμε στο ημίχρονο, βάλαμε τη δικιά μας και κερδίσαμε». Οι διενέξεις μεταξύ των ομάδων ήταν καθημερινές και φυσικά πολλές φορές ζητούσαν ξένους διαιτητές για να αποτραπούν τα χειρότερα...

Ποια ομάδα υποστηρίζετε;

Αν και θα περίμενε κανείς να ήμουν ΑΕΚ, υποστήριζα τον Ολυμπιακό. Μου άρεσε το λαϊκό στίγμα του και το πάθος της ομάδας. Είχα μάλιστα πάει κάποια στιγμή στον Λεωνίδα Θεοδωρακάκη, αρχές της δεκαετίας του ’70, και του πρότεινα να κινηματογραφώ με έναν ηχολήπτη τους αγώνες και να παίρνουν το υλικό οι προπονητές να κάνουν ανάλυση. Τα είπαμε, αλλά δεν προχωρήσαμε γιατί βρήκε ακριβή την παραγωγή. Αν γινόταν, θα είχαμε πλούσιο υλικό.