Καρολίνα Μέρμηγκα: «Η Τέχνη πρέπει να είναι βλάσφημη»

Η Καρολίνα Μέρμηγκα μιλάει εκτενώς για τα ερεθίσματα και το περιεχόμενο της συγγραφικής της δουλειάς * Ο Καποδίστριας, η αγάπη για τον Όμηρο και η αναγνώριση με τον «Έλληνα Γιατρό»

Καρολίνα Μέρμηγκα: «Η Τέχνη πρέπει να είναι βλάσφημη»

Συνέντευξη στον ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΕΜΟΝΙΔΗ

Γέννημα-θρέμμα Κολωνακιώτισσα, γεννήθηκε στη Σίνα, μεγάλωσε στην Πλουτάρχου, και όπως λέει με χιουμοριστική διάθεση ασχολήθηκε με τα τρία διαβολικά Δ: Δικηγόρος, Διαφημίστρια, Δημοσιογράφος.

Εμείς θα εστιάσουμε στην άλλη πλευρά της Καρολίνας Μέρμηγκα. Τη συγγραφική και δη στο ιστορικό συναρπαστικό μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει στον χρόνο, γράφοντας ταυτόχρονα και ιστορία. Από την αστική πλευρά.

«Σπούδασα δικηγορία και δεν το μετάνιωσα, γιατί βοήθησε τον τρόπο σκέψης μου, την πειθαρχία της σκέψης μου, με βοήθησε να βλέπω πίσω από τα πράγματα. Έμαθα ότι πίσω απ’ όλα η απάντηση είναι ο "νόμος". Δικηγορούσα μέχρι το πρώτο παιδί μου, αλλά πάντα έγραφα τις σκέψεις μου για να ξελαμπικάρω, χωρίς να έχω στο μυαλό μου την έκδοση των γραφομένων μου. Διάβαζα τη "μεγάλη λογοτεχνία" και δεν τολμούσα, είδα όμως αυτά που γράφονταν τη δεκαετία του ‘90, τα περισσότερα μέτρια, και έτσι βρήκα το θάρρος να εκδοθώ. Συνεργαζόμουν με αρθράκια σε διάφορα γυναικεία περιοδικά ("Marie Claire", "Γυναίκα" κ.ά.) και το 2000 ξεκίνησα μόνιμη συνεργασία με το περιοδικό "Votre Beaute", όπου ήμουν αρχισυντάκτρια για δώδεκα χρόνια. Βρέθηκα δηλαδή στην ουρίτσα της εποχής που "έδεναν τους σκύλους με τα λουκάνικα". Τότε που μια νέα τσάντα κάθε μήνα ήταν περίπου αυτονόητη και οι εταιρείες στα χριστουγεννιάτικα πάρτι χάριζαν τηλεοράσεις. Δούλευα ατέλειωτες ώρες αλλά διασκέδαζα κιόλας και πάντως ήμουν σε μια επαφή με την πραγματικότητα. Κατάλαβα τι ήταν εκείνη την εποχή η Ελλάδα, η Αθήνα, γιατί πριν, μεγαλώνοντας τα παιδιά μου, ζούσα σε ένα κουκούλι, ένα υπέροχο κουκούλι».

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο «ΦΩΣ» στις 15/2/2023

Πάμε στη συγγραφή.

Το 2005 εξέδωσα την πρώτη μου συλλογή διηγημάτων «Ερωτευμένες», στον εκδοτικό οίκο «Εστία», για τον οποίο έχω τεράστια εκτίμηση. Η «έκθεση» είναι για μένα πολύ βασανιστική, σημαίνει πολλά και ακόμη και σήμερα μου δημιουργεί προβληματάκια. Χρειάζεται θάρρος και θράσος.

Μετά, το 2010, βγήκε η δεύτερη συλλογή διηγημάτων «Σήμερα δεν θα πεθάνω» από τις εκδόσεις «Μελάνι» της Πόπης Γκανά, με την οποία με συνδέει βαθιά φιλία. Και μετά πήρα φόρα: «Συγγενής» το 2013, «Ο Έλληνας Γιατρός» το 2016 και «Κάτι Κρυφό Μυστήριο» το 2019.

Με τον «Έλληνα Γιατρό» χτύπησα φλέβα γιατί είναι το τέλειο δώρο όταν πας σε γιατρό - και έχουμε πολλούς γιατρούς στην Ελλάδα. Είναι όμως και ένα καλό βιβλίο, κι ας το λέω εγώ. Το βιβλίο αυτό μου έδωσε το δώρο της επαφής με πολλούς και υπέροχους ανθρώπους που ήρθαν και με βρήκαν. Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι στρατιωτικός γιατρός. Όπως ανακάλυψα, οι γιατροί θησαυρίζουν τις μνήμες τους, τις προφυλάσσουν. Δεν έχω συναντήσει τόσο οργανωμένη ομάδα ανθρώπων.

Η πλοκή ξεκινά το 1874 στη Μάνη, όπου ο ήρωας ήταν γόνος σχετικά εύπορης αγροτικής οικογένειας. Σπούδασε στην Αθήνα και μετά στη Γερμανία, έγινε πετυχημένος χειρουργός, πολιτεύτηκε με τον Βενιζέλο, ήταν και γιατρός του Παλατιού, συμμετείχε σε όλους τους πολέμους και τα μεγάλα γεγονότα και πέθανε το 1941, την περίοδο της Κατοχής, από μόλυνση. Είναι η ιστορία του παππού μου τον οποίο δεν γνώρισα, αλλά είναι και μυθιστόρημα.

Στο σπίτι δεν μου είχαν πει σχεδόν τίποτα. Τότε οι άνθρωποι δεν μιλούσαν, ούτε εγώ ζήτησα ποτέ από τον πατέρα μου να μου πει για τον πατέρα του. Μετάνιωσα που δεν ρώτησα. Χάσαμε την ευκαιρία να ακούσουμε την Ιστορία μας από αυτούς που την έζησαν. Τα στοιχεία τα βρήκα σε έγγραφα που υπήρχαν στο σπίτι και από διαβάσματα. Είχα δηλαδή απλά τα γεγονότα, ο ήρωας είναι φαντασιακός, αφού ποτέ δεν τον γνώρισα, υπήρχε όμως μια ξεκάθαρη ανάμνηση αγάπης και τρυφερότητας από τον πατέρα μου για τον πατέρα του. Αυτό είναι αλάθητο όταν συμβαίνει - και δεν συμβαίνει σε όλες τις οικογένειες.

«Ο Έλληνας Γιατρός» ήταν η πρώτη αναγνώριση από τους κύκλους του βιβλίου;

Ναι, και αυτό μου προκάλεσε άγχος για το επόμενο. Αισθάνομαι ότι δεν έχω κάνει κάτι καλύτερο ή χειρότερο, αλλά το τι αρέσει σε μένα δεν είναι ίδιο με το τι αρέσει στους άλλους. Νομίζω ότι το αναγνωστικό κοινό ενδιαφέρεται για τα ιστορικά και τα προσωπικά, εγώ όμως δεν έχω πρόθεση να ασχοληθώ με τα προσωπικά, παρά μόνο στον βαθμό που οι ιστορίες μας μπλέκονται και με τις ιστορίες των άλλων.

Με τον «Γιατρό» άλλαξε κάτι στη ζωή σας;

Όχι, αφού στην Ελλάδα δεν βιοπορίζεσαι με τη συγγραφή βιβλίων. Απλά έτυχε να συμπέσει με τη συνταξιοδότησή μου και έτσι είχα την πολυτέλεια να ασχοληθώ περισσότερο με το γράψιμο. Μου είναι πολύ ευχάριστο αυτό.

Με τι ερεθίσματα;

Την Ιστορία. Έγραψα για τον Καποδίστρια, για τον οποίο επίσης δεν γνώριζα πολλά, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Είναι εθνικός ήρωας, αλλά μάλλον δεν ξέρουμε γιατί. Το θέμα «ήρωας» με ενδιαφέρει - κι αυτό είναι σύνθετο. Γιατί όλη αυτή η ιστορία με τον πατριωτισμό έχει στραβώσει. Με συγκινεί η ιδέα της πατρίδας, όχι όμως με τις αποχρώσεις που έχει πάρει. Και επειδή δεν είμαι ιστορικός, προσέγγισα τον Καποδίστρια ως μυθιστορηματικό ήρωα, όπως κατά τη γνώμη μου είναι, μυθιστορηματικός και τραγικός. Συνειδητά το βιβλίο είναι κάπως «αγιογράφημα», αλλά ακόμα και τώρα έτσι πιστεύω γι’ αυτόν: «ο άγιος της Ιστορίας μας», όπως είπε ο Θάνος Βερέμης. Και αυτό το βιβλίο είχε ανταπόκριση. Πολλά έχουν γραφεί για τους ήρωες του ’21, από τον Κώστα Ακρίβο, τον Παντελή Μπουκάλα και άλλους, και χαίρομαι γιατί όσο πιο πολλά γράφονται τόσο το καλύτερο για να ξεκολλήσουμε από τη σχολική Ιστορία. Το μεγάλο πρόβλημα είναι τι δεν μαθαίνουμε στο σχολείο. Εγώ γράφοντας έψαξα και έμαθα.

Δεν γράφετε για το παρόν.

Το παρόν δεν μπορώ εύκολα να το διαχειριστώ. Πολλά με φοβίζουν, για να μην πω με τρομοκρατούν, και άλλα τα βαριέμαι. Γι’ αυτό μένω στο παρελθόν που είναι σιγουράκι (ό,τι έγινε, έγινε) και για μένα συναρπαστικό. Γράφω για το παρελθόν, αλλά η ματιά μου είναι σημερινή. Το πώς γράφεις για το παρελθόν εξαρτάται από το τώρα. Αλλιώς θα έγραφα για τον Όθωνα πριν από 50 χρόνια και αλλιώς σήμερα. Γενικά πιστεύω, ελπίζω, ότι έχουμε κάπως χαλαρώσει, δεχόμαστε πιο εύκολα την αλήθεια. Υπάρχουν βέβαια πάντα οι προκαταλήψεις. Τι διδασκόμαστε στο σχολείο, στο σπίτι αλλά και τι είναι στη μόδα. Δεν το συνειδητοποιούμε, αλλά η νοοτροπία μας είναι περισσότερο αποτέλεσμα μόδας. Όταν μεγάλωνα εγώ, ήταν της μόδας η σιξτίλα. Ήταν παντού, όχι μόνο στα παντελόνια καμπάνα. Πώς σκεφτόμασταν, πώς βλέπαμε τα πράγματα. Τώρα είναι η εποχή του πολιτικά ορθού, που και αυτό θα προκαλέσει πολλά προβλήματα στον τρόπο που γράφουμε, μέχρι να ισορροπήσει το εκκρεμές.

Φτάσαμε στο άλλο άκρο και πρέπει να προσέχεις τι γράφεις, για να μη σε κατηγορήσουν για ρατσισμό και σεξισμό.

Ως γυναίκα ομολογώ ότι ώρες ώρες ντρέπομαι. Δεν γίνεται οι γυναίκες να εκμεταλλεύονται το ότι είναι γυναίκες. Δεν μπορεί να κάνεις χοντράδες και να επικαλείσαι το φύλο σου για να είσαι σε κάποιου είδους απυρόβλητο. Το «woke» της Αμερικής, που σημαίνει «είμαι άγρυπνος, έχω τον νου μου, δεν αφήνω τίποτα να πέσει κάτω», τείνει σε υπερβολή και αυτό μας κάνει όλους πολύ προσεκτικούς, αλλά όταν πρέπει να σκεφτείς τι επιτρέπεται να γράψεις, είναι ήδη πρόβλημα. Από τη στιγμή που προσέχεις, δεν είσαι ελεύθερος. Όταν σε κάποια μουσεία αφαιρούν πίνακες επειδή δείχνουν κακοποιημένες γυναίκες και όταν τον Οθέλλο μπορεί να τον παίξει μόνο μαύρος, η τέχνη βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο.

Από την άλλη πλευρά, η αναπόφευκτη αντίδραση αγριεύει. Αυτές τις ημέρες στη Φλόριντα απαγόρευσαν σχολικά βιβλία που θεωρούνται «ύποπτα» ως επικίνδυνα για τα παιδιά. «Να μη γίνουν όλα ομοφυλόφιλοι» και τέτοια. Δεν μπορεί η τέχνη να προσέχει, πρέπει να είναι προβοκατόρικη και βλάσφημη. Και εμείς πρέπει να προστατεύουμε αυτό της το δικαίωμα. Η τέχνη, τα γράμματα, ο λόγος είναι περισσότερο ευάλωτα από όσο νομίζουμε. Είναι φοβερό πόσο επανερχόμαστε στα αυτονόητα.

Να ξαναγυρίσουμε σε εσάς.

Το 2021 έγραψα τον «Δέκατο Χρόνο» (εκδόσεις «Αλεξάνδρεια»). Είναι ένας διάλογος ανάμεσα στη Βρισηίδα, την αγαπημένη του Αχιλλέα, που βρίσκεται πια μόνη της στην ακτή της Τροίας. Έχει τελειώσει ο πόλεμος και συνομιλεί με τη μούσα.

Το βιβλίο δεν πήγε καλά, μάλλον δεν άρεσε ή δεν ενδιέφερε. Εγώ το αγάπησα και το αγαπώ πολύ και μελέτησα πολύ για να το γράψω. Πάντως τολμώ να κάνω τη διαπίστωση ότι οι ξένοι γοητεύονται από τον Όμηρο πολύ περισσότερο από εμάς. Το έβλεπα και το βλέπω, όταν εκστομίζω τη λέξη «Ιλιάδα» απλώνεται μια γυαλάδα στις ματιές! Φαίνεται πως σε εμάς βγάζει μια σχολική καταπίεση.

Γιατί μας ανάγκαζαν να τον αποστηθίζουμε.

Προσωπικά με γοητεύει απίστευτα η Ιστορία. Είναι κάποια πράγματα που δεν λέγονται αρκετά. Κατεβάζουμε πλέον αρκετούς ήρωες από το βάθρο, αλλά υπάρχουν και θολές φιγούρες.

Όπως τον Μιαούλη, που τον τιμούμε ως ήρωα, παρότι έβαλε φωτιά και βύθισε τον ελληνικό στόλο.

Τότε, αμέσως μετά την Επανάσταση, συγκρούστηκαν δύο κόσμοι. Η Ελλάδα ήταν ένας οθωμανικός τόπος. Και υπήρχαν οι φεουδάρχες. Οι Μαυρομιχάληδες για παράδειγμα είχαν το δικό τους τελωνείο, πώς να δεχτούν να γίνει κρατικό; Η οικογένεια που σκότωσε τον Καποδίστρια δεν έπαψαν να θεωρούνται και ήρωες.

Στον λαό ο Καποδίστριας ήταν μισητός;

Όχι. «Μπαρμπαγιάννη» τον φώναζαν. Έλεγαν «δεν ανησυχώ μη με κλέψουν, γιατί ο Μπαρμπαγιάννης είναι και κάτω από την ουρά της προβατίνας μου και τη φυλάει». Μισητός έγινε στους προύχοντες, γιατί ήρθε να τους πάρει τα προνόμια. Όλοι αυτοί που όντως μάτωσαν για την επανάσταση περίμεναν την ανταπόδοση, να γίνουν Τούρκοι στη θέση των Τούρκων.

Και ήρθε ο Καποδίστριας να τους το χαλάσει με τις ιδέες του για σύγχρονο κράτος. Επιπλέον, ήταν και ακατανόητος, γιατί ήταν ανιδιοτελής. Ήθελε «να τελειώσει τη δουλειά» και μετά να πάει σπίτι του. Δεν είχε ανάγκη από μεγαλεία, αυτά τα είχε ήδη αφήσει πίσω του. Δεν υπήρχε περίπτωση, λοιπόν, οι δύο κόσμοι να μη συγκρουστούν. Ήταν αναπόφευκτο, σαν αρχαία τραγωδία. Και επί Όθωνα οι δύο κόσμοι συνέχισαν να συνυπάρχουν και να συγκρούονται.

Ποιος κέρδισε;

Ο Καποδίστριας και ο Όθωνας πάντως νικήθηκαν. Κάποιοι λένε ότι επικράτησε ο Διαφωτισμός. Εγώ ιστορίες αφηγούμαι. Παίρνω, όμως, την πλευρά του ήρωα. Ήρθε για να πεθάνει ο Καποδίστριας. Το ήξερε ότι θα τον σκότωναν.

Ήταν όμως και αδιάλλακτος. Ήρθε να πετύχει αυτό που θεωρούσε σωστό.

Ναι, αλλά ήξερε τους Έλληνες. Η δουλειά του για την Ελλάδα είχε ξεκινήσει από πολύ παλιά, πολύ προτού πατήσει το πόδι του εδώ, και ήξερε τι έπρεπε να γίνει, αν μόνο τού το επέτρεπαν. Είχε γύρω του έναν μηχανισμό λίγων ανθρώπων και με αυτούς και την ατέλειωτη δική του εργασία έκανε πράγματα που χρόνια μετά έσωζαν ακόμα τον τόπο, λοιμοκαθαρτήρια, σχολεία, αγροτικές σχολές. Ό,τι πρόλαβε σε τρία χρόνια ζωής.

Αν δεν τον σκότωναν;

Θα έκανε περισσότερα. Αλλά θα έφευγε. Συμφωνούσε να έρθει ένας βασιλιάς, ήταν στο πρόγραμμα. Ο ίδιος ήθελε να γυρίσει και να ζήσει στην Κέρκυρα. Αυτό ονειρευόταν.

Φίλους είχε;

Πολλούς, απ’ όλη την Ευρώπη.

Στην Ελλάδα;

Λίγους.

Να γυρίσουμε στα οικογενειακά. Ο γιος σας, Κωνσταντίνος Λιανός, είναι δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Sun» και Ολυμπιακός;

Ναι, και επομένως εννοείται ότι Ολυμπιακός είμαι κι εγώ. Είναι αθλητικός συντάκτης με εξειδίκευση στο ποδόσφαιρο και στο wrestling. Ανήκει δύο χρόνια στο αθλητικό τμήμα της «Sun» που αριθμεί περίπου 15 άτομα. Σπούδασε στην Αγγλία, σε σχολή δημοσιογραφίας, εκεί δεν γίνεται να δουλέψεις χωρίς αντίστοιχο πτυχίο. Μόνος του κόλλησε το μικρόβιο των αθλητικών, ουρανοκατέβατα.

Η κόρη σας;

Σχεδιάζει και εργάζεται στο κόσμημα.

Η καθημερινότητά σας;

Μου αρέσουν τα καφενεία. Σε κάποια, όπως στο «Φίλιον», αισθάνομαι σπίτι μου. Ξέρω τους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί και εκείνοι με ξέρουν. Μου αρέσει ο ήχος των ανθρώπων, το ότι κάθονται δίπλα δίπλα πολιτικοί αντίπαλοι, τσακωμένοι, χωρισμένοι. Ακόμη και όταν διαφωνούν. Πολιτισμός. Έχουμε παράδοση στα καφενεία. «Η Ωραία Ελλάς» ας πούμε, είχε ανοίξει το 1836 από έναν Ιταλό με την επωνυμία «Μπέλλα Γκρέτσια» στη διασταύρωση Ερμού και Αιόλου και ήταν η πιο ανόθευτη κάλπη της χώρας. Έμπαινε ένα πολιτικός και ανάλογα από το αν του γύριζαν την πλάτη ή αν έβγαζαν τα καπέλα τους καταλάβαινες το ρεύμα της εποχής. Μακάρι να πεθάνω γελώντας μέσα σε ένα καφενείο, αν και μάλλον δεν θα το ήθελαν οι ιδιοκτήτες.

Η άλλη μεγάλη μου αγάπη είναι οι εφημερίδες - και έχω μεγάλη αγωνία για την επιβίωσή τους. Όλοι λέμε ότι τις θέλουμε, αλλά πόσοι τις αγοράζουμε; Γράφω μια φορά την εβδομάδα στα «Νέα» και λατρεύω τους δημοσιογράφους. Ναι, ξέρω ότι υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά έχουμε ακόμα τόσους σπουδαίους. Ελπίζω να μην το συνειδητοποιήσουμε όταν θα βρεθούμε μόνοι στο έλεος των πληκτρολόγων των σόσιαλ μίντια.