Ένα σενάριο του Άρη Αλεξάνδρου για θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου
Ο Άρης Αλεξάνδρου είχε μακρά και πολλαπλά δοκιμασμένη φιλία με τον Γιάννη Ρίτσο, σχέση που φανερώνεται και στην αλληλογραφία του Ρίτσου με την Καίτη Δρόσου, τη γυναίκα του Αλεξάνδρου, όπου ο ποιητής δεν νιώθει ποτέ δεσμευμένος από την ορθοδοξία των κομματικών του υποχρεώσεων
. Χωρίς καμία κομματική εξάρτηση έγραψε ο Ρίτσος και το θεατρικό του έργο «Ο λόφος με το σιντριβάνι», εν έτει 1959, με σκοπό να το ανεβάσει ο Γιάννης Βεάκης μεταφρασμένο στη Ρουμανία. Το έργο ανέβηκε το 1977 στο Κρατικό Θέατρο της πόλης Σιμπίου στην Τρανσυλβανία ενώ εκδόθηκε στα ελληνικά μόλις το 1990. Στο μεταξύ, το 1972 ο Αλεξάνδρου, αυτοεξόριστος στο Παρίσι και όντας κοντά στην ολοκλήρωση του μυθιστορήματός του «Το κιβώτιο», γράφει το σενάριο για τον «Λόφο με το σιντριβάνι», που δεν θα γίνει εντέλει ποτέ ταινία ενώ το θεατρικό θα παρουσιαστεί από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 1976, έναν χρόνο μετά την έκδοση του «Κιβωτίου».
Τι είναι το θεατρικό του Ρίτσου: Τίποτε παραπάνω από μια νεανική ιστορία του 1943 μεταφερμένη στη δεκαετία του 1960. Η Μάρθα είναι το 1943 μόλις δεκαεπτά χρόνων και πρόθυμη να αντικρίσει με όλη τη λάμψη της ηλικίας της τον κόσμο. Στο θεατρικό της παρόν, όμως, η Μάρθα μοιάζει να έχει χάσει, αλλά και να έχει αρνηθεί, τα πάντα. Η ελπίδα που χαράζει στην κουρασμένη ζωή της με τον Βλάση, έναν αθεράπευτο ταξιδιώτη, έναν περαστικό που δεν εννοεί να ριζώσει πουθενά, σβήνει πολύ γρήγορα, ξέροντας πως μολονότι η ίδια θα τον περιμένει για πάντα, προοπτική επιστροφής δεν υπάρχει. Έτσι, πνίγεται στο σιντριβάνι της μικρής πόλης στην οποία περιπλανιέται, διεκδικώντας πένθιμα την ανεξαρτησία και την ελευθερία που στερήθηκε στα νιάτα της.
Γράφοντας το σενάριο για το θεατρικό του Ρίτσου (το σενάριο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, με διαφωτιστική εισαγωγή της Ελένης Κεχαγιόγλου, μια τεσσαρακονταετία μετά την τελευταία του έκδοση), ο Αλεξάνδρου προσθέτει ένα πρόσωπο, τον Πάρη, ως αντάρτη και νεανικό έρωτα της Μάρθας, ο οποίος χάνεται στον αγώνα της μετακατοχικής εποχής. Δεν πρόκειται, όμως, μόνο γι' αυτό, που φωτίζει διαυγέστερα την ιστορία της Μάρθας. Ο Αλεξάνδρου κατακερματίζει τον αφηγηματικό χρόνο με αλλεπάλληλα φλας μπακ και επαναλαμβανόμενα πλάνα. Πλάνα που δίνουν τη σκυτάλη σε άλλα πλάνα, για να επανέλθουν κατόπιν στη δράση, συνεχίζοντας με απρόσμενο τρόπο την εξέλιξή τους. Επίσης, ο Αλεξάνδρου χρησιμοποιεί φωνές off ενώ το μυθικό όνομα του Πάρη δείχνει πως επιδιώκει, όπως και ο Ρίτσος στην ποίησή του, να επιτρέψει στην αρχαία Ελλάδα να συγκατοικήσει με τα σύγχρονα πάθη της ελληνικής κοινωνίας. Το σημαντικότερο, όμως, στη σεναριακή ανάπλαση του θεατρικού του Ρίτσου από τον Αλεξάνδρου είναι ο ποιητικός χαρακτήρας τον οποίο αποκτά η σκηνική δράση.
Πρόκειται για μια ποίηση διάχυτη και ικανή να προκαλέσει άμεση συγκίνηση αφού βλέπουμε τα ρινίσματά της να διασκορπίζονται παντού: από τις τεχνικές κατάτμησης του αφηγηματικού και του σεναριακού χρόνου μέχρι τον τονισμό του άσπρου αλόγου που τροχάζει χωρίς να το βλέπει κανένας, όπως ο «ίππος χλωρός» της «Αποκάλυψης» του Ιωάννου, ο οποίος επισκιάζει με τη θανατερή του ωχρότητα τη Μάρθα, ή σαν τους ποδοσφαιριστές οι οποίοι πλαισιώνουν δίκην χορού τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα. Για να μην αναφέρουμε το λυτρωτικό και συνάμα αδιέξοδο μοτίβο του ταξιδιού ή λοξό βλέμμα του μικρού Νάκη, που μπορεί να λειτουργήσει ως προσωπείο του Αλεξάνδρου και του Ρίτσου, ως ένας επιμελώς κρυμμένος υπαινιγμός για την αυτοπρόσωπη συγγραφική συμμετοχή στα σεναριακά και θεατρικά δρώμενα.
Κι αν λείπει από το σενάριο του Αλεξάνδρου ο καφκικός και εφιαλτικά αλληγορικός κόσμος του «Κιβωτίου» (ένας κόσμος κλεισμένος σε σιδερένιο καβούκι), δεν λείπουν οι μελαγχολικοί τόνοι της ποίησής του, ο τόνος της ήττας και της παραίτησης από το σθένος του αλλοτινού αγωνιστικού φρονήματος, που δεν βρίσκει πια κανέναν τόπο για να σταθεί και να εκφραστεί. Ακόμα και η αυτοχειρία της Μάρθας, παραπέμπει με την τολμηρή της απόγνωση (με την αποφασιστικότητά της να υπερβεί δια της τελικής εξόδου έναν ασήμαντο και καταβυθισμένο βίο) στα ποιήματα του Αλεξάνδρου: ανακαλεί τη δική τους δύναμη να υπομείνουν την απαξίωση οποιασδήποτε ζωτικής προσδοκίας, πολεμώντας με το κενό και με τη βεβαιότητα του θανάτου.
Όταν, βεβαίως, ο Ρίτσος βρήκε υπερβολικά ποιητικό το σενάριο, διστάζοντας να δεχθεί τις πολλαπλές αφαιρέσεις του, ο Αλεξάνδρου κλονίστηκε κι άρχισε να αναρωτιέται για το πώς ακριβώς έπρεπε να το αλλάξει, για το τι ακριβώς χρειαζόταν να προσθαφαιρέσει. Όπως κι αν έχει, το σενάριο παραμένει με τη μορφή που το διαβάζουμε σήμερα και σε κάθε περίπτωση προσθέτει ένα σημαντικό ψηφίο στην ποιητική παραγωγή, αλλά και στη λογοτεχνική προσωπικότητα του Αλεξάνδρου.