Στέλιο Μάινας: Και συγγραφέας και αυτοδύτης...
Ο γνωστός ηθοποιός Στέλιος Μάινας μάς μιλάει για την άλλη ζωή του: τη συγγραφή βιβλίων και το χόμπι του, την αυτοκατάδυση.
Συνέντευξη στον ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΕΜΟΝΙΔΗ
Τον θαυμάσαμε στα «Μαύρα Μεσάνυχτα», στο «Νησί», στο «Βαλκανιζατέρ», τον απολαμβάνουμε στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση. Ένα οικείο, συμπαθητικό πρόσωπο, ο δικός μας άνθρωπος, που μπορούσε να είναι ο φίλος, ο γείτονάς μας. Καταδεκτικός, ενθουσιώδης, μακριά από μιζέρια και ίντριγκες. Πολυτάλαντος και πολυσχιδής προσωπικότητα. Εκτός από ηθοποιός, είναι συγγραφέας και αυτοδύτης. Ας καταδυθούμε, λοιπόν, στον κόσμο του Στέλιου Μάινα…
Ολυμπιακός: Η συμβολή του… Βαλμπουενά
«Γηγενής Συριανός, Κυκλαδίτης 100%, ο πατέρας μου από την Ερμούπολη, η μητέρα μου μοδίστρα με καταγωγή από την Αντίπαρο, με βαθιά καταγωγή από τη Μικρά Ασία. Η Σύρα ερημώθηκε αρκετές φορές από τους πειρατές, ύστερα κατοικήθηκε από τους Χιώτες μετά την καταστροφή του νησιού από τους Τούρκους και από τους Μικρασιάτες μετά το 1922. Δυστυχώς, πουλήθηκε το σπίτι μας τη δεκαετία του ’60, δεν έχω πατρικό σπίτι. Έφυγα σε ηλικία δύο ετών από τα Καμίνια, από τα Βρυσάκια, απέναντι από το Νεώριο. Μεγάλωσα στον Βύρωνα, θεωρώ τον εαυτό μου Βυρωνιώτη, και αργότερα πήγαινα διακοπές για να δω τον πατέρα μου. Λατρεύω τις Κυκλάδες. Μου αρέσει το Ιόνιο, αλλά η αντίθεση της πέτρας, της ξεραΐλας και της θάλασσας δημιουργεί μια μαγική συνταγή που δεν υπάρχει πουθενά».
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο «ΦΩΣ» στις 22/5/2022
Γι’ αυτά τα στοιχεία τις υμνεί και ο Ελύτης, ο «ποιητής του Αιγαίου».
Ακριβώς.
Είχατε καλλιτεχνικές ρίζες;
Όχι, ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, καπετάνιος. Η μητέρα μου μοδίστρα. Ο παππούς μου είχε καΐκια μεταγωγικά, όχι ψαροκάικα, και η παράδοση είναι από πολύ παλιά, με θείους και ξαδέλφια. Από την παράδοση φύγαμε μόνο εγώ και ο αδελφός μου, που έγινε εργοδηγός. Σπούδασα διοίκηση επιχειρήσεων, προτού γίνω ηθοποιός, στα ΚΑΤΕΕ Λάρισας. Πήρα και το πτυχίο με λίαν καλώς το 1978. Για διεύθυνση ξενοδοχείων, τουριστικά επαγγέλματα.
Και πώς γίνατε ηθοποιός;
Όλα τυχαία είναι στη ζωή. Στη Λάρισα όπου ήμουν φοιτητής μπλέχτηκα με το Θεσσαλικό Θέατρο, κομπαρσαρία. Και εκεί άρπαξα το μικρόβιο.
Παίξατε στην επιτυχία «Χαιρέτα μου τον πλάτανο»;
Έπαιξα στην «Αγγέλα» του Σεβαστίκογλου, μετά ανέβασαν το «Χαιρέτα μου τον πλάτανο». Σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου. Κομπαρσαρία, το λεγόμενο «Κοντάρι».
Γιατί «Κοντάρι»;
Έτσι το λένε. Αυτοί που κρατούσαν το κοντάρι, κάτι στρατιώτες που βλέπαμε στις αρχαίες τραγωδίες. Μετά πήγα στο Ναυτικό και ύστερα στη Δραματική Σχολή.
Γιατί δεν γίνατε διευθυντής ξενοδοχείου και προτιμήσατε το επάγγελμα του ηθοποιού που ήταν πιο δύσκολο;
Δεν το συζητάμε για τη δυσκολία, ιδιαίτερα εκείνη την εποχή. Κάτι με έτρωγε με την τέχνη.
Πρώτα βήματα;
Με τον Σπύρο Βραχωρίτη, στη Ρεματιά Χαλανδρίου, στον «Ματωμένο γάμο». Και εκεί κομπαρσαρία. Και αντικατέστησα τον Γιώργο Σαμπάνη, που έπαθε ένα ατύχημα, έπεσε από ένα άλογο. Τον αντικατέστησα για κάτι παραστάσεις μέχρι να συνέλθει. Γενικότερα είναι θέμα τύχης. Το ένα φέρνει το άλλο. Μετά έκανα διάφορες οντισιόν.
Πότε καταλάβατε ότι πατάτε στα πόδια σας;
Ο ηθοποιός είναι πάντα υπό δοκιμή. Ελέγχεται από τους άλλους και ελέγχει τον εαυτό του. Ποτέ δεν μπορείς να πεις πατάω γερά στα πόδια μου. Πάντα ήμουν με ένα πόδι έξω. Από τη μια αισθανόμουν την ανάγκη να εργαστώ σε αυτό που αγαπάω και, συγχρόνως, να βγάλω τα προς το ζην. Είναι δύσκολο να πεις ότι θα γίνω ηθοποιός για να βγάλω χρήματα. Πάντα πρέπει να έχεις ένα δεύτερο σχέδιο για τη ζωή σου, για να μπορείς να ζήσεις την οικογένειά σου. Εξελίχθηκαν θετικά τα πράγματα.
Οι ηθοποιοί είστε διχασμένες προσωπικότητες; Όταν επί μήνες παίζετε έναν ρόλο μπαίνετε στο πετσί του; Ή φεύγετε από το θέατρο και τα ξεχνάτε όλα;
Και αυτό είναι μια δουλειά, όπως του ψυχαναλυτή, που δεν κουβαλάει τη δουλειά στο σπίτι του. Όταν αποχωρείς από το θέατρο, βγάζεις από πάνω σου τη δουλειά σου, γιατί πρέπει να ζήσεις ως κανονικός άνθρωπος. Αλλιώς δεν έχει νόημα και δεν μπορεί να είσαι υγιής. Η δουλειά αυτή, όπως και όλες οι δουλειές, χρειάζεται ψυχική και σωματική υγεία.
Ναι, αλλά οι ηθοποιοί επί δύο ώρες είστε «άλλοι».
Δεν είμαστε καθόλου «άλλοι». Οι ίδιοι άνθρωποι είμαστε. Οι ίδιοι άνθρωποι που ερμηνεύουμε, που προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τα λόγια και τις σκέψεις ενός άλλου ανθρώπου. Πάνω σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο που έχει αποφασιστεί από πολλούς. Πρώτα απ’ όλα από τον συγγραφέα, τον σκηνοθέτη. Δεν αυτενεργούμε επί σκηνής. Δεν είμαστε οι απόλυτοι οδηγοί της εργασίας μας. Είμαστε μεταπρατικό επάγγελμα. Είμαστε κατεξοχήν ομαδικό επάγγελμα. Αν δεν ενταχθούμε στην ομάδα, δεν μπορούμε να αποδώσουμε.
Δεν ισχύει το «απόψε αυτοσχεδιάζουμε»;
Με τίποτα. Απαγορεύεται διά ροπάλου. Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων ο σκηνοθέτης έρχεται και ελέγχει τις οδηγίες που έχει δώσει. Όλα γίνονται βάσει σχεδίου. Και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο.
Αυτό που λέγαμε, ότι οι παλιοί κωμικοί αυτοσχεδίαζαν, δεν ισχύει;
Υπήρχε αυτό. Η κωμωδία είναι άλλο πεδίο. Χρειάζεται το αυτούσιο, το καινούργιο, κι αυτό γινόταν παλιά, όχι τώρα. Αν ένας ηθοποιός βρίσκεται σε ευφορία, θα πει κάτι έξυπνο που υπερβαίνει το κείμενο. Αυτή ήταν παλιά η δουλειά του ηθοποιού. Αυτοσχεδίαζε επιπλέον. Πολύ παλιά. Το κείμενο τότε ήταν σχεδιασμός και αυτοί αυτοσχεδίαζαν. Τώρα δεν υπάρχει.
Επιμορφώνεστε;
Έτσι πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε. Ο ηθοποιός είναι ένας πνευματικός άνθρωπος που δουλεύει με το σώμα του και το μυαλό του ταυτόχρονα. Είναι αθλητής ο ηθοποιός, με προπόνηση, που σημαίνει ότι πρέπει να διατηρεί το σώμα και το μυαλό σε μια καλή κατάσταση. Πρέπει να επιμορφώνεσαι γιατί ερμηνεύεις κείμενα που έχουν καταστάλαγμα μιας νόησης. Πρέπει να είσαι καλλιεργημένος για να ανταποκρίνεσαι σε αυτό. Και ο θεατής θα πάρει από σένα, μέσω ενός φίλτρου, αυτό που έχει γράψει κατά 90% ένας ανώτερος από αυτόν άνθρωπος.
Υπάρχουν όμως και κακοί ηθοποιοί…
Όπως και κακοί αθλητές. Οι καλοί σε εμπνέουν. Υπάρχουν και ποδοσφαιριστές-γκουρού. Αυτοί που σε εμπνέουν. Όταν βλέπεις έναν καλό ποδοσφαιριστή, θέλεις να παίξεις ποδόσφαιρο, όταν βλέπεις έναν καλό άλτη, θέλεις κι εσύ να δοκιμάσεις. Είναι παράδειγμα προς μίμηση και χαίρεσαι.
Ναι, αλλά ξεχωρίζουμε τον άνθρωπο από τον καλλιτέχνη. Ο Μαραντόνα ήταν σπουδαίος ποδοσφαιριστής, αλλά δεν ήταν παράδειγμα προς μίμηση στη ζωή του. Και ένας ηθοποιός μπορεί να είναι καλός στο σανίδι, αλλά στη ζωή του να είναι παράδειγμα προς αποφυγή.
Συμφωνώ. Κρατάμε όμως τον άνθρωπο. Προτιμώ κατώτερης ποιότητας παίκτη. Δεν μιλάω όμως για τον Μαραντόνα.
Στο αθλητισμό ένας παίκτης γίνεται προπονητής όταν σταματάει την καριέρα του. Στο θέατρο ένας ηθοποιός εν ενεργεία γίνεται και σκηνοθέτης;
Το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Υπάρχουν ταλαντούχοι ηθοποιοί που έχουν ταλέντο σκηνοθετικό. Ταλέντο μεταδοτικότητας, διορατικότητας, νέες ιδέες, φρέσκες. Επικοινωνία, πολλά πράγματα. Ταλέντα που δεν τα χρειάζεται ο ηθοποιός.
Δεν είναι πρόβλημα να σε σκηνοθετεί ένας συνάδελφός σου;
Κάθε άλλο. Το θέατρο είναι ολιστική διαδικασία. Ένας ηθοποιός γίνεται σκηνοθέτης και μετά ξανά ηθοποιός. Παλιά οι ηθοποιοί σκηνοθετούσαν. Τώρα μπήκαμε σε πιο επαγγελματικό επίπεδο και φωνάζουμε έναν άνθρωπο πιο ειδικό να μας διδάξει και να μας βοηθήσει.
Η χρήση ξένων σκηνοθετών;
Η τέχνη του θεάτρου είναι παγκόσμια. Είναι σαν να λέμε θα διαβάζουμε μόνο ελληνική λογοτεχνία, αν δεν καλούμε σκηνοθέτες από το εξωτερικό. Πρέπει να μάθουμε πώς βλέπουν και οι άλλοι τη ζωή. Να μας δώσουν το δικό τους, ιδιαίτερο στίγμα και την προσωπική νότα τους.
Αν ανεβάσουμε Ντοστογιέφσκι, πρέπει να φωνάξουμε έναν Ρώσο ή μπορεί να το κάνει και ένας Αμερικανός;
Μπορεί να μας το δώσει ο οποιοσδήποτε εμπνευσμένος. Δεν είναι γεωγραφικό το ζήτημα. Είναι θέμα ταλέντου και διανόησης και όχι εθνικής προέλευσης.
Η τηλεόραση πώς μπήκε στη ζωή σας;
Τυχαία, μέσω συναδέλφων. Ένα κομμάτι της καριέρας μου το οφείλω σε συναδέλφους. Αυτοί μου έλεγαν «γίνεται αυτό στην τηλεόραση. Να σε προτείνω;». Είμαστε ένα επάγγελμα ομάδας, συντεχνίας με την καλή έννοια. Με την αναγεννησιακή έννοια. Έτσι βρήκα δουλειά.
Η πρώτη δουλειά;
Στην ΕΡΤ1, με φιλμ ακόμη, στην εκπομπή «Κοχλίας» σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Βερνίκου το 1980. Έπαιξα σε δύο δραματοποιημένα μονόπρακτα. Το ένα ήταν το «Τέρμα» του Κοσμά Πολίτη. Και αργότερα σε μικρά σίριαλ από τις συνέχειες της Ιωάννας Μπουκοβάλα-Αναγνώστου «Η Μυρτώ». Το ένα έφερνε το άλλο.
Η ιεραρχία είναι θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση;
Ναι. Το θέατρο είναι η ζωντανή επικοινωνία με το κοινό και η είσπραξη της αποδοκιμασίας ή της επιδοκιμασίας επί τόπου.
Τελευταία το κοινό αποδοκιμάζει μόνο με την αποχώρησή του στο διάλειμμα, αν υπάρχει διάλειμμα.
Όταν δεν κόβεις εισιτήρια, είναι η μεγαλύτερη αποδοκιμασία. Τα καλά πράγματα μαθαίνονται, όπως και τα κακά.
Αγαπημένο σίριαλ «Τα μαύρα μεσάνυχτα». Γιατί μας απογοητεύσατε και το κόψατε; Γιατί μας αφήσατε στα… μαύρα μεσάνυχτα;
Αγαπημένος μου σκηνοθέτης ο Πάνος Κοκκινόπουλος. Γιατί υπήρχαν ένα σχέδιο και μια ελπίδα να πάει και δεύτερη σεζόν. Γι’ αυτό και το τέλος ήταν επαμφοτερίζον. Έσκασε η βόμβα ή δεν έσκασε; Σκοτώθηκαν όλοι ή δεν σκοτώθηκαν; Οι σεναριογράφοι ήταν καταπληκτικοί, ο Βασίλης Ρίσβας με τη Δήμητρα Σακαλή, όπως και το καστ. Δεν ευοδώνονται πάντα τα σχέδια.
Είστε αγαπημένος και του Κοροβίνη.
Τον αγαπώ τον Θωμά. Είναι ευθύς, έχουμε τις ίδιες πνευματικές καταβολές. Ερωτεύτηκα τη δοτικότητά του. Είναι τόσο καλοπροαίρετος, που σε σκλαβώνει. Και έτσι είναι και η γραφή του. Είναι μεγάλος της λογοτεχνίας μας. Έχει πάθος, επάρκεια γνώσεων και διεισδυτικότητα. Έχει μια βαθιά ελληνικότητα που με ανατριχιάζει. Κουβαλάει μέσα από τη γραφή του όλη τη μνήμη της προσφυγιάς, των χαμένων πατρίδων. Και τη γνωρίζει, την έχει ενσωματώσει στον λόγο του. Σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο βλέπεις μια βαθιά αγάπη για τη χώρα και την πατρίδα του. Έναν βαθύ σεβασμό για τους ταπεινούς και τους καταφρονημένους.
Σας αφιέρωσε και ένα κείμενο στο νέο βιβλίο του «Θεσσαλονίκη – Κωνσταντινούπολη – Ανατολή».
Δεν μου το είπε. Το λέμε «αβαβά» στα ρεμπέτικα. Όταν κάποιος είναι μάγκας, τον έλεγαν οι άλλοι μάγκες ότι είναι «αβαβά», αυτός που μιλάει τόσο όσο, δεν μιλάει πολύ. Είναι συγκρατημένος. Γνώρισα πολλούς παλιούς ρεμπέτες, όπως τον Κούλη Σκαρπέλη που έπαιζε μπαγλαμά. Τη δεκαετία του ’70, μιλάμε για καταπληκτικούς ανθρώπους. Τους μίλαγες και κοκκίνιζαν. Ήταν «αβαβά».
Τον ακούγαμε στη «Στοά αθανάτων». Ήταν σεμνός. Θα παίζατε τον Ανδρούτσο;
Ναι, αλλά δεν το κάναμε λόγω κορονοϊού, το «λίγη μπέσα όρε μπράτιμε».
Πάμε στον συγγραφέα Μάινα.
Έγραψα πρώτη φορά το 2000 υπό την καθοδήγηση και τη βοήθεια του Οδυσσέα Ιωάννου που ήταν διευθυντής στον Μελωδία. Του έλεγα «τι να γράψω, είμαι άσχετος». Μου έδωσε λοιπόν μια εκπομπή που λεγόταν «Εμείς του ’60 οι εκδρομείς» και έγραφα στη συνέχεια κάποια θέματα στο περιοδικό «Homme» της «Ημερησίας». Κάποια στιγμή ο Καστανιώτης έβγαλε τα διηγήματα «Τα φαινόμενα απατούν». Και τώρα έγραψα το «Να θυμηθώ να παραγγείλω».
Πώς σας ήρθε η έμπνευση;
Ένας φίλος Ολλανδός, που είχε καρκίνο, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε «πάω να υπογράψω συμβόλαιο ευθανασίας. Έχουμε τη δυνατότητα όταν δεν μπορούμε να διαχειριστούμε τον εαυτό μας να μας κάνει ευθανασία ένας δικός μας άνθρωπος». Ευτυχώς, δεν το χρειάστηκε, αλλά εμένα μου έδωσε την πρώτη ιδέα. Το έψαξα με διάφορους, με ανθρώπους από την Ολλανδία, που πήγαν σε πάρτι κάποιου που ετοιμαζόταν για ευθανασία. Το βιβλίο όμως δεν είναι μόνο η ευθανασία, αλλά η διαχείριση του πόνου, ψυχικού και σωματικού. Ένας γιατρός, αναισθησιολόγος, γιατρός του πόνου, κάνει δύο κατευθυνόμενες ευθανασίες και τον οδηγούν στη φυλακή.
Γιατί αρνηθήκατε να παίξετε στις «Μέλισσες»;
Δεν αρνήθηκα, μου πρότειναν τη σειρά και ρώτησαν αν ενδιαφέρομαι. Είχε γυρίσματα τρεις φορές την εβδομάδα και δεν προλάβαινα. Ήμουν στο θέατρο. Δεν απέρριψα την πρόταση από σνομπισμό, δεν διάβασα καν το σενάριο. Ίσα ίσα, μου αρέσει η σειρά και πάει μια χαρά, είναι καταπληκτική δουλειά.
Κάποιους ρόλους που θα θέλατε να παίξετε;
Δεν έχω απωθημένα, δεν ζήλεψα κάποιες παραστάσεις. Δεν γκρινιάζω, είμαι από τους πολύ τυχερούς.
Από ταινίες, πρώτη το «Βαλκανιζατέρ»;
Και αγαπημένος ο Σωτήρης Γκορίτσας. Αυτήν την εποχή κάνουμε την ταινία «Εκεί που ζούμε». Τον αγαπώ βαθύτατα για τη δουλειά του, την επιμονή και την αφοσίωσή του στον κινηματογράφο. Παίζουμε μαζί με τον φίλο και κουμπάρο μου, τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση. Προέρχεται από το βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη, που πήρε το βραβείο λογοτεχνίας το 2020. Θα βγει στους κινηματογράφους την επόμενη χειμερινή σεζόν.
Τι πραγματεύεται;
Είναι η ιστορία ενός νέου δικηγόρου, που προσπαθεί να βρει τον βηματισμό του. Αν θα μείνει να παλέψει στη νέα ελληνική πραγματικότητα ή αν θα πάει στις Βρυξέλλες. Πρωταγωνιστής ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος. Τι είναι καλύτερα, να παλεύεις εδώ ή να ανοίγεις τα φτερά σου αλλού;
Ταλαντούχος νεαρός ηθοποιός, ηθοποιάρα και καταπληκτικό παιδί. Κάνω τον πατέρα του.
Θέατρο;
Παίζω στο θέατρο «Πορεία», στο «Labor», σε σκηνοθεσία Έμιλυ Λουίζου. Το έγραψε η Ανθή Τσιρούκη, ταλαντούχα κι αυτή. Ο Δημήτρης Τάρλοου κάνει κάθε χρόνο διαγωνισμό θεατρικής γραφής και τα δύο πρώτα έργα τα ανεβάζει στο θέατρό του. Αυτό έπρεπε να το διοργανώνει το κράτος, αλλά καλά που υπάρχει ο Δημήτρης Τάρλοου που υπηρετεί το θέατρο. Είναι αξιέπαινος. Παίζει μια μεγάλη ηθοποιός, η Ιωάννα Παππά, και ένας καταπληκτικός πιτσιρικάς που λέγεται Ορέστης Χαλκιάς. Συγκλονιστικός ηθοποιός, φοβερό παιδί. Η Ιωάννα Παππά είναι μια μεγάλη ηθοποιός, δεν επαφίεται σε αυτό που έχει, αλλά ψάχνει συνέχεια το καινούργιο. Πειραματίζεται, βασανίζεται. Μου έκανε εντύπωση από το τότε που την είδα στον Γιάννη Χουβαρδά. Συγκινούμαι όταν βλέπω αφοσιωμένους ανθρώπους. Και δεν το κάνει για την αμοιβή, αλλά για την ψυχή της. Είναι σαν να λέμε στο ποδόσφαιρο ότι κάποιος παίζει για τη φανέλα. Παίρνει βέβαια τα συμβόλαιά του, αλλά παίζει και για την ομάδα. Αυτή είναι η αφιέρωση στη δουλειά σου.
Τηλεόραση;
Δεν έχω τώρα, κινηματογράφος, θέατρο είναι αρκετά. Είμαι πάντως ανοιχτός στις προσκλήσεις και στις προκλήσεις και για την τηλεόραση που έχει ανέβει τελευταία. Δεν είναι ανάγκη να είναι όλες τοπ δουλειές. Το καλύτερο βέβαια είναι εχθρός του καλού. Αλλά για να γίνει το καλό, χρειάζεται το καλύτερο. Πάνε μαζί. Χαίρομαι που επέστρεψε η μυθοπλασία. Το επίπεδο της τηλεόρασης είναι σπουδαίο. Όλοι θέλουν να κάνουν καλά τη δουλειά τους, δεν πηγαίνουν μόνο για τα λεφτά.
Είπατε πρόσφατα ότι, αν εξαιρέσουμε την Αγγλία και τη Γαλλία, είμαστε οι καλύτεροι.
Έτσι είναι. Υποψιάζομαι ότι έχουν δοθεί κίνητρα για την τηλεόραση από κρατικό οργανισμό. Έτσι άκουσα. Με επιδοτήσεις των παραγωγών.
Τον επόμενο χειμώνα;
Θα κάνω το καλοκαίρι διακοπές και ετοιμάζομαι τον χειμώνα για το «Dogville» του Λαρς Φον Τρίερ.
Το κινηματογραφικό; Αγαπημένη μου ταινία.
Ναι, έχει γίνει θεατρική διασκευή από έναν Δανό, σαν να βλέπεις Μπρεχτ. Θα το ανεβάσουμε στο θέατρο «Ακάδημος» σε σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ, με την οποία έχω δουλέψει Τσέχοφ. Κάνω τον αφηγητή.
Το καλοκαίρι;
Διακοπές. Κρήτη κατ’ αρχάς και Κυκλάδες. Θα μείνω και στο σπίτι μου στην πλατεία Βικτωρίας, είμαι σπιτόγατος και μου αρέσει το καλοκαίρι στο κέντρο της Αθήνας. Λατρεύω και τον Σαρωνικό, είμαι αυτοδύτης και θέλω να σας πληροφορήσω ότι στον βυθό του υπάρχουν και κοράλλια. Κάτω από τα 30 μέτρα. Κάνω καταδύσεις με μπουκάλες στα 55-60 μέτρα. Ο Σαρωνικός έχει καθαρίσει χάρη στον βιολογικό καθαρισμό της Ψυτάλλειας. Δεν κάνω μαγκιές, δεν κάνω μόνος τις καταδύσεις. Πάντα μέσω ομάδας και καθοδηγούμενος. Στον Σαρωνικό υπάρχει καταπληκτική ζωή. Στις ξέρες βλέπουμε πολλά ψάρια. Να φανταστείς ότι στη Σαλαμίνα ξαναβγαίνουν μύδια, στρείδια και λογιών λογιών όστρακα. Έχουμε την καλύτερη ακτογραμμή στην Ευρώπη, αν όχι στον κόσμο. Μπορεί να καυχώνται οι Ισπανοί, οι Ιταλοί και οι Γάλλοι, αλλά σαν τη διαδρομή Σούνιο-Πειραιάς και στην Ανατολική Αττική δεν υπάρχει πουθενά.
Με το ποδόσφαιρο ασχολείστε;
Παρακολουθώ. Είμαι ΑΕΚτζής, θαυμάζω όμως την οργάνωση, την επιθετικότητα της ομάδας και την επιμονή του Ολυμπιακού. Εγώ είμαι Κυκλαδίτης, Κυκλάδες σημαίνει Πειραιάς, σημαίνει Ολυμπιακός. Παρ’ όλα αυτά, μεγάλωσα στον Βύρωνα όπου έχει πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία. Από εκεί πήρα το μικρόβιο της ΑΕΚ. O Ολυμπιακός έχει επιδείξει φοβερή αντοχή και ενέργεια. Δεν είναι τυχαία ομάδα. Ελπίζω με το νέο γήπεδο και τον νέο προπονητή να πάμε κι εμείς μπροστά. Την αγαπάω την ΑΕΚ, έχω συναισθηματικούς δεσμούς. Θέλει όμως χρόνο. Το ποδόσφαιρο είναι παιδεία, θέλει επένδυση χρόνων. Ξεκινάς από τις μικρές ηλικίες, παίρνεις το παιδάκι και το βάζεις στις προπονήσεις. Το ποδόσφαιρο είναι λαϊκό άθλημα, είδες τι έγινε με το Ρεάλ - Σίτι όπου ήρθαν τα πάνω κάτω. Το ποδόσφαιρο είναι το μοναδικό άθλημα που έχει το αναπάντεχο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ