Έτσι έγινε σίριαλ ο «Σασμός»

Η απολαυστική συνέντευξη του συγγραφέα, Σπύρου Πετρουλάκη στο «ΦΩΣ» για το πετυχημένο σίριαλ, τον «Σασμό».

Έτσι έγινε σίριαλ ο «Σασμός»

Όταν διαβάζαμε το βιογραφικό του Σπύρου Πετρουλάκη δεν ξέραμε από πού να αρχίσουμε, αφού, εκτός από συγγραφέας, είναι προπονητής ταεκβοντό, φωτογράφος, μουσικός, συνθέτης, αναρριχητής, δύτης και πολλά άλλα. Μπήκε, βέβαια, στη ζωή των πολλών με τη μεταφορά στη μικρή οθόνη του βιβλίου του Σασμός, που καθηλώνει τους τηλεθεατές, αλλά εμείς είπαμε να επικεντρωθούμε στις υπόλοιπες ιδιότητές του.

Πώς καταφέρνετε και ασχολείστε με τόσα πολλά και ετερόκλητα πράγματα;

Όταν θες κάτι, μπορείς. Ο χρόνος που περισσεύει, επομένως, από τη συγγραφή διοχετεύεται σε διάφορα πράγματα που αγαπώ.

Τι δουλειά κάνετε, αλήθεια;

Συγγραφέας αλλά και μουσικός.

Ας πιάσουμε το κουβάρι από την αρχή…

Όλα ξεκίνησαν όταν μου έκαναν δώρο ένα ακορντεόν. Μετά έμαθα κιθάρα, μαντολίνο, ούτι και άλλα όργανα. Δεν έπεσα όμως από τον ουρανό, γιατί είχα πολλά ακούσματα. H γιαγιά μου, με καταγωγή από την Πόλη, μου τραγουδούσε αμανέδες, ο παππούς ηπειρώτικα και κρητικά και στον Πειραιά που μεγάλωσα άκουγα ρεμπέτικα και μοιρολόγια.

Πολύς πόνος;

Το λέει και η μαντινάδα «Θεέ μου, πόσο παράξενοι είναι οι δικοί μας τόποι, θλιμμένα τα τραγούδια μας και γελαστοί οι ανθρώποι». Η θλίψη με τη χαρά ισορροπούν. Η γιαγιά μου τραγουδούσε Μπαγιαντέρα και χασικλίδικα. Ήταν παράξενο εκείνη την εποχή να ακούς από τα χείλη της το «Πέντε μάγκες στον Περαία» και το «Τούτοι οι μπάτσοι που ’ρθαν τώρα». Στο σπίτι μας, γεννήθηκα το 1966, υπήρχε φωνόγραφος, πικάπ και πολλές πλάκες. Έτσι τις έλεγαν τότε. Δεν έπαιζε κανένας στην οικογένεια μουσικό όργανο, ζήλεψα το ακορντεόν, ενώ από το νηπιαγωγείο, όταν με ρωτούσε κάτι η δασκάλα, απαντούσα με ομοιοκαταληξία. Μου άρεσε αυτό το παιχνίδι. Ήταν έμφυτο από την κρητική καταγωγή.

Αλήθεια, γιατί στην Κρήτη συναντάμε διαφορετικούς ανθρώπους, και λεβέντες και λεβεντομ…ς;

Παντού υπάρχουν και καλοί και κακοί. Απλώς στην Κρήτη υπάρχει και υπερβολή. Φάε, μωρέ, πιες, μωρέ. Αν σε αγκαλιάσει ένας Κρητικός και γίνει φίλος σου, θα είναι για πάντα φίλος σου.

Εμένα μου λες; Έφαγα κουτουλιές για να πιω μονορούφι κούπες στο Ρέθυμνο.

Α, δικός μας κι εσύ.

Ποια είναι γνωστά τραγούδια σας;

Έγραψα για πολλούς φίλους. Να αναφέρω τα «Γυαλιά κομμάτια μου» της Αλκαίου, την «Κυρά του φεγγαριού», τραγούδια του Γιάννη Νικολάου, του Βασίλη Σκουλά.

Και από πού βιοπορίζεστε;

Από τη συγγραφή, όσο κι αν δεν είναι σύνηθες στην Ελλάδα. Ήμουν τυχερός, γιατί το πρώτο βιβλίο μου, πριν από οκτώ χρόνια, αγαπήθηκε από το κοινό. Γι’ αυτό και τους οφείλω πολλά. Το σέβομαι και κοπιάζω για κάθε βιβλίο. Σέβομαι τα 15 με 17 ευρώ που δίνουν οι αναγνώστες, γιατί χύνουν ιδρώτα να τα αποκτήσουν. Κι εγώ κοπιάζω προκειμένου να ανταποδώσω. Είμαι υπερήφανος για τα βιβλία μου.

Και αθλητής.

Ναι. Ξεκίνησα όπως όλα τα παιδιά από το ποδόσφαιρο στο Χαϊδάρι, με προπονητή τον Πέτρο Καραβίτη και μετά τον Τάκη Ελευθεριάδη. Συγγενής μου είναι ο Τότης Φυλακούρης. Αγάπησα όμως και αφοσιώθηκα στο ταεκβοντό. Στη γειτονιά μου, στο Αιγάλεω, παίζαμε πετροπόλεμο και ξύλο. Υπήρχε ένα παιδί που έκανε καράτε και χτύπαγε με τα χέρια. Αποφάσισα να μάθω ταεκβοντό, επειδή χρησιμοποιούν και τα πόδια, για να τον κερδίσω. Σε έξι μήνες τον έκανα μαύρο στο ξύλο. Και από τότε, για 45 χρόνια, είμαστε οι καλύτεροι φίλοι. Ήταν ο Γιάννης Κατράκης. Κέρδισα και Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, με προπονητή τον Κώστα Τσιριμόπουλο. Μετά τελείωσα μια σχολή και έγινα προπονητής. Για βιοποριστικούς λόγους πήγα στην Κρήτη, να ανοίξω γυμναστήριο. Κι επειδή είχε ανάλογο γυμναστήριο στα Χανιά, απ’ όπου κατάγομαι, πήγα στο Ρέθυμνο.

Εκείνη την εποχή πολεμικές τέχνες έκαναν οι λεγόμενοι αλήτες.

Ναι, πράγματι. Η γενιά μας όμως κατάφερε να το αλλάξει. Έβγαλα αθλητές για την εθνική ομάδα, αθλητές με χρυσά μετάλλια. Τότε ήταν κακοχαρακτηρισμένοι όσοι ασχολούνταν με πολεμικές τέχνες και όχι αδίκως. Είχαν γίνει πολλά ευτράπελα. Με το ήθος μας και την πειθαρχία κλείσαμε στόματα και μετά το ταεκβοντό έγινε ολυμπιακό άθλημα. Γύρισε σελίδα. Νταήδες υπήρχαν βέβαια παντού, σε όλα τα σπορ. Το καλό είναι ότι η ζωή μού έδωσε απλόχερα πολλά πράγματα. Και το επάγγελμα που επέλεγα το έβλεπα σαν λειτούργημα. Γαλούχησα αθλητές, αγάπησα και με αγάπησαν. Τώρα που πηγαίνω στο Ρέθυμνο με φωνάζουν στον δρόμο «δάσκαλε» οι γνωστοί μου. Μετά μετακόμισα στα Χανιά και εξάσκησα το επάγγελμα του εργολάβου, έφτιαχνα σπίτια με μεράκι. Ήταν η δουλειά του πατέρα μου. Έπιαναν τα χέρια μου και το έκανα με ψυχή, αλλά το 2009 μάς πέτυχε η κρίση και μετακόμισα στην Αθήνα λόγω έρωτα.

Ουδέν κακόν αμιγές καλού.

Ναι. Είμαστε μαζί με την κοπελιά μου από τότε και έχουμε δύο παιδιά.

Χωρίς να παντρευτείτε; Από άποψη;

Ναι, λέμε δεν βρίσκουμε κουμπάρο, αν και υπάρχουν χίλιοι υποψήφιοι. Τώρα μας πιέζει η Μαρία Τζομπανάκη. Συνέχεια μας παροτρύνει να ορίσουμε ημερομηνίες.

Και εγκαταλείψατε τον αθλητισμό;

Ναι, και κατέληξα συγγραφέας, αν και έπαιζα σε πρωταθλήματα επαγγελματιών. Και ήμουν πρώτος σκόρερ, λόγω αλτικότητας, ταχύτητας, ταχυδύναμης και άντεχα και στο ξύλο.

Μισό λεπτό, με ποιο από όλα τα επαγγέλματά σας παίρνατε μέρος;

Με την ομάδα των ελεύθερων επαγγελματιών. Είχε υδραυλικούς, οικοδόμους, εμπόρους.

Και φτάνουμε στον Σασμό, απ’ όπου γίνατε δημοφιλής, χάρη και στην τηλεοπτική σειρά. Πώς ξεκίνησε η ιστορία;

Έκανα μια παρουσίαση στην Κύπρο και στο βάθος καθόταν ένας κύριος με καμπαρντίνα και τραγιάσκα. Με πλησίασε και μου είπε «Κώστας Κωστόπουλος. Μελέτησα το βιβλίο σας και θέλω να το κάνω σίριαλ». Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, ήταν Νοέμβριος και μου είπε ότι θα επικοινωνήσει μαζί μου τον Ιανουάριο, όταν θα έρθει στην Αθήνα. Δεν πολυέδωσα σημασία, αλλά σε τρεις μέρες με πήρε τηλέφωνο. Συναντηθήκαμε για τα περαιτέρω, παρουσία του παραγωγού Καραγιάννη και του εκδότη μου. Πειστήκαμε και πήρε τον δρόμο του.

Δεν σας ζήτησε να γράψετε το σενάριο;

Άλλη δουλειά αυτή, άλλη τεχνική. Συνεργαστήκαμε με τον σεναριογράφο και βγάλαμε το πλάνο από την αρχή ως το τέλος.

Χωρίς αλλαγές κατά τη διάρκεια του σίριαλ. Γιατί το βιβλίο τυπώνεται και τέλος, ενώ στο σίριαλ μπορείς να αλλάξει ρότα.

Βάζεις νέες ιδέες, αλλά δεν παρεκκλίνεις. Κι εκεί τυπώνεται, το πλάνο ακολουθείται ως το τέλος του σίριαλ, που τοποθετείται τον Ιούνιο. Υπάρχει αρχή, μέση, τέλος, δεν μπορείς να ακούς τον κόσμο. Παρεκκλίναμε, αλλά το βιβλίο παραμένει το προζύμι, απ’ όπου βγάζεις 20, 30 καρβέλια. Βάζεις νέες ιστορίες. Το βιβλίο είναι πλούσιο σε συναισθήματα. Η λογοτεχνία είναι το νούμερο ένα από τις τέχνες.

Εν αρχή ην ο λόγος;

Ναι, μετά ακολουθούν όλα τα άλλα. Δούλεψα και πάνω στη μουσική του σίριαλ, μας δυσκόλεψε ο κορονοϊός, αρρωστήσαμε, απομονωθήκαμε, αλλά συνεχίσαμε.

Και η αναρρίχηση τι σχέση έχει με τη λογοτεχνία;

Έχει με τη φωτογραφία. Ήθελα να φωτογραφίσω τα φαράγγια του Ρεθύμνου και έπρεπε να μπω μέσα για καλύτερο αποτέλεσμα. Έμαθα τα βασικά και μετά εξασκήθηκα με τις βίδες και τα σκοινιά. Όχι, βέβαια, ελεύθερη αναρρίχηση. Το ίδιο και με τις καταδύσεις. Πήγα σε δάσκαλο, πήρα ένα αστέρι και φωτογράφισα υποβρύχια φαράγγια. Βλέπεις χρώματα που δεν συναντάς έξω από το νερό. Υπάρχει ένα εκπληκτικό φαράγγι, συνέχεια του Κοτσυφού, μετά τον Πλακιά. Ανάμεσα σε Λίγκρες και Δαμνόνι. Και με τις μπουκάλες απελευθερώνεται το οξυγόνο και δημιουργείται ένας χώρος κάτω από το ταβάνι του σπηλαίου όπου μπορείς να αναπνεύσεις. Εκπληκτικό.

Ο Σασμός δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Το Ναυάγιο;

Ναι, στο ναυάγιο της Φαλκονέρας. Έκανα μεγάλο ρεπορτάζ μέχρι να γράψω το βιβλίο. Και από τους διασώστες, που περισυνέλεξαν τους ναυαγούς. Θεωρώ ότι το ναυάγιο ήταν μια μαχαιριά του Θεού στην καρδιά της Κρήτης που αιμορραγεί ακόμη. Οι ευθύνες αποδίδονται στην εταιρεία των αδελφών Τυπάλδου, που μετέτρεψαν ένα ποταμόπλοιο από τη Σκωτία σε πλοίο ανοιχτής θάλασσας. Για να έχει μεγαλύτερη χωρητικότητα και μεγαλύτερη ταχύτητα και να ανταγωνιστεί τα άλλα πλοία, αφαίρεσαν το έρμα που δίνει βάρος. Μια μπουκαπόρτα, εξάλλου, δεν έκλεινε. Και, φυσικά, τη νύχτα της 8ης Δεκεμβρίου 1966, είχε 10 μποφόρ στο Μυρτώο Πέλαγος. Από το ναυάγιο δεν διασώθηκε ούτε γυναίκα ούτε παιδί. Στη μνήμη των θυμάτων έχω πρωταγωνιστές μια γυναίκα και το παιδί της, που αφηγούνται το ναυάγιο και τη διάσωσή τους. Δύο ανθρώπους που δεν υπήρξαν ποτέ.

Και μετά... αγρανάπαυση;

Ποτέ. Κάθε χρόνο γράφω ένα μυθιστόρημα και ένα παιδικό. Τώρα δουλεύω ένα μυθιστόρημα για την Κρήτη του 1900, την εποχή της ανταλλαγής πληθυσμών. Ο πρωταγωνιστής μάς ξεναγεί στην Κρήτη και στη Σμύρνη του 1920-22. Πρόκειται για μυθοπλασία, σε ιστορικό πλαίσιο. Δεν γράφτηκαν πολλά για εκείνη την εποχή που χιλιάδες Κρητικοί εξισλαμίστηκαν.

Το έκαναν προς ίδιον όφελος, για να πάρουν τα προνόμια των Τούρκων;

Ναι. Για να κρατήσουν τα τσιφλίκια τους, για παράδειγμα, και έγιναν φανατικοί γενίτσαροι. Τους χριστιανούς τους αποκαλούσαν ταβλόπιστους, επειδή προσκυνούσαν τάβλες, εικόνες. Και στην Κωνσταντινούπολη κάποιοι Έλληνες εξισλαμίστηκαν για να γλιτώσουν, στην Κρήτη όμως κράτησαν τα ονόματά τους, δεν το έκρυβαν. Ιμπραήμ Τζορμπατσάκης, για παράδειγμα, Ήταν πιο φανατικοί απ’ όλους, έκαναν σφαγές, γι’ αυτό και δεν μπορούσαν μετά να ζήσουν στην Κρήτη και μεταφέρθηκαν στη Σμύρνη και στο Αϊβαλί. Και ήρθαν πολλοί από εκεί στην Κρήτη. Όπως έλεγαν αμφότεροι «Μας έδιωξαν από την πατρίδα μας και ούτε τη γλώσσα δεν ξέρουμε».

Και το όνομα του νέου βιβλίου;

Κατά Ιωάννη και θα κυκλοφορήσει στις 4 Απριλίου.

Προφανώς, εκτός των άλλων, είστε και ρεπόρτερ, αφού ψάχνετε τα θέματά σας και με συνεντεύξεις.

Ναι, γυρίσαμε για τον Σασμό τα χωριά της Κρήτης και συναντήσαμε και τον Γιάννη Παπαδόσηφο, τον πατέρα που σκότωσε τον φονιά του γιου του στο δικαστήριο. Είχε περάσει το όπλο του φόνου κάτω από τη γενειάδα του. Τον βρήκαμε στα φαράγγια με τα πρόβατα. Μας πήγε στο σπίτι του, μας έβγαλε τα καλύτερα τυριά του και μας είπε την ιστορία μετά την αποφυλάκισή του.

Τα είπαμε όλα. Αλήθεια, τι ομάδα είστε;

Παναθηναϊκός, από τον πατέρα μου, και έκανα Παναθηναϊκό και τον γιο μου. Αν δεν υπήρχε ο Παναθηναϊκός, δεν θα είχε λόγο ύπαρξης ο Ολυμπιακός - και το αντίθετο.

Ωχ, δεν θα μαλώσουμε, όμως;

Με τίποτα. Θα κάνουμε σασμό, την ξέρουμε τη δουλειά.

* Τα βιβλία του Σπύρου Πετρουλάκη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Μίνωας».