Διονύσης Μαρίνος: «Στην Ελλάδα οι πιο πολλοί γράφουν, παρά διαβάζουν»
Αθλητικός συντάκτης, συγγραφέας, κριτικός βιβλίων, δάσκαλος δημιουργικής γραφής, μεταφραστής, μέλος της επιτροπής απονομής βραβείων, όλα αυτά ο Διονύσης Μαρίνος, που γεννήθηκε στο Παγκράτι και ζει στη Νέα Σμύρνη. Και το σπουδαιότερο; Επαγγελματίας και ερασιτέχνης αναγνώστης βιβλίων, με... διακοπές στις διακοπές του
Συναντηθήκαμε με τον Μαρίνο στις εκδόσεις «Μεταίχμιο», όπου εκδόθηκε το τελευταίο βιβλίο του «Μπλε Ήλιος», παιδί της καραντίνας. Έπαιξε μπάσκετ στο Παγκράτι, έκανε στίβο στον Παναθηναϊκό, δούλεψε στις αθλητικές εφημερίδες «Sportime» και «Goal», αλλά τον κέρδισε η λογοτεχνία και πλέον μετά δυσκολίας θα σας πει πέντε παίκτες από τις κορυφαίες ομάδες της Α1. Ας τον αφήσουμε να ξετυλίξει το κουβάρι της ζωής του…
«Έκανα το χόμπι μου επάγγελμα και το 1994 ξεκίνησα στο “Sportime” με ρεπορτάζ μπάσκετ Παναθηναϊκού, ενώ ταυτόχρονα έγραφα με ψευδώνυμο κριτικές βιβλίου. Πατούσα, όπως σε όλη τη ζωή μου, σε δύο βάρκες. Έγραφα και συνεντεύξεις. Έζησα την ακμή της εφημερίδας, τότε που πουλούσε 60.000 φύλλα, όσα και “Τα Νέα”. Μετά έκανα μεταγραφή στο “Goal”, με πρόσκληση του Χάρη Ξύδη, ως υπεύθυνος μπάσκετ και αργότερα ως αρχισυντάκτης. Ο Χάρης καθόρισε τη ζωή μου, την καριέρα μου, την ηθική μου, ακόμη και τώρα. Αυτά που έλεγε τότε, τα ακολουθώ ακόμη. Έκανα 11 χρόνια και μετά απολύθηκα επειδή δεν ήθελα να ακολουθήσω το πλάνο των περικοπών, όταν μου το πρότεινε η εργοδοσία».
Η λογοτεχνία πώς προέκυψε;
Δειλά δειλά, καθώς στην αρχή ντρεπόμουν να το πω. Άλλο δημοσιογραφία και ιδιαίτερα αθλητική και άλλο λογοτεχνία. Έγραφα με ψευδώνυμο κι όταν κέρδιζα σε διαγωνισμούς δεν το έλεγα ούτε στους δικούς μου. Πήγαινα μόνος στις απονομές. Όταν τελείωσα με την αθλητική δημοσιογραφία, ασχολήθηκα πιο επισταμένα, αλλά επειδή ελάχιστοι βιοπορίζονται από τη συγγραφή βιβλίων στην Ελλάδα, ταυτόχρονα δούλευα σε ειδησεογραφικά σάιτ. Για έναν χρόνο έκανα και δημόσιες σχέσεις στις εκδόσεις «Γαβριηλίδη». Δεν μου ταίριαζε, είμαι του ρεπορτάζ, γιατί είναι η αυθεντική μορφή της δημοσιογραφίας. Η αρχισυνταξία, αν και καλύτερα αμειβόμενη, δεν έχει δράση, είσαι δούλος των ρεπόρτερ. Ήμουν βέβαια και στην ανεργία το διάστημα 2013-18, πέρασα δύσκολα, γιατί έχω και οικογένεια. Ένα 14χρονο πλέον αγόρι. Και η γυναίκα μου είναι δημοσιογράφος, η Έλσα Ψαρίδη, που είναι αυτήν την εποχή στον Άλφα, στη σύνταξη και εκφώνηση δελτίων ειδήσεων.
Πρώτο σάιτ;
Το iefimerida, τις δύσκολες εποχές των μνημονίων, με μεταφράσεις κειμένων από αγγλικά και γαλλικά και ύστερα το Protagon, στη μετά Θεοδωράκη εποχή. Εδώ και τρία χρόνια είμαι στο Andro.gr, ένα σάιτ για τον άνδρα, ως αρχισυντάκτης. Έχουμε θέματα για το ντύσιμο, το φαγητό, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, κάτι σαν το περιοδικό «Status». Παράλληλα, είμαι εξωτερικός συντάκτης στην «Καθημερινή» ως κριτικός βιβλίου και ασχολούμαι και με το bookpress.gr.
Πώς γίνεται να είσαι και συγγραφέας και κριτικός; Είναι αντικρουόμενα.
Ναι, και κρίνω και κρίνομαι. Βασικά, προσεγγίζω το βιβλίο με λογοτεχνικούς όρους, ασχολούμαι με τις προθέσεις του συγγραφέα. Ξέρω από μέσα τις δυσκολίες, πού την... πάτησε ο συγγραφέας. Κατευθύνω τον κόσμο στο βιβλίο, αν βέβαια αξίζει.
Αρνητική κριτική δεν κάνεις;
Όχι τόσο. Επιλέγω τα βιβλία που με ενδιαφέρουν, αυτά που διαβάζω.
Επαγγελματίας αναγνώστης.
Ναι, αλλά αν τύχει, θα γράψω γιατί δεν μου αρέσει κάποιο βιβλίο. Ασχολούμαι και με ελληνική και με ξένη λογοτεχνία. Και με πεζογραφία και με ποίηση.
Και δάσκαλος δημιουργικής γραφής.
Επί εννέα χρόνια. Ξεκίνησα με τον επιστήθιο φίλο μου, Χρήστο Αγγελάκο, και συνέχισα στο «Μικρό Πολυτεχνείο» και μετά τον θάνατό του. Στην πλατεία Ασωμάτων, καθηγητής για ενήλικους. Και διά ζώσης και διαδικτυακά γιατί έχω μαθητές και από τη Γερμανία, την Κύπρο.
Πολύ της μόδας δεν είναι η συγγραφή βιβλίων;
Ναι, ο Έλληνας θέλει να βγάλει τα εσώψυχά του. Το κακό είναι ότι οι περισσότεροι γράφουν χωρίς να διαβάζουν. Είναι σαν να παίζει ένας αθλητής χωρίς να κάνει προπόνηση. Στην Ελλάδα πιο πολλοί γράφουν, παρά διαβάζουν. Πρέπει να υπάρχει ανατροφοδότηση.
Είσαι φανατικός αναγνώστης;
Από 14 χρόνων. Κάθε μέρα τουλάχιστον 100 σελίδες. Ακόμη και την εποχή που ήμουν άρρωστος με πυώδη αμυγδαλίτιδα, διάβαζα με 40 πυρετό.
Πού βρίσκεις χρόνο;
Ξυπνάω πολύ νωρίς για να διαβάσω. Ξεκλέβω χρόνο από τον ύπνο μου. Διαβάζω και στο μετρό.
Κλασικούς ή σύγχρονους;
Αγαπημένος μου ο Κάφκα, από Έλληνες Σταχτούρης σε ποίηση και από λογοτεχνία Κουμανταρέας, Χειμωνάς, Ιωάννου. Από τους παλιούς Θεοτόκης που έγινε γνωστός από την «Αγάπη Παράνομη», Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης. Παρεμπιπτόντως, ό,τι καλύτερο σε διήγημα είναι το «Πίστομα» του Θεοτόκη. Το διδάσκω στη σχολή. Δεν είναι μεγαλύτερο από 800 λέξεις, αλλά θα πάθεις πλάκα. Διάβασέ το, κυκλοφορεί και στο διαδίκτυο. Είμαι πάντως της παλιάς σχολής, δεν μπορώ να διαβάσω σε υπολογιστή, σε e-book. Είμαι του χαρτιού.
Πιστεύω ότι υπάρχουν τόσοι αξιόλογοι κλασικοί που, αν δεν έχεις χρόνο, δύσκολα θα τον σπαταλήσεις σε μοντέρνους.
Πράγματι, αλλά υπάρχουν και αξιόλογοι καινούργιοι, όπως ο Αμερικανός Ντον Ντελίλο και ο Αργεντινός Χούλιο Κορτάσαρ. Γενικά ο μαγικός ρεαλισμός της Νοτίου Αμερικής. Πρέπει να έχεις επαφή με την πραγματικότητα. Αυτό είναι το υλικό του συγγραφέα. Δεν πρέπει να είσαι κλεισμένος μέσα.
Ναι, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως ο Παπαδιαμάντης.
Μπορεί να έχει το προσωνύμιο «κοσμοκαλόγερος», αλλά έπινε τα κρασάκια του στις ταβέρνες, τον καφέ του στη Δεξαμενή. Δεν ήταν αποκομμένος.
Οι αδελφές Μπροντέ, που δεν ταξίδεψαν σχεδόν ποτέ;
Άλλες εποχές. Αν δεν μυρίσεις ανθρώπινο δέρμα, δεν μπορείς να γράψεις.
Έχουν βιογραφικές αναφορές τα βιβλία σου;
Μόνο στο τελευταίο, στο «Μπλε Ήλιος», στα προηγούμενα καθόλου.
Πολιτική;
Από μικρός ήμουν πολιτικοποιημένος. Διάβαζα πολιτικό Τύπο, τι συμβαίνει στον κόσμο, στην πολιτική.
Έχεις ήρωα;
Όχι, μόνο στα αστυνομικά υπάρχουν και τον περιφέρουν από βιβλίο σε βιβλίο. Ούτε alter ego. Και ασχολούμαι με τη σύγχρονη εποχή.
Πότε γράφεις;
Το πρωί. Ξυπνάω στις 5-6, τότε είμαι πιο χαλαρός. Το τελευταίο βιβλίο το έγραψα στην πανδημία. Ο συγγραφέας θέλει απομόνωση, γράφει μόνος του. Ό,τι έγραψα το βράδυ, το πρωί τα πέταξα. Με επηρεάζει το σκοτάδι, θέλω να είμαι νηφάλιος, όπως ο χειρουργός όταν κάνει τομή. Το βιώνεις συναισθηματικά, θέλει διαύγεια. Το τελείωσα πριν από εννέα μήνες, αλλά θεωρώ ότι το βγάζω από πάνω μου όταν εκδίδεται. Προστίθεται και ο χρόνος της επιμέλειας. Μετά θέλω ένα εξάμηνο να αδειάσω και μετράω ανάποδα.
Γράφεις στο χέρι;
Όχι, κρατάω σημειώσεις σε χαρτί και γράφω σε υπολογιστή. Είναι πιο γρήγορο. Πρώτα κάνω χειρωνακτική εργασία και ταυτόχρονα δουλεύω με το μυαλό και το χέρι. Με βοήθησε σε αυτό και η δημοσιογραφία, μου οργάνωσε τη σκέψη. Έγραψα 7 βιβλία σε 12 χρόνια.
Στις διακοπές;
Δεν διαβάζω όπως ο πολύς κόσμος στις διακοπές. Το αντίθετο. Κάνω διακοπές και στην ανάγνωση.
Υπάρχει κρίση στο βιβλίο;
Αυτό είναι και αλήθεια και μύθος. Ποτέ δεν υπήρχε στην Ελλάδα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Ποτέ οι Έλληνες δεν διάβαζαν πολύ. Δεν είμαστε Σουηδοί. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε φρέσκους αναγνώστες. Το βλέπω και στον γιο μου, που έχει μια άπωση, παρότι είναι περιτριγυρισμένος από βιβλία. Είναι συνέχεια μπροστά σε μια οθόνη. Μας λείπει η φιλαναγνωσία.
Η μεταφορά ενός βιβλίου στη μεγάλη οθόνη;
Το Α και το Ω είναι ο σκηνοθέτης. Δεν μπορούν να συγκριθούν, καθώς είναι άλλης μορφής τέχνη. Είναι αδόκιμο να πάρεις ένα βιβλίο και να το μεταφέρεις στον κινηματογράφο. Μεταφέρεις το πνεύμα του συγγραφέα. Ακόμη και ένας καλός σεναριογράφος δεν μπορεί να σώσει το βιβλίο, αν είναι κακός ο σκηνοθέτης. Δεν είναι προκάτ, όπως τα σίριαλ.
Θετικό και αρνητικό παράδειγμα;
Το «Τσάι στη Σαχάρα» είναι αριστούργημα τόσο ως βιβλίο όσο και ως ταινία του Μπερτολούτσι. Διάβασα πρώτα το βιβλίο και μετά είδα την ταινία. Αντίθετα, το «Naked Lunch» του Μπάροουζ απέτυχε στο σινεμά, παρότι ήταν ταινία του Κρόνεμπεργκ. Δύσκολα τον ακουμπάς τον Μπάροουζ. Υπάρχουν και οι κλασικοί, όπως ο Χιούστον, που έκανε ταινιάρα το «Μόμπι Ντικ».
Το διάβασες στην πλήρη έκδοση των χιλίων και πλέον σελίδων;
Εννοείται.
Διάβασες και τον Οδυσσέα, εγώ δεν τα κατάφερα.
Ούτε κι εγώ. Αλλά διάβασα αποσπασματικά μεγάλο μέρος του.
Το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»;
Ναι, αν και δεν είναι αγαπημένος μου ο Προυστ.
Έχουμε καλούς μεταφραστές;
Καταπληκτικούς. Χωρίς αυτούς δεν θα διαβάζαμε σπουδαία βιβλία.
Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Το «Αβεσσαλώμ» δεν κατάφερα να το διαβάσω λόγω κακής μετάφρασης. Δεν έβγαζα νόημα.
Είναι δύσκολος ο Φώκνερ. Κυκλοφόρησε σε νέα καλή μετάφραση από τις εκδόσεις Γκούντεμπεργκ.
Και κάτι τελευταίο. Πώς κάνετε μεταγραφές σε εκδοτικούς οίκους;
Κάνουμε συμβόλαιο σε κάθε βιβλίο. Κοιτάμε προς τα πάνω. Έστειλα το νέο βιβλίο μου στις εκδόσεις «Μεταίχμιο», τους άρεσε και υπογράψαμε.
Δεν παραπονέθηκε ο προηγούμενος εκδοτικός οίκος;
Ναι, αλλά that's life.