Ο Τάσος Λειβαδίτης και η «Ποίηση της ήττας»
Πολυγραφότατος ποιητής, κύριος εκπρόσωπος της Α’ Μεταπολεμικής γενιάς, ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε στα γράμματα το 1952, με τα έργα «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» και με ξεκάθαρη πρόθεση να περιγράψει με ρεαλισμό την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, καταγγέλλοντας ταυτόχρονα την κοινωνική ανισότητα και αδικία και κυρίως τη διάψευση και τη ματαιότητα των ονείρων της μετεμφυλιακής γενιάς.
Δημοσιογράφος με νομική παιδεία και με συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις ο Τάσος Λειβαδίτης εξορίστηκε για τις πεποιθήσεις του αυτές από το 1947 μέχρι το 1951. Ο πολιτικός του προσανατολισμός στάθηκε ακόμα η αφορμή για να κατασχεθεί το έργο του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», έργο για το οποίο είχε τιμηθεί το 1953 με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ νεολαίας της Βαρσοβίας. Το 1955 μάλιστα δικάστηκε από Πενταμελές εφετείο για να αθωωθεί μετά την περίφημη απολογία του, τονίζοντας ότι ο λόγος της δίωξής του είναι μια πολιτική αντιπαράθεση απέναντι στην ποιητική ιδιότητα ενός ανήσυχου και σκεπτόμενου ανθρώπου:
Ολυμπιακός: Η συμβολή του… Βαλμπουενά
Δεν δικάζομαι για κανένα συγκεκριμένο αδίκημα, αλλά γι' αυτήν την ίδια την ποιητική μου ιδιότητα […]. Προσπάθησα να δείξω τη φρίκη και την αθλιότητα που επισωρεύει ο πόλεμος, να δείξω τη δραματική πείρα δύο παγκόσμιων πολέμων και τα εκατομμύρια ξύλινους σταυρούς που φύτεψαν στη γη, σκόρπισαν όμως και τους σπόρους για μια πλούσια άνθιση της μεταπολεμικής λογοτεχνίας». (Από την «Απολογία» του Τάσου Λειβαδίτη).
Είναι χαρακτηριστικό πως με επίκεντρο το ποιητικό έργο του Τάσου Λειβαδίτη αλλά και του Τίτου Πατρίκιου στήθηκε μια ολόκληρη συζήτηση σχετικά με την περίφημη «Ποίηση της ήττας». Ο όρος, ο οποίος διχάζει έως σήμερα, εισήχθη από τον Βύρωνα Λεοντάρη, όταν στα 1963, στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης μίλησε για τους ποιητές της ήττας και πυροδότησε μια έντονη συζήτηση μέσα από το περιοδικό, ανάμεσα σε πνευματικούς ανθρώπους της εποχής.
Ο Λεοντάρης επισημαίνει ότι κύριο χαρακτηριστικό της ποίησης αυτής, πέρα από τη συγκίνηση, είναι πως: «Τα μακρόπνοα και μονάπνοα ποιήματα παραμερίζονται τώρα από ενότητες επάλληλων διαθέσεων», ενώ τα ποιήματα διακατέχονται από μια διάθεση εξομολόγησης. Μιλά για τους ποιητές που «έχασαν πια την ιδεολογία τους» και τώρα το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να κοιτάξουν το παρελθόν και να ανασυγκροτήσουν τη σκέψη τους ανασύροντας από τη μνήμη τους όλα όσα τους δημιούργησαν.
Για τον Λεοντάρη η ματαίωση τόσων προσδοκιών είναι η αφορμή για μια ψυχολογική κυρίως ήττα, η συναίσθηση της οποίας δημιουργεί μια νέα ποιητική τάση και θα πρέπει να μελετηθεί και να ερμηνευτεί κατάλληλα.
Βύρων Λεοντάρης
Όπως υποστηρίζει, ο σημερινός άνθρωπος έχει βιώσει την ήττα του πολιτισμού και της ανθρωπότητας. Αυτή η εμπειρία έχει καθορίσει σε σημαντικό βαθμό μια εξέλιξη στην ποίηση. Μια μεταστροφή του κλίματος μέσα στο οποίο δημιουργούν οι ποιητές. Η αντιστασιακή ιδεολογία κατέρρευσε και αυτό αποτελεί τον πυρήνα αυτής της μεταστροφής. Η κρίση που επήλθε με το τέλος της αντιστασιακής ιδεολογίας. Είναι μεγάλη και μοιραία έγινε η αφορμή μιας μεγάλης ματαίωσης. Η ματαίωση αυτή έχει επιφέρει στον ποιητή αυτής της γενιάς μια σύγχυση, καθώς αποδείχθηκε πλέον πως η ποίηση δε θα είναι το ικανό κέντρο της κοινωνικής μετεξέλιξης και μεταλλαγής, καθώς όλα όσα ο ποιητής της περιόδου θεωρούσε ως δεδομένα—ο ατομικός ηρωισμός για το καθολικό συμφέρον και η ανθρώπινη δυνατότητα να ιεραρχεί ως προτεραιότητα την συναδέλφωση στον κοινό αγώνα—έχουν πλέον αποδομηθεί.
Για τον Βύρωνα Λεοντάρη μία από τις τάσεις που κυριαρχεί στα έργα της «ποίησης της ήττας» είναι ένας ιδιαίτερος πεσιμισμός. Ο άνθρωπος έχει πλέον την αίσθηση του ηττημένου παρόλο που οι αξίες της ζωής δεν έχουν χαθεί. Συνεχίζουν να υπάρχουν όπως και οι ομορφιές της. Για να υποστηρίξει τη θέση του αυτή ο Λεοντάρης παίρνει ως παράδειγμα τα έργα των Τίτου Πατρίκιου Μαθητεία και Γυρισμός του Κωσταβάρα, τα οποία κυκλοφόρησαν το 1963 και γράφει: «Οι διαψευσμένες προσδοκίες έχουν την αίγλη ερειπωμένων μνημείων, όχι την αποκρουστική θέα της σήψης». Όλα όσα έγιναν κατά το παρελθόν αναθεωρούνται και ανατρέπονται καμιά φορά. Η πραγματικότητα ως αποτέλεσμα καθορίζει την απόρριψη των μύθων και η ποίηση γίνεται πλέον το όχημα για την κατάκτηση της αλήθειας, αποβάλλοντας κάθε ηρωική ελεγεία.
Στον αντίποδα όλων αυτών θα απαντήσει ο Τάσος Βουρνάς με το άρθρο του: «Η ποίηση της ήττας και η ήττα της κριτικής». Ο Βουρνάς θα υποστηρίξει ότι ο Λεοντάρης πιστεύει πως η ήττα είναι ιδεολογική αλλά κάνει λάθος. Μόνο αν δει την ιστορική πορεία της ποίησης θα κατανοήσει την αλλαγή που συντελέστηκε. Η αντιστασιακή ποίηση «κόπηκε με το μπαλτά», θα γράψει χαρακτηριστικά και επόμενο είναι να άφησε πίσω της ένα τραύμα μεγάλο. Αυτό όμως δε σημαίνει πως είναι μια νέα συνολική τάση. Η νέα συνθετική και νοηματική μορφή της ποίησης, θα επισημάνει, δεν έχει σχέση με την αριστερή πολιτική τοποθέτηση. Φιλοδοξεί να «οδηγήσει και να πλάσει την κοινωνική συνείδηση». Μια νέα ποιητική εποχή ξεκινά ως αποτέλεσμα αυτής της κρίσης και χρειάζεται να την εξετάσουμε ως τέτοια, αφήνοντας χώρο σε μια ποιητική «εκτόνωση» των δημιουργών.
Ο Λεοντάρης θα απαντήσει υποστηρίζοντας πως η ποίηση της ήττας επισημαίνεται όχι μόνο σε ποιητές με αριστερή πολιτική τοποθέτηση αλλά και σε όλους όσοι περίμεναν μια άλλη πραγματικότητα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και σίγουρα τόσο ο Βρεττάκος όσο ο Ρίτσος αλλά και ο Λειβαδίτης είναι από τους ποιητές που βίωσαν πολύ έντονα τη διάψευση αυτή. Η «Ποίηση της ήττας» αναιρεί ουσιαστικά την αντιστασιακή ποίηση και οι εκπρόσωποί της έχουν δικαίωμα να γνωρίσουν τι ακριβώς έγινε. Έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν το παρελθόν για να μπορέσουν να εντάξουν το τέλος του και να εντάξουν αυτό το τέλος και ό,τι αυτό έχει επιφέρει στο έργο τους.
Στη συζήτηση θα παρενέβη ο Λυκιαρδόπουλος, για να υποστηρίξει πως καμία αλλαγή δεν έγινε η «Ποίηση της ήττας» είναι η μοιραία συνέχεια της αντιστασιακής ποίησης και το θέμα θα γίνει αντικείμενο μιας εξαιρετικής αναζήτησης ανάμεσα στους ανθρώπους του πνεύματος.
Πολύ σύντομα ο Τάσος Λειβαδίτης θα πάρει και ο ίδιος θέση. Στο άρθρο του «Η ποίηση της ήττας, ένα θέμα για διερεύνηση», -- δημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1966— θα μιλήσει για τα γενεσιουργά αίτια της ποίησης και θα προσπαθήσει να καθορίσει τι είδους ήττα ήταν αυτή. Πρόκειται για μια ήττα πολιτική, στρατιωτική, ήταν κοσμοθεωρίας, ιδεολογική; Πολύ σύντομα θα ξεκαθαρίσει πως δεν πρόκειται για πολιτική ήττα, επειδή αν ήταν πολιτική τότε δε θα είχε επηρεάσει την ψυχολογία των ανθρώπων. Αν πάλι ήταν κυρίως στρατιωτική—που ήταν σε έναν βαθμό—οι ποιητές δεν την αποδέχθηκαν ως μια νέα δεδομένη πραγματικότητα. Σίγουρα δεν ήταν και ιδεολογική επειδή κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι οι αριστεροί ποιητές θα είχαν ενστερνιστεί την νέα ιδεολογία μετά την πάλη των ιδεολογιών, γεγονός που δε σημειώθηκε.
Ο Λειβαδίτης θα μιλήσει για μια ηθική ήττα. Για το λάθος ερμηνείας του Μαρξισμού. «Ο μαρξισμός δεν είναι ένα σύστημα κοινωνικό, μα μια μέθοδος δράσης για την προώθηση ή την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος», θα γράψει για να τονίσει το πρόβλημα. Και δεύτερον, η Ποίηση της ήττας είναι για τον Λειβαδίτη μια τάση που δεν εκφράζει όλη την εποχή της. «Η αληθινή ποίηση δεν είναι ανακάλυψη μα αποκάλυψη», έγραψε. Μπορεί να διεκδικήσει τη γνώση της πραγματικότητας και μέσα σ’ αυτήν να δει όλα όσα καθόρισαν και συνεχίζουν να καθορίζουν την παρακμή, την εμπειρία της αποδόμησης των ηθικών προτύπων της κοινωνίας.
Ο Τάσος Λειβαδίτης με την κόρη του
Ο εμφύλιος σπαραγμός της κοινωνίας, το ίδιο το προοδευτικό κίνημα και οι σχέσεις που αναπτύχθηκαν στα μέλη του ταλάνισαν την ελληνική κοινωνία και τη σημάδεψαν ανεξίτηλα. Ο Λειβαδίτης είναι ενήμερος του ιστορικού παρελθόντος και βεβαίως των λαθών που το καθόρισαν. Η γνώση, λοιπόν, αυτού του παρελθόντος αλλά και όλων των γεγονότων που σημάδεψαν την ιστορική πορεία του τόπου μέσα στον χρόνο δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε νέα επίπεδα συνειδητοποίησης της πραγματικότητας και κατά τον Λειβαδίτη αυτή είναι η μεγαλύτερη ανάγκη στην ποιητική εξέλιξη της εποχής και η μεγαλύτερη ουσία της νέας ποιητικής τάσης που αναδύθηκε μέσα από αυτό το παρελθόν.
Για τον Λειβαδίτη πολύ μεγάλο ρόλο στη μετακίνηση αυτή της κοινωνίας έχει η τέχνη, καθώς ο ρόλος της στην ανασύσταση μιας πληγωμένης κοινωνίας αντιφατικών συναισθημάτων και ιδεολογιών είναι πολύ σημαντικός. Μπορεί να γίνει η νέα μορφή αντίστασης, ίσως πλέον η μεγαλύτερη. Η τέχνη έχει μια αποστολή και αυτή δεν είναι άλλη από τη μεταμόρφωση, ευαισθητοποίηση και αναδιαμόρφωση της κοινωνίας:
«Καταγωγική αιτία και αποστολή της έχει να μας μεταμορφώσει, με την πλατύτερη σημασία της λέξης: να μας ευαισθητοποιήσει να μας προβληματίσει κτλ. με τελική έκβαση το πέρασμα σ' ένα ανώτερο επίπεδο ευαισθησίας και γνώσης».
Χαρακτηριστικό είναι και το ποίημα που αφιερώνει στην τέχνη ο ίδιος:
Τάσος Λειβαδίτης - Τέχνη[1]
Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται
και να σβήνουν,
και μ' όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι' αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα
ιδανικά, μετά τ' απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα
ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους
φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που
έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον
αργά, ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ' όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ―
κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Τις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ' αυτόν τον
δαίμονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις,
τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαριές, τον πότισα αλκοόλ,
χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε. Βούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομμάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
στα σκυλιά.
Τώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια
μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.
Σε όλο το έργο του Τάσου Λειβαδίτη διαφαίνεται αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση της νέας πραγματικότητας και υπάρχει σίγουρα πολύ πρόσφορο έδαφος για να ασχοληθεί με το αφηγηματικό σύμπαν του η επίσημη κριτική και η πανεπιστημιακή μελέτη.
[1] Ποίηση. Τόμος Πρώτος 1950-1966, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1985.