«Αισθηματική αγωγή», ο θάνατος του μυθιστορήματος;

Το 1869 κυκλοφόρησε το τρίτο μυθιστόρημα του Γκιστάβ Φλομπέρ με τίτλο «Αισθηματική Αγωγή». Ήταν αυτό που ανέμεναν οι μύωπες κριτικοί της εποχής του αντιμετωπίζοντας τον συγγραφέα της «Μαντάμ Μποβαρύ» ως παραβατικό στοιχείο από τη μια αλλά και ως μονομανή στυλίστα από την άλλη - στοιχεία που δεν αρκούν φυσικά για να αναδείξουν τη συμβολή του στην Ιστορία του παγκόσμιου μυθιστορήματος.

«Αισθηματική αγωγή», ο θάνατος του μυθιστορήματος;

Το 1869 είχε περάσει ήδη μια εικοσαετία από τον θάνατο του Ονορέ ντε Μπαλζάκ και το αίτημα της επόμενης γενιάς μυθιστοριογράφων στη Γαλλία ήταν να αποβάλει το μυθιστόρημα τον λαϊκό χαρακτήρα του ακολουθώντας τις καινοτομίες στο ύφος και στα νέα γλωσσικά ήθη. Τα λογοτεχνικά ρεύματα βέβαια δεν αποτελούν αντικείμενο προγραμματικών δηλώσεων, οι πιονέροι της λογοτεχνίας δεν βγαίνουν στα μπαλκόνια, να αναλύσουν τα σχέδια και τα οράματά τους, όλα συντελούνται χάρις σε αδιόρατες ζυμώσεις μακριά από τα σαλόνια της κριτικής και των απαιτητιικών αναγνωστών.

Με την έννοια αυτή θα ήταν δύσκολο να αφουγκραστεί κανείς τη δημιουργική αγωνία ενός αποσυνάγωγου όπως ο Φλομπέρ, να αντιληφθεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο του στις εξελίξεις και να δικαιώσει το εγχείρημά του. Η κληρονομιά που άφησαν πίσω τους ο Μπαλζάκ με τον Σταντάλ ήταν φυσικά ανυπέρβλητη. Τόσος ρεαλισμός, τόση κοινωνική παντογνωσία δεν ήταν δυνατόν να χωρέσει το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Με βάση αυτό τον ρεαλισμό, που ποτέ δεν αποποιήθηκε ο Φλομπέρ, επιχείρησε να δώσει στο μυθιστόρημα το επίσημο ένδυμα που του έλειπε. Για το λόγο αυτό έπρεπε να λείψουν οι προχειρογράφοι και οι μελοδραματικοί. Στο κάτω-κάτω κανείς δεν ήταν Μπαλζάκ για να του συγχωρούνται οι κακογραμμένες σελίδες και τα λάθη, η φλυαρία και οι ανεξέλεγκτες παρεκβάσεις. Φαντάζομαι τον Φλομπέρ να λέει σε μια ομήγυρη μυθιστοριογράφων: «Είναι καιρός να σοβαρευτούμε κύριοι. Η μεγάλη τέχνη μας περιμένει».

Κι είναι αλήθεια ότι η μεγάλη τέχνη περίμενε κάποιον σαν κι αυτόν για να δώσει απαντήσεις ύφους και ποιότητας σε όσους κατέκριναν συστηματικά το μυθιστόρημα, Γαλλικό ή μη, ως αντι-λογοτεχνικό είδος. Ο Φλομπέρ έκανε στον 19ο αιώνα ό,τι ακριβώς και ο Τζόις στον 20ο. Σκότωσε ό,τι προϋπήρξε αλλά χρησιμοποιώντας τα υλικά της παράδοσης, παρωδώντας τα ελαφρώς, έχτισε το νέο μέγαρο της λογοτεχνίας. Μετά τον Φλομπέρ οι εξελίξεις στην λογοτεχνία θα αφορούν ελάχιστα έως καθόλου την δεινότητα της αφήγησης. Οι ιστορίες άλλωστε επαναλαμβάνονται συνεχώς και λίγο-πολύ ο αναγνώστης ξέρει πια τους κεφαλαιώδεις μύθους της λογοτεχνίας. Αλλού βρίσκεται το σασπένς και η σημασία των εκτεταμένων αφηγήσεων. Μετά τον Φλομπέρ όσοι δεν τήρησαν τους νέους κανόνες του παιχνιδιού δεν κατάφεραν να επιβιώσουν με εξαίρεση ίσως τον Ντοστογιέφσκι, που είναι ένας δεύτερος Μπαλζάκ. Επιπλέον στον Φλομπέρ βλέπουν όλοι ένα πρόδρομο – από τον Χένρι Τζέιμς και την Βιρτζίνια Γουλφ μέχρι τον Προυστ και τον Κάφκα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τζέιμς παρακάμπτει τη σημασία των Ρώσων γιγάντων, σαν να μην κατάφεραν να διδάξουν τίποτα στις επόμενες γενιές μυθιστοριογράφων, οι μοντερνιστές κοιτάζουν με σεβασμό τα επιτεύγματα του Φλομπέρ, ο Προυστ δηλώνει ότι η ποίηση θα σώσει τον κόσμο και ο Κάφκα πάνω σε ένα απρόσμενα ρεαλιστικό θεμέλιο υψώνει μικρά και μεγάλα μνημεία λόγου κυνηγώντας μέχρι το τέλος ένα θαυμαστά προσωπικό ύφος. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, τι από όλα αυτά θα είχε συμβεί αν δεν προϋπήρχε ο Γκιστάβ Φλομπέρ, που με τη μονομανία του αντιλαμβανόταν τη μυθοπλασία περισσότερο ως μουσική και λιγότερο ως μια υπόθεση χαρακτήρων και καταστάσεων.

Είναι προφανές σε όσους μπορούν να διαβάζουν κάθετα τη λογοτεχνία ότι από την «Αισθηματική Αγωγή» κι έπειτα ο απροσάρμοστος αυτός στυλίστας στόχευε έστω και ασυναίσθητα σε ένα μυθιστόρημα-κατασκεύασμα α λα «Μπουβάρ και Πεκυσέ». Θα δανειστώ σκέψεις και παρατηρήσεις από το αμετάφραστο δοκίμιο του σπουδαίου Αμερικανού θεωρητικού της λογοτεχνίας Τζέιμς Γουντ "How fiction works". Παραθέτοντας ένα απόσπασμα της «Αισθηματικής Αγωγής» σχολιάζει ότι πρόκειται για κάτι που εκδόθηκε το 1869 αλλά θα μπορούσε να είχε εκδοθεί και το 1969 καθώς πολλοί μυθιστοριογράφοι συνεχίζουν ουσιαστικά να γράφουν με τον ίδιο τρόπο. Ο Γουντ εγκωμιάζει τον Φλομπέρ για την διακριτικότητά του. Ο Γάλλος μετρ δεν αφήνει να φανεί ο κόπος και η μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλε, γιατί, όπως σωστά επισημαίνεται, αυτό δεν αφορά τον αναγνώστη. Κι εδώ παρεμβάλλει μια διάσημη ρήση του Φλομπέρ από την αλληλογραφία του: «Ένας συγγραφέας στο έργο του οφείλει να λειτουργεί όπως ο Θεός στο σύμπαν, πανταχού παρών αλλά πουθενά ορατός». Ο Γουντ εξαίρει επίσης και την ουδέτερη κινηματογραφική ματιά του Φλομπέρ όπως και την τεχνική της ταυτοχρονίας που εισάγει συστηματικά στην «Αισθηματική Αγωγή». Τεχνική που τη βλέπουμε να επαναλαμβάνεται και να εξελίσσεται σε μυθιστορήματα σημαντικών συγγραφέων από τον Στήβεν Κρέιν μέχρι τον Ίαν Μακ Γιούαν. Ο Φλομπέρ περιγράφει στιγμές ολέθρου στο εξεγερμένο Παρίσι τη στιγμή που ο Σηκουάνας συνεχίζει να κυλάει γαλήνια στο φόντο της αφήγησης. Υπάρχει πληθώρα ανάλογων παραδειγμάτων στην «Αισθηματική Αγωγή», που αποδεικνύουν πως ο Φλομπέρ προσεγγίζει την πραγματικότητα με αποχρώσεις λεπτής, λεπτότατης ειρωνείας.

Ο Τζέιμς Γουντ όμως δεν στέκεται μόνο σε αυτές τις παρατηρήσεις. Επιβραβεύει τον συγγραφέα της «Αισθηματικής Αγωγής» γιατί με τον Φρεντερίκ Μορό, τον κεντρικό του ήρωα, επινοεί τον πρώτο flâneur της λογοτεχνίας, τον ουδέτερο παρατηρητή της πραγματικότητας, που λειτουργεί λίγο σαν περαστικός και λίγο σαν εμβριθής παρατηρητής στις λεωφόρους της αφηγημένης ζωής και του «χαμένου χρόνου», της μικρής και της Μεγάλης Ιστορίας του κόσμου.

Η «Αισθηματική Αγωγή», που κυκλοφόρησε φέτος το καλοκαίρι από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Αριστέας Κομνηνέλη θα μπορούσε κάλλιστα να ανοίξει ένα κύκλο συζητήσεων για το νόημα και το μέλλον του μυθιστορήματος. Το έργο όμως αυτό του Φλομπέρ είναι κι ένα «μυθιστόρημα με την πραγματική Ιστορία σταθερά παρούσα», όπως αναφέρει στο σημείωμά της η μεταφράστρια. Και για να μην νομιστεί ότι το ιστορικό μυθιστόρημα είναι μόδα του 21ου αιώνα, θα πρέπει να θυμίσουμε πως η «Αισθηματική Αγωγή» δεν είναι η μοναδική μεγάλη αφήγηση της εποχής εκείνης που πατά πάνω στα βήματα της Ιστορίας. Η Ιστορία είτε εμφανίζεται με τη μορφή του εξεγερμένου Παρισιού είτε με την δράση του Ναπολέοντα αποτελεί αναγκαία συνθήκη για πολλά από τα μείζονα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Η διαφορά των παλιών μεγάλων δασκάλων είναι ότι χρησιμοποιούν την ιστορική πραγματικότητα ως πλαίσιο μέσα στο οποίο οι ίδιοι υφαίνουν τον δικό τους προσωπικό καμβά - την σύνθεση των χαρακτήρων και των καταστάσεων που αποτελούν μια παράλληλη Ιστορία. Σε μυθιστορήματα όπως «Το Μοναστήρι της Πάρμας», «Αισθηματική Αγωγή», «Πόλεμος και Ειρήνη», διαβάζει κανείς την ανεστραμμένη όψη της Παγκόσμιας Ιστορίας, την σύγχρονη εκδοχή της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας».

Έργο μείζονος σημασίας η «Αισθηματική Αγωγή» του Φλομπέρ ευτύχησε να βρει ικανούς μεταφραστές στα καθ’ ημάς. Η Αριστέα Κομνηνέλη επιβεβαιώνει απόλυτα αυτή την διαπίστωση: Με επιδέξιους μεταφραστικούς χειρισμούς παρέδωσε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ένα μετάφρασμα αντάξιο του ύφους και της αφηγηματικής διάνοιας του Φλομπέρ. Το σημείωμά της, εν είδει προλόγου, μας εισάγει ομαλά στο ταραγμένο και πολυδαίδαλο ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματος, ενώ το επίμετρο του καθηγητή Σωτήρη Παρασχά αποτυπώνει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της λογοτεχνικής κριτικής μέσα στην οποία εμφανίστηκε και επιβλήθηκε το μυθιστόρημα του Γκιστάβ Φλομπέρ.