«Mπόργκμαν» στο Μέγαρο: Νευρόσπαστα και ακροβάτες
Ο Δημήτρης Στεφανάκης γράφει για την παράσταση Γιον Γκάμπριελ Μπόργκμαν που ανέβασε ο Γιάννης Χουβαρδάς στο Μέγαρο.
Όταν μια μέρα οι σκηνοθέτες θα πάψουν να είναι οι καθολικοί πρωταγωνιστές του σύγχρονου θεάτρου θα ξαναρχίσουν να μιλούν τα μεγάλα κείμενα και οι σπουδαίοι ηθοποιοί θα βρουν πάλι τη θέση που τους αρμόζει σε μια θεατρική παράσταση. Μέχρι τότε θα κατακλυζόμαστε από πάσης φύσεως σκηνοθετικά ευρήματα τα οποία θα λειτουργούν ως κώδικας πρόσληψης μηνυμάτων (αν δεχθούμε βέβαια ότι η τέχνη μεταφέρει μηνύματα).
Η κατά Χουβαρδά εκδοχή του Ιψενικού, Γιον Γκάμπριελ Μπόργκμαν στο υποσκήνιο του Μεγάρου δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα υποβλητικό σκηνικό τεχνητής καταχνιάς με τετραγωνισμένες γούρνες νερού, διάσπαρτα μικρόφωνα, κοστούμια της Αποκάλυψης και μουσική υπόκρουση.
Ολυμπιακός: Κινήσεις επίθεσης από την αρχή χωρίς τέλος
Η δράση κατακερματισμένη από σκηνοθετικά ευφυολογήματα κι οι ηθοποιοί να θυμίζουν κάτι ανάμεσα σε νευρόσπαστα και ακροβάτες, αλλά και η στιβαρή υποκριτική του Χατζόπουλου που δεν φαίνεται να χαμπαριάζει από σκηνοθετικές ντιρεκτίβες. Η αλήθεια είναι ότι όσο εξελισσόταν η παράσταση και βοηθούντος του πρωταγωνιστή, όλα έδειχναν πιο πειστικά και καλοδεχούμενα, έτσι που στο τέλος να μένεις με μια θετική εντύπωση.
Η καλύτερη στιγμή ήταν αναμφίβολα ο φιλικός διάλογος μεταξύ Χατζόπουλου και Καλετσάνου, όπου ο Ίψεν δίνει τα ρέστα του και μας αποζημιώνει για όλα. Οι δίδυμες αδερφές Γκούνχιλντ και Έλλα ενσαρκώνονται με άσκοπη υπερβολή και ο νεαρός γιος περνά, σε πείσμα του συγγραφέα, ως μια αναιμική και αδιάφορη παρουσία, μέσα από τις συμπληγάδες των διαπροσωπικών σχέσεων. Τα εξόφθαλμα σεξουαλικά υπονοούμενα με τη Φάνυ Ουίλτον θα λειτουργούσαν καλύτερα σε μικρότερες δόσεις.
Η Σοφία Κόκκαλη υποδύεται τη Φρίντα Φάλνταλ με προθυμία και της συγχωρoύνται μερικές «πράσινες» νότες στο πιάνο παίζοντας το dance macabre. Η μετάφραση της Κύργια, ισορροπημένη και διακριτική, σεβάστηκε απόλυτα το Ιψενικό κείμενο. Φεύγοντας από το Υποσκήνιο του Μεγάλου σκεφτόμουν τι συμφορά θα είναι να φτάσουμε κάποτε να λέμε πάμε να δούμε τον «Μπόργκμαν» ή την «Αγριόπαπια» του τάδε ή του δείνα σκηνοθέτη. Ή μήπως ήδη το λέμε;