Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και το φάσμα των φατριών

Ο Θεατρικός Οργανισμός «Νέος Λόγος» και το studio Μαυρομιχάλη παρουσιάζουν από την Παρασκευή 13 Οκτωβρίου,το καινούργιο έργο του Παντελή Μπουκάλα«Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και το φάσμα των φατριών», σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή, Στέλλας Κρούσκα και Κλεοπάτρας Τολόγκου.

Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και το φάσμα των φατριών

Το έργο γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας του Θεατρικού Οργανισμού Νέος Λόγος στον Παντελή Μπουκάλα.

Πόσο συνδεδεμένοι είμαστε με την ιστορία μας;

Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ από ποιά πρόσωπα ή ποιά γεγονότα πήραν τα ονόματά τους οι οδοί και οι πλατείες που ζούμε ή εργαζόμαστε ή διασχίζουμε σε καθημερινή βάση; Έχουμε ποτέ επιχειρήσει αυτήν την μικρή σύνδεση με τοπαρελθόν μας;

Αυτή ήταν η αφορμή για να προχωρήσουμε στην δημιουργία μιας παράστασης για τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, έναν από τους πρωταγωνιστές της ελληνικής επανάστασης του 1821, από τον οποίον πήρε το όνομά της η οδός Μαυρομιχάλη και κατ’ επέκταση το θέατρό μας, studioΜαυρομιχάλη.

Και είχαμε την τεράστια τύχη και τιμή, συνοδοιπόρος μας σε αυτή μας την προσπάθεια, να είναι ο Παντελής Μπουκάλας που ανέλαβε την συγγραφή του έργου.

Παντελής Μπουκάλας:

Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, ο οικείος μας Πετρόμπεης, παραμένει, αν όχι ένα σημείο αμφιλεγόμενο, πάντως ένα πρόσωπο του Αγώνα ευρύτερα γνωστό όχι για τη μεγάλη συμβολή του στα επαναστατικά χρόνια αλλά για την εμπλοκή της οικογένειάς του στη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Στις 9 Οκτωβρίου 1831, ο Γεώργιος και ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, γιος και αδερφός, αντίστοιχα, του ηγέτη των Μανιατών, πυροβόλησαν και μαχαίρωσαν θανάσιμα τον Κυβερνήτη στο Ναύπλιο, έξω από τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνος. Στη βαθύτατα δ ιχασμένη Ελλάδα, που δεν είχε βρει ακόμα έναν στέρεο βηματισμό, άλλοι θρηνούσαν κι άλλοι πανηγύριζαν.

Γνώριζε άραγε ο Πετρόμπεης τι σχεδίαζαν οι άμεσοι συγγενείς του; Οι ιστοριογραφικές υποθέσεις ποικίλλουν, όπως ποικίλλουν και για την ενδεχόμενη εμπλοκή της Γαλλίας και της Αγγλίας στον φόνο. Διαθέτουμε ωστόσο μιαν απάντηση του ίδιου του Πέτρου: «Τι μέτρον ήθελον λάβει αν ο υιός μου και ο αδελφός μου εξεμυστηρεύοντο εις εμέ την συνωμοσίαν των; Ήθελον ακούσει την φωνήν της εκδικήσεως και του αυστηρού πατριωτισμού; Ή το γήρας αυτό και η θρησκεία ήθελον με καταφέρει να λησμονήσω τον Άρχοντα διά να ελεήσω τον άνδρα; Ιδού εξέτασις βασανική δι’ εμέ».

Η απάντηση αυτή πρέπει να συνεκτιμηθεί με τη μεγάλη σημασία που της αξίζει, επειδή δόθηκε σε χρόνο ιστορικά και συναισθηματικά ουδέτερο: γράφτηκε τον Δεκέμβριο του 1842, όταν η υπόληψη της μαυρομιχαλαίικης οικογένειας είχε αποκατασταθεί, και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νέα ημέρα της Τεργέστης στις 28 Μαρτίου 1903.

Ο Πετρόμπεης αρνείται κατηγορηματικά ότι γνώριζε. Η απάντησή του πρέπει να θεωρηθεί ειλικρινής και τίμια, διότι ακόμα και τότε, πέντε χρόνια πριν από τον θάνατό του, δεν συμπληρώνει την άρνησή του αυτή με μια δεύτερη απάντηση που θα βόλευε τη συνείδησή του και θα ενίσχυε το κύρος του. Δεν λέει δηλαδή ότι θα απέτρεπε τους συγγενείς του από το φονικό εγχείρημά τους. Αντίθετα, εκτίθεται εκουσίως στην κριτική, λέγοντας ότι, μια δεκαετία μετά, εξακολουθεί να βασανίζεται από το ερώτημα τι θα έπραττε, αν όντως γνώριζε.

Το θέατρο (και η λογοτεχνία γενικότερα) είναι τέχνη της απορίας και των ερωτημάτων, όχι των τελεσίδικων απαντήσεων, και μάλιστα σε ζητήματα για τα οποία η ιστοριογραφία δεν συμφωνεί στις προσεγγίσεις και τα συμπεράσματά της. Είναι τέχνη μέχρις ενός σημείου αρχαιολογική: δοκιμάζει να αναδείξει τις στρώσεις των συναισθημάτων και των σκέψεων των ηρώων της, αποφεύγει όμως να προσφέρει έτοιμη τη μία και μόνη ερμηνεία τους.

Στον «Πετρόμπεη» που συνέγραψε ο Παντελής Μπουκάλας και σκηνοθετεί ο Φώτης Μακρής, ο λόγος, οπωσδήποτε μυθοπλαστικός, θεμελιωμένος εντούτοις στα ιστορικά ντοκουμέντα, τα δημοτικά τραγούδια και τις ιστοριογραφικές αναψηλαφήσεις, είναι φαινομενικά διπλός, αλλά κατά βάθος πολλαπλός.

Είναι διπλός, αφού ο μονόλογος του Πετρόμπεη διαπλέκεται με τον μονόλογο του Απόστολου Μαυρογένη. Ο Μαυρογένης, ο ιταλοσπουδαγμένος αγωνιστής του 1821, γόνος της μεγάλης κυκλαδίτικης οικογένειας, υπήρξε γνώριμος των Μαυρομιχαλαίων, διορίστηκε δε από τον Καποδίστρια πρώτος στρατιωτικός γιατρός της ελεύθερης Ελλάδας. Είναι λοιπόν ένας αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς των επαναστατικών και μετεπαναστατικών χρόνων, ο οποίος στις αρχές του 20ού αιώνα αποκαλούνταν «παππούς όλων των Ελλήνων», λόγω της εξαιρετικά σπάνιας μακροβιότητάς του (Πάρος, 1792 – Αθήνα 1906). Ο Μαυρογένης συμμετείχε σε πολλές μάχες κατά την Επανάσταση του 1821, προσφέροντας τις υπηρεσίες του ταυτόχρονα ως πολεμιστής και ως γιατρός. Επιπλέον, πολλά χρόνια αργότερα, το 1854, και παρότι είχε περάσει τα εξήντα, συμμετείχε στην επανάσταση για την απελευθέρωση της Ηπείρου, ως συμπολεμιστής του Θοδωράκη Γρίβα. Μάλιστα στη μάχη του Κουτσελιού, κοντά στα Γιάννενα, έχασε ένα του δάχτυλο.

Ορισμένες απόψεις του, αλλά και πτυχές του βίου του, τις γνωρίζουμε από συνέντευξή του στον Ζαχαρία Παπαντωνίου, που τον τιμούσε και το σεβόταν, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Σκριπ, στις 17 Ιανουαρίου 1904.

«Τον έφαγε η τάσις του προς το κόμμα»

Όπως γράφει λοιπόν ο Παπαντωνίου, ο Μαυρογένης «περί του Καποδίστρια έχει την ιδέαν ότι τον έφαγε η τάσις του προς το κόμμα. Η καταφορά των Μαυρομιχαλαίων εναντίον του δεν ωφείλετο εις αυτόν τόσον, όσον εις κακήν αντίληψιν των Καποδιστριακών. Ο διοικητής του Ναυπλίου -λέγει- με εκάλεσε μίαν ημέραν και με επέπληξε, διότι επήγα εις την Μάνην να θεραπεύσω την πάσχουσανσύζυγον του Πετρόμπεη».

Ο Μαυρογένης μονομαχεί

Εντελώς ξεχωριστό είναι ένα περιστατικό από τη ζωή του Μαυρογένη που περιγράφει ο Παπαντωνίου:

«Γνωρίζω, ότι ο Μαυρογένης έχει ένα μεσαιωνικότατονεπεισόδιον εις την νεανικήν του ζωήν, του το υπενθύμισα και παρεκάλεσα να το ακούσω.

-Είχα αγαπήσει μια, είπεν, εις την Μεθώνην και την επήρα. Μια ημέρα την είχα μπράτσο και επηγαίναμεν μέσα εις την Μεθώνην. Διά την γυναίκα μου το μπράτσο ήτο κάτι τι, το οποίον με δισταγμόν και κάποιαν εντροπήνεδέχετο.

Απλή γυναίκα, βλέπετε. Έξαφνα εφάνησαν από κάτω δύο κομψοί Γάλλοι αξιωματικοί, οι οποίοι ήσαν εις το κέφι. Καθώς με είδαν με την φουστανέλλαν μου, ενόμισαν ότι ημπορούν να μη τηρήσουν τους κανόνας της αβρότητος και να βαδίσουν κατ’ ευθείαν επάνω μας. Ηπατήθησαν όμως διότι εγώ ήμην Ευρωπαίος! Η γυναίκα μου, με την απλοϊκήν της ευγένειαν, μου άφησε το μπράτσο και παρεμέρισε διά να περάσουν οι ξένοι. Ένας από αυτούς τότε την εκτύπησεν ελαφρώς εις τον ώμον και της είπε:

-O! vousêtes aimable! [Ω! Είστε αξιολάτρευτη!]

-Cochon! [Γουρούνι!] του απήντησα.

Ο Γάλλος αξιωματικός έμεινε εμβρόντητος. Δεν το επερίμενε. Του εζήτησα το όνομά του και το σώμα τού εν Μεθώνη Γαλλικού στρατού εις το οποίον ανήκε. Κατόπιν παρουσιάσθην εις τον διοικητήν.

-Δεν βαρυέστε, μου είπεν ο διοικητής. Ήτο μεθυσμένος.

-Αυτό μού είναι αδιάφορον.

Και του έκαμα την πρόσκλησιν της μονομαχίας, διότι είχα γίνει έξω φρενών.

Υπήρχε τότε ένας Λευτέρης αξιωματικός του Ναπολέοντος, πολεμιστής φοβερός. Αυτός ήτο πολύ φίλος μου και επειδή εζήτει διαρκώς αφορμήν να ξεκοιλιάση κανένα, μου είπε:

-Δεν αφήνεις καϋμένε Απόστολε να μονομαχήσω εγώ;

Εννοείται ότι αυτό ήτο αδύνατον και τον παρεκάλεσα να μου χρησιμεύση ως μάρτυς. Ωρίσθη η μονομαχία με επέ [με ξίφος]. Εγώ δεν το ήξευρα και με εδίδαξεν ο Λευτέρης επί δέκα ημέρες. Αφού το έμαθα εμονομαχήσαμεν με τον Γάλλον. Με ετρύπησεν εις την καρδιακήνχώραν και ακόμη τώρα αυτό το τραύμα με ενοχλεί, μολονότι ήτο επιπόλαιον. Εγώ όμως τον ετρύπησα ταυτοχρόνως πολύ σοβαρώτερα. Έτσι ετελείωσε αυτό».

Η νεκρολογία της εφημερίδας Εμπρός, στις 8 Νοεμβρίου 1904

«Χθες την μεσημβρίαν έκλεισε διά παντός τους οφθαλμούς και το τελευταίον λείψανον της γιγαντομαχίας του 1821. Και τοιουτοτρόπως και ο τελευταίος των ηρώων εκείνων υπέκυψεν εις το μοιραίον τέλος και μαζί μ’ αυτόν έκλεισε και η τελευταία ζώσα σελίς της ιστορίας των αγώνων των ελληνικών όπλων διά την απελευθέρωσιν της μικράς ταύτης χώρας.

Εις άνθρωπος όστις έζησε τρεις αιώνας, όστις είδε το φως το 1792, είδε χθες δύουσαν την τελευταίανημέραν του.

Ο σιδηρούς ούτος γέρων εγεννήθη κατ’ Ιανουάριον του 1792 εν Πάρω, υπό γονέων λίαν ευκαταστάτων και αρχόντων της γαληνιαίας αυτής νήσου του Αιγαίου. Οι γονείς του, παιδίου έτι, μετέβησαν εις Μυτιλήνην παρά τινισυγγενεί των, αλλ’ ένεκεν αμειλίκτων διωγμών των Τούρκων η οικογένεια διεσπάρη και ο Απόστολος Μαυρογένης, μειράκιον μόλις, φεύγων τους διωγμούς των Τούρκων, απήλθεν εις Βιεννην πλησίον του αυτόθι θείου του Στεφάνου Μαυρογένη, πρεσβευτού τότε της Τουρκίας.

Είτα, κατελθών εις Ιταλίαν, εξεπαιδεύθη εις τα Πανεπιστήμια της Πίσης και Παϋίας, όπου εσπούδασε την Ιατρικήν. [...]

Διαδοχικώς γνωρίζεται και γίνεται αχώριστος φίλος του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη και άλλων μεγάλων πρωτεργατών της γιγαντομαχίας εκείνης του 1821. Και πότε δράττει το καρυοφύλλι και μάχεται παρά το πλευρόν των ηρώων εκείνων και πότε λαμβάνει τα χειρουργικά του εργαλεία διά να επιρράψη ή να επιδέση τα τραύματα των συμπολεμιστών του».

Η μυθοπλασία αναδεικνύει τον Απόστολο Μαυρογένη ως επί μακρόν συνομιλητή του Πετρόμπεη και παραλήπτη των ενθυμημάτων του, αλλά και ως φανατικό συλλογέα και αναγνώστη ιστοριογραφημάτων (ελληνικών και ξένων) και απομνημονευμάτων που αφορούν το 1821. Παραγράφους από τα βιβλία αυτά ανακαλεί στη μνήμη του ο Μαυρογένης, και έτσι ο θεατρικός λόγος αποκτά την πολλαπλότητά του.

Ο «Πετρόμπεης» δεν αποτελεί διάβημα ούτε απομυθοποίησης ούτε αποκατάστασης. Είναι η αναψηλάφηση ενός απίστευτου θαύματος, της Επανάστασης, και της βαθιά τραυματικής συνέχειάς της. Η εθνική μας αυτογνωσία είναι ένα αέναο ζητούμενο.