Νίκος Καμπάνης: Ενενήντα χρόνια βετεράνος φίλαθλος

Συνέντευξη με τον 90χρονο Πειραιώτη Νίκο Καμπάνη που έκανε καριέρα στη δημοσιογραφία, στον χώρο των εκδόσεων και στη συγγραφή δεκάδων θεατρικών έργων.

Νίκος Καμπάνης: Ενενήντα χρόνια βετεράνος φίλαθλος

Συνέντευξη στον ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΕΜΟΝΙΔΗ

Γεννήθηκε το 1933 στην Καλλίπολη του Πειραιά, άρα πάτησε τα 90, εκ γενετής Ολυμπιακός, πήγε στο 2ο Γυμνάσιο αρρένων, έκανε καριέρα όμως στην Αθήνα συνδυάζοντας θαυμαστά την τέχνη με τον αθλητισμό, με μια μεγάλη δόση τουρισμού. Στην αθλητική δημοσιογραφία, στο θέατρο και στις εκδόσεις περιοδικών με θέματα διακοπών και ταξιδιών. Ο Νίκος Καμπάνης έμεινε στην ιστορία ως δίδυμο με τον Μακρίδη, ως συγγραφέας δεκάδων θεατρικών έργων με τεράστια επιτυχία.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο «ΦΩΣ» στις 7/1/2023

Οι γονείς του δεν είχαν καμία σχέση με τα παραπάνω, αλλά ας τον αφήσουμε να μας πει από την αρχή την ιστορία του. «Όλα ξεκίνησαν στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, όπου ήμουν συμμαθητής με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Ήταν ένα πολιτιστικό κέντρο και ο Γκίκας Μπινιάρης δημιούργησε έναν ερασιτεχνικό θίασο. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος, χρεοκοπημένος όπως έλεγε με χιούμορ, και η μητέρα μου νοικοκυρά. Ο Παπαμιχαήλ, λοιπόν, που ήταν και εκπληκτικός μίμος, ξεχώρισε εξαρχής και τον πήραν στο Εθνικό Θέατρο από την πρώτη οντισιόν. Στην αρχή δεν ήθελε να γίνει ηθοποιός και μου έλεγε "είσαι τρελός, εμένα μου αρέσουν τα κορίτσια". Τελικά έπαιξε στη "Φλωρεντινή Τραγωδία" και πήρε τον δρόμο του».

Εσείς πήρατε άλλον δρόμο όμως.

Ναι, είχα ταλέντο να γράφω χιουμοριστικά κείμενα. Μου άρεσε όμως ο αθλητισμός και μίλησα με τον Γιάννη Χιωτάκη να με πάρει το 1955 στο «ΦΩΣ», αλλά δεν ευδοκίμησε η προσπάθεια. Πήγα λοιπόν στο «Βήμα» όπου ένας γνωστός μου δούλευε στο λογιστήριο και μου είπε τη γνωστή ατάκα του Βουτσά «το θέμα είναι να τρουπώσεις, μετά θα βρεθεί άκρη». Πράγματι, πήγα στο «Βήμα», αλλά δεν ήμουν ευχαριστημένος, ώσπου μια ημέρα βρήκα στη Βουλής, έξω από το φαρμακείο του Θεοδωρίδη τον γέρο Λαμπράκη, τον Δημήτρη. Τόλμησα και του είπα «δοκιμάστε με ως δημοσιογράφο» και με έστειλε στον Σβωλόπουλο. Ήμουν και Ολυμπιακός και με έβαλε στα αθλητικά, αλλά δεν έφτανε το μεροκάματο, δεν ήμουν από πλούσια οικογένεια και έπρεπε να πληρώνω και το νοίκι μου. Γι’ αυτό μετακόμισα στο πολιτιστικό όπου γενικός διευθυντής ήταν ο Συριώτης και κορυφαίος ρεπόρτερ του χώρου ο Μπέρτσος στο «Έθνος». Τότε ξημεροβραδιαζόμασταν έξω από τα θέατρα για να βγάλουμε μια είδηση. Πούλαγε τότε το box office. O Kώστας Μουσούρης μού έδωσε μια συμβουλή να προσεγγίσω τον γιο Λαμπράκη, τον Χρήστο. Πράγματι, πήγα και με έβαλε στον «Ταχυδρόμο». Με υποστήριξε και με έβαλε και στο μισθολόγιο. Έκανα πρωτοσέλιδα, του πήγαινα θέματα και έμαθα δίπλα του τη δημοσιογραφία. Μια αυτοκτονία κοπέλας στην Κοκκινιά μού έδωσε την ώθηση. Έγραφε ποιήματα και τη θεωρούσαν νέα Πολυδούρη. Υπέγραφε ως Μάχη, ήταν 17 χρόνων, κάναμε ρομαντική παρέα και αυτοκτόνησε γιατί την πίεσαν στη δουλειά της, δέχθηκε παρενόχληση. Την έβαλε πρώτη σελίδα με τίτλο «η ποιήτρια της Κοκκινιάς που αγάπησε τον θάνατο».

Ένα άλλο θέμα ήταν με ένα μοντέλο, τη Δρακοπούλου, στην Εθνική Οδό και έναν κρυμμένο φωτογράφο που απαθανάτιζε τις σκηνές. Σταματούσαν φορτηγά, αυτοκίνητα, ως και ένα αστυνομικό όχημα, και οι οδηγοί ήταν πρόθυμοι να τη βάλουν μέσα και να την πάνε όπου θέλει. Πολύ γέλιο. Το κυνήγι της γυναίκας από τον άνδρα.

Μεγάλο βήμα στην καριέρα σας;

Η έκδοση του περιοδικού «Διακοπές» το 1968, το πρώτο στον χώρο του τουρισμού, της εστίασης, των ξενοδοχείων. Τότε ο Λαμπράκης ήταν εξορία στη Σύρο κι εγώ πήγα στο διοικητικό συμβούλιο και κατέθεσα την ιδέα μου. Απορρίφθηκε ο τίτλος «Διακοπές» και η ιδέα έκδοσης του περιοδικού. Τότε πούλαγαν τα «Νέα» 150.000 φύλλα μόνο στην Αθήνα και θεώρησαν παρακατιανό ένα τέτοιο περιοδικό για το πρεστίζ του ΔΟΛ. Εγώ όμως ήμουν καλός στους τίτλους, είχα ταλέντο και για να μην τον χάσω τον κατοχύρωσα. Έστειλα στον Λαμπράκη την ιδέα μου και την ενέκρινε. Εκ των υστέρων, λοιπόν, πήγαν στο υπουργείο να καταθέσουν τον τίτλο και τους είπαν «μα τον έχει κατοχυρώσει ένας κύριος Καμπάνης». Έγινε χαμός, μπήκα στο γραφείο στη Χρήστου Λαδά 3 και έξαλλοι οι δικηγόροι μού είπαν «ή παραιτείσαι από τον τίτλο ή απολύεσαι τώρα». Φυσικά δεν είχα βλέψεις να γίνω εκδότης και τους έδωσα τον τίτλο. Σώθηκα. Έτσι μπήκα στον χώρο του τουρισμού, που είχε γοητεία. Κάναμε ταξίδια και δύο φορές τον γύρο του κόσμου μαζί με τη γυναίκα μου, Νένα, που την έχασα δυστυχώς μετά από 65 χρόνια. Ήταν δώρο Θεού για μένα, μου έδινε έμπνευση και στα 102 θεατρικά έργα που έγραψα.

Και εκδότης;

Ο Λαμπράκης δημιούργησε μια ΕΠΕ και έδωσε σε μένα το 1% γιατί χρειαζόταν δύο μέλη. Η Ένωση Συντακτών εκείνη την εποχή έκανε γιορτές στο «Παλλάς» για τα παιδιά των δημοσιογράφων κι εγώ είχα παρέα και κουμπάρο τον Νίκο Τσιφόρο. Έκανα ένα ανθολόγιο, μάλιστα, με τα τσιτάτα του. Ως άνθρωπος του θεάτρου, έφερα στη γιορτή όλους του σταρ, Μουστάκα, Βουτσά, Χάρρυ Κλυνν. Με προειδοποίησε, λοιπόν, εκεί ο Βασίλης Κοραχάης, μετέπειτα πρόεδρος, ότι ετοιμάζουν τη διαγραφή μου, γιατί με θεωρούσαν εκδότη με το 1% στις «Διακοπές». Το είπα στον Λαμπράκη και με εντολή του πέρασε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης η αποχώρησή μου από την εταιρεία. Κάναμε αγώνα επιβίωσης τότε και μια διαγραφή θα στοίχιζε όλη την καριέρα μου. Θεωρούσαν αντίπαλους τους εκδότες, καπιταλιστές. Πήγα, λοιπόν, στο διοικητικό συμβούλιο που με ευχαρίστησαν για τη βοήθεια στη γιορτή, αλλά με ετοίμαζαν για διαγραφή. Θεωρούσαν ότι είμαι με το κεφάλαιο. Πήγα, λοιπόν, στα γραφεία στην Ακαδημίας, με κοίταζαν με λύπηση, έβγαλα όμως την εφημερίδα και τους «έπεσαν τα μάτια».

Μετά τι ακολούθησε;

Το περιοδικό «Ψυχαγωγία», κάτι σαν το «Αθηνόραμα», που είναι βέβαια σαφώς καλύτερο. Δεν προχώρησε τελικά και πήγα στην «Ομάδα» όπου διευθυντής ήταν ο Γιάννης Βανδώρος, φίλος από τον Πειραιά. Μεγάλη επιτυχία. Έβγαινε με χαρτί εφημερίδας. Στη δεύτερη έκδοσή της ήμουν εγώ διευθυντής, αλλά κυκλοφορούσαμε την Παρασκευή και προσπαθούσαμε να συντηρηθούμε με το παρασκήνιο. Αποτύχαμε και ο Λαμπράκης την έκλεισε.

Κάθε εμπόδιο για καλό.

Πράγματι, έμεινα στον Λαμπράκη ως το 1990, αλλά έπαθε η γυναίκα μου καρκίνο στο στομάχι και τότε της έδιναν μόλις έξι μήνες ζωής. Ήθελα να σταθώ στο πλάι της, παραιτήθηκα με γενναία αποζημίωση και παλέψαμε μαζί. Κράτησα όμως τις σχέσεις μου με τον Λαμπράκη. Στη συνέχεια γνώρισα τον Κώστα Καραγιάννη από την «Καραγιάννης-Καρατζόπουλος». Με είχε ξεχωρίσει από τα γραφόμενά μου στον «Ταχυδρόμο» και πίστευε ότι μπορώ να γράφω με χιούμορ. Ο Γιώργος Λαζαρίδης είχε γράψει τον «Τρελό του Λούνα Παρκ» για τον Βέγγο, αλλά είχε κάνει τα χιλιόμετρά του. Με τη σύμφωνη γνώμη και του θεατρικού επιχειρηματία Βαγγέλη Λιβαδά έγραψα τη «Χίπισσα Ιωάννα» κατά το «Πάπισσα Ιωάννα». Ήταν το ίδιο πρόσωπο, αλλά στο σήμερα, ως διευθύντρια σε διαφημιστικό γραφείο. Ανέβηκε στο θέατρο «Αμιράλ» με τον Πέτρο Φυσσούν, τον Βασίλη Τσιβιλίκα και τη Σμαρούλα Γιούλη.

Εκείνη την εποχή ο «Ταχυδρόμος» έκανε καμπάνια για τον Σεπτέμβριο και δεν με είχε ειδοποιήσει κανείς. Ανησύχησα γιατί κινδύνευα για το θέατρο να χάσω την επαφή με τον Λαμπράκη. Τον βρήκα στο περίπτερο και μου είπε «το καλοκαίρι να ασχοληθείτε με το θέατρο. Αν κάνετε επιτυχία θα πετύχετε, όσες αποτυχίες κι αν κάνετε στη συνέχεια. Να μη σας απασχολώ λοιπόν με καμπάνιες. Καλή επιτυχία». Το έργο είχε, όντως, επιτυχία. Με αρχηγό τον Παναγιώτη Παπαδούκα ακολούθησαν και άλλες επιτυχίες με τα έργα «Για μένα, για σένα, για όλους», «Αναμείνατε στο ακουστικό σας», «Πενήντα χρόνια δάκρυα, πενήντα χρόνια γέλια» για τη Μικρασιατική Καταστροφή, «Η θεία Όλγα ξέρει».

Ο Βύρων Μακρίδης είχε την έμπνευση να πάμε στον Δαλιανίδη και τον ακολούθησα. Κάναμε ντουέτο με απολογισμό 102 έργα. Ο Μακρίδης στην επιθεώρηση και εγώ στην κωμωδία. Η δεύτερη γυναίκα του, όμως, η Γιούλη Σταμουλάκη, μας διέλυσε. Είχαμε και ατυχία όταν κάηκε το «Ρεξ». Ετοιμάζαμε τη «Μαντάμ Ορτάνς» που το είχα γράψει δανειζόμενος την πρωταγωνίστρια της ιστορίας του Καζαντζάκη από τον «Ζορμπά». Ο σκηνοθέτης Σοφιανός έκανε ηλεκτροκολλήσεις στη σκηνή, δεν πρόσεξε και το θέατρο έγινε παρανάλωμα. Του είχε κάνει σύσταση ο Μακρίδης, αλλά αυτός απάντησε με στόμφο «είμαι αρχιτέκτων και ξέρω τι κάνω». Πάει το θέατρο.

Με παρέμβαση του Λαμπράκη στη Μερκούρη, πήγαμε στο Δημοτικό Πειραιώς. Το κόστος, όμως, ήταν δυσβάσταχτο. Είχαμε ζωντανή ορχήστρα και βάσει συμβολαίου έπρεπε να πληρώνουμε τα κοινόχρηστα όλου του οικοδομικού τετραγώνου. Να αναφέρω ότι η Μαντάμ Ορτάνς ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Πήγαμε στα Χανιά, όπου διατηρούσε οίκο ανοχής με φιλοξενούμενους τους τρεις ναυάρχους, τον Γάλλο, τον Ρώσο και τον Ιταλό, ως την Ιεράπετρα όπου πέθανε. Μορφωμένη, ήξερε γλώσσες και με δασκάλους μάθαινε συμπεριφορά στις κοπέλες της. Όταν έφυγαν οι στόλοι, καταστράφηκε και η Ορτάνς, που δεν την ήθελαν οι γυναίκες των Χανίων.

Η εξέλιξη στο θέατρο σήμερα;

Μοιραία, χάσαμε τους πρωταγωνιστές, πέθαναν και δεν θα βγουν νέοι. Τώρα στα θέατρα δεν παίζουν πρωταγωνιστές, αλλά ομάδες ηθοποιών. Αν πετύχουν, παίρνουν λεφτά, αν όχι, δεν παίρνουν. Δεν είναι επαγγελματικό αυτό. Τότε κάναμε και κινηματογραφικές επιτυχίες. Πλήρωνε ο κόσμος να δει τον Βουτσά και τη Βλαχοπούλου. Τώρα τους βλέπει τζάμπα στην τηλεόραση. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, κανείς δεν εκτιμά το τζάμπα. Με την τηλεόραση στο καθιστικό, παρακολουθεί την ταινία κατά διαστήματα. Δεν υπάρχει η μέθεξη, δεν υπάρχει καν η διάθεση να μπεις στη σκοτεινή αίθουσα. Δεν υπάρχει τίποτα πλέον.

Το 1992 πήγα στην εταιρεία Αction Global Communications. Ξεκίνησα από διευθυντής και τώρα είμαι σύμβουλος. Οι γηράσκοντες συμβουλεύουν, που έλεγε και ο Λαμπράκης.

Έχετε μια πρόταση προς τον Ολυμπιακό;

Ναι, είμαι Ολυμπιακός από τα γεννοφάσκια μου, φανατικός. Πηγαίναμε με τα πόδια από τη Φρεαττύδα στο Καραϊσκάκη και μπαίναμε μόλις άνοιγαν οι πόρτες. Θα ήταν ωραίο ο Ολυμπιακός να αγκαλιάσει τους παλιούς φιλάθλους του. Θα ήθελα να προτείνω να διαθέσει στους χώρους αναψυχής κάποιων γηροκομείων από μια τηλεόραση και μια συνδρομή για το κανάλι που δείχνει τους αγώνες του. Θα είναι μεγάλη υπόθεση για τους βετεράνους φιλάθλους του. Θα μπορούν να πηγαίνουν και παίκτες της εποχής τους, να παρακολουθούν παρέα και να συζητούν για τα παλιά.