Ζώνεκροι

Ζώνεκροι

Ο κακοφωτισμένος δρόμος έμοιαζε με αδιέξοδο κι έτσι μια υπόνοια φοβίας έθεσε το μυαλό μου σε εγρήγορση. Τάχυνα το αρχικά νωχελικό μου βήμα περπατώντας πλέον με πιο έντονο ρυθμό. Τα παρκαρισμένα δεξιά και αριστερά πάνω στο πεζοδρόμιο αυτοκίνητα με ανάγκαζαν να κινηθώ μέσα στον δρόμο. Πιο βολικό και πιο ασφαλές, σκέφτηκα. Συνέχισα, παριστάνοντας τον αμέριμνο, για κάποιον προορισμό που σαφώς δεν είχα, όταν μια σκιά που πετάχτηκε πίσω από ένα φορτηγάκι με έκανε να σαστίσω. Ασυναίσθητα κοντοστάθηκα. Τρεκλίζοντας άρχισε να με πλησιάζει. Βρισκόταν ήδη μπροστά μου. «Φιλαράκι δώσε μου ένα ευρώ να πάρω κάτι να φάω». Αδιαφόρησα. Δεν ξέρω αν έκανα καλά· πάντα το ίδιο σκέφτομαι όταν προσπερνώ τους ζώνεκρους. Ήμουν απόλυτα σίγουρος πως το ευρώ μου μαζί με άλλα που θα συγκέντρωνε να γινόταν η δόση που θα «σούταρε» στις φλέβες του, δεν αποκλείεται για τελευταία φορά. Σχεδόν τρέχοντας τον προσπέρασα. Δεν πρόλαβα να απομακρυνθώ και μια ακόμα σκιά μου έκοψε τον δρόμο. «Ρε φίλε δώσε μου ό,τι έχεις, δώσ’ μου πενήντα λεπτά, τι είναι για σένα πενήντα λεπτά, δώσε μου ρε σου λέω!» Βάζει το χέρι του στον ώμο μου. Το τραβάω και αρχίζω να τρέχω. Δεν μπορούσε να με ακολουθήσει· δεν είχε δύναμη στα πόδια του· δεν είχε δύναμη πουθενά.

Είχα βρεθεί στο λάθος σημείο, τη λάθος στιγμή. Λάθος κι αυτό. Είχα βρεθεί σε ένα στενάκι της Ζήνωνος, σε ένα απ’ τα οριοθετημένα ως άβατα της πόλης, δυο βήματα απ’ την Ομόνοια.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν καταπρόσωπο με τους ζώνεκρους. Από ένα συνδυασμό παραγόντων το γεγονός είχε μεγεθυνθεί και είχε φωτιστεί αλλόκοτα: Από την αποκρουστική πραγματικότητα που αντίκρισα, από τους τσιμεντένιους όγκους κουφαριών πολυκατοικιών, τους κακοφωτισμένους δρόμους και τις επίμονες ανθρώπινες σκιές, που ξεπρόβαλλαν για να με βυθίσουν σε μια άλλη ανάγνωση της καθημερινότητας.

Ήξερα πως θα περνούσε το αρχικό σοκ. Έτσι κι έγινε. Όταν πια βρέθηκα ξανά στην ασφάλεια του πολιτισμού, οχυρωμένος πίσω από ένα λάπτοπ, παίρνοντας τις αποστάσεις που χρειαζόμουν, είχα πλέον όλη την άνεση να αποδεχτώ την κανονικότητα. Όσο υποτιμητική για ανθρώπινες υπάρξεις κι αν ακούγεται η λέξη ζώνεκροι περιγράφει, δυστυχώς, μια πραγματικότητα. Ζωντανοί νεκροί, ξεγραμμένοι, τελειωμένοι, περνούν δίπλα μας όπως στη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» του Ρομέρο, με υλική υπόσταση και παράλληλα άυλη, αερικά του κάτω κόσμου. Σπάνια παραμονεύουν σε απόμερα σημεία της πόλης. Βρίσκονται πλέον παντού, ειδικά στο ευρύτερο κέντρο της Αθήνας. Βρίσκονται δίπλα μας. Τους προσπερνάμε, ανοίγουμε βήμα, αποστρέφουμε το βλέμμα μας. Σχεδόν αδιάφορες οι σκιές τους, τραγικές υπενθυμίσεις ανθρώπινων υπάρξεων. Κάτισχνοι, χωρίς βλέμμα, περιφέρονται διαρκώς αναζητώντας τη δόση· μια ακόμη δόση κι ας είναι η τελευταία. Λυπάσαι για αυτούς, όμως με τον καιρό συνηθίζεις ακόμη και να λυπάσαι. Συνηθίζεις τον πόνο, τον θάνατο δίπλα σου. Όσο κι αν σε συνοδεύουν οι τύψεις γι’ αυτό, γίνεσαι ανάλγητος, δικαιολογείς τον εαυτό σου, παίρνεις αποστάσεις, το βλέπεις ψύχραιμα, το βλέπεις ψυχρά. Αναπτύσσεις άμυνες, σκεφτόμενος το τεράστιο εμπόριο ναρκωτικών παγκοσμίως, τα καρτέλ, τους ναρκέμπορους, τις διασυνδέσεις τους, τις «άκρες» τους στην αστυνομία, τα μίντια με το κοκαϊνάτο life style, τα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργούν το υπέδαφος της εξάρτησης και όλους εκείνους που, για να ξεφύγουν λίγο από τη μίζερη μονότονη ζωή τους, θα αναζητήσουν για λίγο τον παράδεισο της δόσης. Στο τέλος αρχίζεις να πιστεύεις πως η αυτοκαταστροφή κάποιων ανθρώπων αλλά και η εξώθηση προς την αυτοκαταστροφή τους είναι πια κανονικότητα. Όπως και η απανθρωποποίηση της καθημερινής ζωής· κανονικότητα κι αυτή.