Οι εντός εκτός των Αθηνών

Οι εντός εκτός των Αθηνών

Αν κάποιος χρειαζόταν πληροφορίες για τον πληθυσμό των Αθηνών θα ανέτρεχε σίγουρα στην απογραφή του 2011. Τα στοιχεία λοιπόν της επίσημης απογραφής του 2011 φανερώνουν πως η Αθήνα με τα προάστειά της κατοικείται από περίπου τέσσερα εκατομμύρια Αθηναίους, μόνιμους κατοίκους.

Ψέματα. Και μάλιστα χονδροειδή.

Η πόλη μας, στη συντριπτική της πλειοψηφία, κατοικείται από εσωτερικούς μετανάστες προσωρινά διαμένοντες στην Αθήνα, από ανθρώπους τύποις δημότες-πολίτες της. Αυτή είναι η αλήθεια. Κατοικείται δηλαδή από εθνικούς έποικους, χωρικούς, εξόριστους από τον τόπο τους, κάποιοι φτωχοί έως πολύ φτωχοί, άλλοι κυνηγημένοι απ’ τη μικρόνοια της επαρχίας και τη μετεμφυλιακή εκδικητικότητα, απελπισμένοι, αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες έως και εκατομμύρια οδηγημένοι απ’ τον συρμό για την αναζήτηση ελπίδας στο «μεγάλο χωριό», όλοι τελικά αναγκασμένοι απ’ τις καταστάσεις, κατέφυγαν σε μια πόλη που σαν την εταίρα τους δέχτηκε εκούσα άκουσα στον κόλπο της. Κι αν η γενιά του μετανάστη της επαρχίας αρχίζει να εκλείπει πια, το πνεύμα του επήλυδος, του ξένου, του μη γηγενή όχι απλώς επιβιώνει αλλά ζει και βασιλεύει. Πως αλλιώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ότι τόσο πολλοί «μόνιμοι κάτοικοι, Αθηναίοι» αγαπούν να μισούν τον τόπο που διαμένουν;

Σε ποια άλλη πόλη οι κάτοικοί της τη θεωρούν ξενοδοχείο ημιδιαμονής μέχρι να επιστρέψουν στο χωριό τους; Διατηρούν μια εξιδανικευμένη εικόνα της επαρχίας, που «έχει όλα τα καλά» αλλά, παρόλα αυτά, συνεχίζουν να μένουν στην πόλη που μισούν. Νοσταλγούν τον καθαρό αέρα του χωριού αλλά ούτε λόγος για κάρτα καυσαερίων και αλλαγή του καταλύτη στο αυτοκίνητο. Αναπολούν το καταπράσινο τοπίο αλλά οι ίδιοι έχτισαν μέχρι και στις ρεματιές και σε χειμάρρους και στις υπώρειες των γύρω βουνών, προσπαθώντας να αφανίσουν εντελώς το πράσινο που τόσο πολύ αγαπούσαν στον τόπο τους. Θαυμάζουν την άπλα του χωριού αλλά θέλουν την αύξηση του συντελεστή δόμησης για ακόμη περισσότερο τσιμέντο, ενώ διπλοτριπλοπαρκάρουν αδιάντροπα σε πεζοδρόμια, διαβάσεις, λεωφόρους, γιατί έτσι τους «γουστάρει». Λατρεύουν τις καθαρές θάλασσες και ακτές του τόπου που γεννήθηκαν αλλά βρομίζουν όπου και όσο μπορούν τις ακτές της Αττικής. Διαμένουν πλέον για δεκαετίες σε κάποιο δήμο της Αθήνας αλλά τα εκλογικά τους δικαιώματα παραμένουν στο χωριό για… «να μη ρημάξει ο τόπος». Θυμούνται πόσο νυκοκυραίοι ήταν στο χωριό τους αλλά θέλουν τον κάδο των σκουπιδιών μπροστά στο σπίτι του γείτονα και τα σκουπίδια τους κάπου αλλού, μακριά από εκεί που διαμένουν, σε άλλον δήμο.

Η αλήθεια είναι πως οι επήλυδες των Αθηνών δεν αγάπησαν αυτή την πόλη· έξυνε διαρκώς την πληγή του ξεριζωμού τους. Δεν την υιοθέτησαν ποτέ, και, ακόμη και σήμερα, πολλοί από αυτούς, σιχτιρίζουν τη μοίρα που τους έριξε στην αγκαλιά της.

Βέβαια, κανείς καλοπροαίρετος παρατηρητής δεν θα μπορούσε να αδιαφορήσει για το δράμα μιας μετεμφυλιακής Ελλάδας που ζητούσε εναγωνίως να υπάρξει και το δράμα των ανθρώπων που μετανάστευσαν στην Αθήνα. Όμως τα υλικά που χτίστηκε η νέα πόλη των Αθηνών, τα υλικά της εποίκησης, ήταν βήτα και γάμα διαλογής. Πρώτα και πρώτη η απουσία της πολιτείας όσον αφορά το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο αλλά, κυρίως, σε ατομικό επίπεδο τη συμπεριφορά κανοναρχούσε η ιδιοτέλεια και ο ατομικισμός· αυτά, άλλωστε, έχτιζαν πάντα την κακοδαιμονία μας και ως έθνος. Ποτέ το ιδιωτικό συμφέρον δεν έγινε προέκταση του δημοσίου. Το δημόσιο γινόταν πάντοτε προέκταση του ιδιωτικού. Ό,τι εξυπηρετούσε το ατομικό συμφέρον καθενός αυτό θα έπρεπε να θεωρείται και δημόσιο. Έτσι το δημόσιο έγινε άλλοτε λάφυρο, όπως η εξουσία στα χέρια των δεξιοπασοκοαριστερών κομμάτων, άλλοτε οικόπεδο, ακτή ή χείμαρρος προς καταπάτηση, άλλοτε δρόμος ιδιωτικός κι άλλοτε απειλή, καθώς, ενδεχομένως, περιόριζε την αυθαιρεσία του ιδιωτικού συμφέροντος. Άλλωστε από συστάσεως του νέου ελληνικού κράτους τα μηνύματα είχαν δοθεί απ’ τους Μαυρομιχαλαίους με τον θάνατο του Καποδίστρια. Η παρακαταθήκη εκείνου του φονικού οδηγεί ακόμη και σήμερα τα βήματά μας.