Ο πιο σεβνταλής και μπεσαλής Γιώργος

Η Όλγα Νικολαΐδου γράφει για τον γιό της καλογριάς που  μνημονεύουμε συχνά το όνομά του που έχει δοθεί σε δρόμους, σε πλατείες και φυσικά στο γήπεδο του Ολυμπιακού.

Ο πιο σεβνταλής και μπεσαλής Γιώργος

23/4 του 1827 ανήμερα της ονομαστικής του γιορτής, «κολύμπησε» ολόισια στον θάνατο. Παρόλο που ο αγαπημένος του σύντροφος και φίλος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προσπάθησε να τον αποτρέψει από την συνήθειά του να εκθέτει συνεχώς τον εαυτό του γράφοντάς του «μανθάνω ότι εμβαίνεις εις τους ακροβολισμούς, αυτό δεν είναι έργο ιδικόν σου» και διαμηνύοντάς του ταυτόχρονα «να κοιτάξει να σώσει τον εαυτό του για να σωθεί και η πατρίδα».

Αλλά εκείνου του άρεσε να επεμβαίνει προσωπικά και να μην επαναπαύεται. Ούτε στις δάφνες του. Αξίζει να σημειωθεί ότι βρισκόμαστε στην άνοιξη του 1827. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης μετά από τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία και αφού έχει ελευθερώσει σχεδόν όλη τη Στερεά Ελλάδα, μεταφέρει το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου χτίζει «ταμπούρια» (μικρές οχυρώσεις) για να αποκρούει τις επιθέσεις των Τούρκων. Στις 22 Απριλίου κι ενώ έχει ξεκινήσει συμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, παρότι πολύ καταπονημένος από την φυματίωση που ποτέ δεν την αντιμετώπισε ως α-σθένεια (ως μια κατάσταση δηλαδή που θα του στερούσε το σθένος του) βγαίνει από την σκηνή του και έφιππος κατευθύνεται προς την μάχη. Μια σφαίρα -έχει υπονοηθεί χωρίς ωστόσο να έχει αποδειχτεί κάτι τέτοιο ότι αυτή η σφαίρα μπορεί και να ήταν από χέρι ελληνικό- τον βρίσκει στο υπογάστριο και τον τραυματίζει σοβαρά. Θανάσιμα όπως αποδεικνύεται την επόμενη μέρα όταν παρά τις συγκινητικές προσπάθειες των γιατρών, αφήνει την τελευταία του πνοή.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννιέται το 1782 σε τόπο, όχι απόλυτα εξακριβωμένο. Η μάνα του είναι η Ζωή Διμισκή, ή Ντιμισκή, σύζυγος του Ιωάννη Μαυρομματιώτη. Απόλυτα εξακριβωμένη δεν είναι ούτε η ταυτότητα του πατέρα του. Πιθανότερη εκδοχή ότι επρόκειτο για τον αρματολό Δημήτρη Καραΐσκο. Με την στάμπα του «νόθου» και εγκαταλειμμένος από την μητέρα του που αποφασίζει να πάει σε μοναστήρι όταν ο σύζυγός της πεθαίνει, ο μικρός Γιώργης μάλλον δεν έχει και τα καλύτερα παιδικά χρόνια. Την ιστορία του, την προσωπική του ιστορία την «χωράει» στην ψυχή του και στο όνομά του. Το «Καραϊσκάκης», προκύπτει από το καραϊσκάκι και το καραϊσκόπουλο που σημαίνει άτυχο παιδί, με «μαύρη τύχη». Ωστόσο το προσωνύμιο που κυρίως του αποδόθηκε και που το ενστερνιζόταν απόλυτα και ο ίδιος ήταν το «ο γιος της καλογριάς». Για την ακρίβεια του άρεσε έτσι να αυτοπροσδιορίζεται ακριβώς για να υποβαθμίζει σκόπιμα τον εαυτό του απέναντι στους συνομιλητές του. Και το έκανε με τρόπο, εξόχως αυτοσαρκαστικό και κυνικό : «Τί θυμώνετε, ωρέ! Κι εγώ είμαι ο γιος της καλογριάς. Εμένα η μάνα μου έφαγε σαράντα χιλιάδες ψ…λές, ώσπου να με γεννήσει», αναφέρουν πηγές ότι έλεγε στους άντρες του κάθε φορά που εκείνοι στεναχωριόντουσαν μαζί του επειδή γίνονταν αποδέκτες του πλούσιου και ανεξάντλητου υβρεολόγιου του. Βλέπετε την βωμολοχία την είχε στο αίμα του. Μνημειώδης έχει μείνει η γραπτή απάντηση που έστειλε το 1823 στον Μαχμούτ Πασά : «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον π..τζον μου τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου ευθύς να πολεμήσω».

Ήταν αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος που είχε στο να χειρίζεται τις λέξεις που ενέπνευσε τον Νίκο Καλογερόπουλο να γράψει για το σάουντρακ της ταινίας του «Οι ιππείς της Πύλου», το γνωστό τραγούδι -το ερμηνεύει μοναδικά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου- «Όταν γυρίσω θα τους γα…σω». Ένα τραγούδι που έκανε το ΕΣΡ (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ) να …κοκκινίσει τόσο από ντροπή, ώστε να επιβάλλει τον αποκλεισμό του από τα ραδιόφωνα για να προστατέψει τα ευαίσθητα ώτα των ακροατών : «Πες τους ρε φίλε Πανουργιά (ορέ) έχω στον π@@@ μου βιολιά, έχω και τουμπερλέκια κι όπως γουστάρω τα βαρώ και σπάω τα ζεμπερέκια. Όταν γυρίσω θα τους γ@@@ κι αν αργήσω δωσ’ τους κι αυτό είναι τ’ α@@@ μου τα δυο»

Αυτή ήταν η μία πλευρά του Καραϊσκάκη. Είχε όμως κι άλλη. Την απόλυτα ιερή. Το είχε πει και το εννοούσε : «Όταν θέλω γίνομαι διάβολος κι όταν θέλω άγγελος». Και βέβαια καθόλου τυχαίο δεν ήταν το γεγονός ότι ξεψύχησε μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, αφού μετέλαβε των Άχραντων Μυστηρίων. Όσο κι αν μοιάζει αντιφατικό, ήταν πολύ ευλαβής. Ιδιαίτερα απέναντι στην Παναγία, μάλλον τη μόνη θηλυκή ύπαρξη που σεβάστηκε απόλυτα. Όσο για τα τελευταία του λόγια, ήταν κατά τον Στρατηγό Μακρυγιάννη τα εξής:

«Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα»

Τον θρήνησε το πανελλήνιο. Ο Κολοκοτρώνης λέγεται ότι κάθισε σταυροπόδι και σαν γυναίκα τον μοιρολόγησε. Με τόσο πόνο…

Εμείς μνημονεύουμε συχνά το όνομά του που έχει δοθεί σε δρόμους, σε πλατείες και φυσικά στο γήπεδο του Ολυμπιακού.

Ένα όνομα που σημαίνει ό,τι ακριβώς λέει το τραγούδι του Νίκου Καλογερόπουλου: «Καραϊσκάκης σεβνταλής, Καραϊσκάκης μπεσαλής»

Υ.Γ : «Πού πας παλικάρι ωραίο σαν μύθος κι ολόισια στον θάνατο κολυμπάς», λέει ο Σαββόπουλος στο τραγούδι του που το τιτλοφορεί «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη». Η αλήθεια είναι ότι το εν λόγω άσμα, γράφτηκε για τον Τσε Γκεβάρα, αλλά καθώς γράφτηκε μέσα στην Χούντα, για να περάσει τον σκόπελο της λογοκρισίας έπρεπε να έχει τίτλο… υπεράνω πάσης υποψίας. Όπως έχει πει και ο Σαββόπουλος: «Έχω την πεποίθηση ότι τον στρατηγό της Ρούμελης, δεν θα τον ενοχλούσε να χρησιμοποιηθεί ως κάλυψη για τον Τσε Γκεβάρα. Αλλά και ο κομαντάντε Τσε, εάν εγνώριζε τον Καραϊσκάκη, πολύ ευχαρίστως θα δεχότανε να καλυφθεί από αυτόν».