Καραβάτζιο-Ρεμπράντ: το μπαρόκ και η ολλανδική σχολή στην τέχνη

Καραβάτζιο-Ρεμπράντ: το μπαρόκ και η ολλανδική σχολή στην τέχνη

Στα χρόνια που μεσολαβούν από τον 17ο αιώνα ως τα τέλη του 18ου μια σειρά από ραγδαίες εξελίξεις συντελούνται στον ευρωπαϊκό κόσμο, τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και στο χώρο των εικαστικών τεχνών. Με κύριους σταθμούς την άνοδο της Ολλανδίας, την παρακμή της Ισπανίας και περισσότερο τους φοβερούς θρησκευτικούς πολέμους που ταλάνισαν καθολικούς και προτεστάντες που διήρκησαν από το 1618-1648 και οδήγησαν στην ερήμωση της Γερμανίας και στην κατάλυση της Αγίας Ρωμαιοκαθολικής αυτοκρατορίας. Το ρεύμα, το οποίο κυριαρχεί την περίοδο αυτή είναι το Μπαρόκ. Πρόκειται για το ρεύμα εκείνο το οποίο περιγράφει ακριβώς ολόκληρη εκείνη την εποχή αλλά και το στιλ το οποίο δημιουργήθηκε στην τέχνη τον 17ο αιώνα τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Λατινική Αμερική και δημιουργήθηκε για να περιγράψει, να εκφράσει καλύτερα την κοσμική και θρησκευτική εξουσία της εποχής. Γι’ αυτό το λόγο δημιούργησε μεγαλοπρεπή αρχιτεκτονικά μνημεία, η παρουσία των οποίων κυριολεκτικά σφράγισε τις πόλεις στις οποίες χτίστηκαν.

Ο όρος «Μπαρόκ» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1570 κι ενώ είχε αρχικά αρνητική σημασία εκτιμήθηκε τελικά ως μια προσπάθεια απομάκρυνσης από τη φύση και την κλασική Αρχαιότητα.(Winckelmann, Ιστορία της Τέχνης και της Αρχαιότητας). Το Μπαρόκ με χαρακτηριστικά την μόνιμη αναζήτηση της υπερβολής, τη θεατρικότητα και τον εντυπωσιασμό δεν ενδιαφέρεται για την ενότητα αλλά για μια ασυνέπεια και την ταραχή. Ο ρυθμός αυτός, ο οποίος διαδέχθηκε την Αναγέννηση, στην πραγματικότητα σήμαινε κάτι το παράδοξο και το γεγονός ότι ξέφευγε τελείως από τους καλαίσθητους άξονες αρμονίας της Κλασικής Αρχαιότητας έγινε αντικείμενο αρνητικού σχολιασμού.

Οι λεπταίσθητες διακοσμητικές λεπτομέρειες, η επίδειξη με κάθε δυνατό υλικό, όπως πολύτιμους λίθους, γύψο, χρυσάφι τα παραφορτωμένα, μεγαλόπρεπα κτίρια των εκκλησιών που δημιουργήθηκαν, έτσι ώστε να νιώθει ο πιστός τη μεγαλοπρέπεια του ουρανού, όλα απέπνεαν μια μεγάλη δόση πλούτου και χλιδής και επηρέασαν την τέχνη. Η επίδραση της Μεταρρύθμισης έδειξε στον Καθολικισμό ότι ήταν απολύτως συμβατό η τέχνη να εξυπηρετήσει το θρησκευτικό συναίσθημα και να το διδάξει σε όλους όσοι δεν ήξεραν να διαβάζουν σε μια προσπάθεια προσηλυτισμού τους. Πολύ γρήγορα όμως εκτός από την Καθολική Εκκλησία οι ηγεμόνες της Ευρώπης κατάλαβαν τη δύναμη της τέχνης να επιβάλλεται και να επηρεάζει τον λαό και θέλησαν να ενισχύσουν στη συνείδησή του τη θεϊκή υπόσταση της εξουσίας τους. χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Λουδοβίκος ΙΔ’, ο οποίος συμβουλεύτηκε τον σημαντικότερο γλύπτη της εποχής, τον Λορέντζο Μπερνίνι για το ανάκτορό του. Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας είναι το περίφημο ανάκτορο των Βερσαλλιών με τα 123 παράθυρα στην πρόσοψη κάθε ορόφου που «κοιτούν» τους κήπους με τα αγάλματα και τα σχηματοποιημένα δέντρα. Τα ανάκτορα αυτά πυροδότησαν έναν αρχιτεκτονικό οργασμό σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς όλοι φιλοδοξούσαν να έχουν ανάλογα αρχιτεκτονήματα στη δική τους επικράτεια.

Στη ζωγραφική δυο νέοι τύποι ζωγράφων εμφανίστηκαν. Πρόκειται για τους Ανιμπάλε Καράτσι και Μικελάντζελο Μερίτζι ντα Καραβάτζιο, ο οποίος έμεινε γνωστός ως Καραβάτζιο. Μέσα από το έργο του ο άπιστος Θωμάς, μπορούμε να διακρίνουμε τον ατίθασο χαρακτήρα του ζωγράφου. Ο Καραβάτζιο προσπαθούσε να αποτυπώσει την αληθινή φύση των πραγμάτων και δεν ενδιαφερόταν να δείξει το κάλλος όπως συνήθιζαν να παρουσιάζουν τα κλασικά πρότυπα.

Καταργώντας τις συμβάσεις ο Καραβάτζιο και θεωρώντας την τέχνη ως κάτι εντελώς νέο, γνώρισε αρκετές επικρίσεις, καθώς κάποιοι νόμισαν ότι ο απώτερος στόχος του ήταν να εντυπωσιάσει. Στο συγκεκριμένο έργο ο νατουραλισμός του διαφαίνεται από την επιδίωξή του να φανταστεί και να αποτυπώσει επάνω στον καμβά του τη σκηνή αυτή όπως θα είχε στην πραγματικότητα συμβεί με τον Θωμά να χώνει κυριολεκτικά το δάχτυλό του στην τρύπα στο σώμα του Ιησού με αγένεια και απορία. Οι μορφές είναι εντελώς αντισυμβατικές. Στα πρόσωπα των μαθητών του Χριστού δεν φαίνεται αγιοσύνη. Πρόκειται για ταλαιπωρημένους και ρυτιδιασμένους γέρους που παρατηρούν τη σκηνή. Ο τρόπος που διαλέγει να διαχειριστεί το φως και τη σκιά συντελούν στον σκοπό του. Το φως είναι σκληρό, διαχέεται στα πρόσωπα φωτίζοντάς τα με σκληρό τρόπο, εντείνοντας την γέρική τους έκφραση και κάνοντας τις μορφές να δείχνουν πιο αληθινές. Ο Καραβάτζιο συνδυάζει στη ζωγραφική του ένα σημαντικό θρησκευτικό στοιχείο. Οι βιβλικές σκηνές που δημιουργεί είναι φιλοτεχνημένες σαν ανθρώπινα όντα με σάρκα και οστά, χωρίς κάποιο υπερβατικό στοιχείο, μοιάζει να τα φωτίζει από ψηλά και δημιουργεί με την τεχνική της φωτοσκίασης, του κιαροσκούρο, όπως έμεινε γνωστή στην ιστορία της τέχνης, την καταγραφή, με την εκφραστική γλώσσα του φωτός και της σκιάς, της ατμόσφαιρας της βιβλικής σκηνής, προσδίδοντας δραματικότητα και ένταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του δυναμικού ανοίγματος των κλειστών μορφών της Αναγέννησης και της τάσης για δυναμισμό των μορφών που εισάγεται στη ζωγραφική με το Μπαρόκ αποτελεί το συγκεκριμένο έργο. Η εκφραστική του δύναμη δημιουργεί ένα έργο τέχνης αισθησιακό και πνευματικό ταυτόχρονα και διευκολύνει την επικοινωνία του θεατή με τον θείο στοιχείο, καθιστώντας το θεατή ικανό να συμμετέχει στη βιβλική σκηνή η οποία κυριολεκτικά διαδραματίζεται μπροστά του.

Παράλληλα με την αριστοκρατική τάξη της εποχής, η οποία διαδραματίζει έναν ενεργό ρόλο στην άνθηση των τεχνών, η ανάπτυξη του εμπορίου της τέχνης για την αστική τάξη ενισχύεται σημαντικά με αποτέλεσμα τόσο στη Γαλλία όσο και στις Κάτω Χώρες να αναπτυχθούν σημαντικά οι τέχνες και να ευνοηθεί η τάση για ρεαλισμό που η αστική τάξη είχε προτιμήσει.

Οι θρησκευτικές και πολιτικές διαμάχες και αντιθέσεις όμως είχαν χωρίσει την Ευρώπη σε δυο στρατόπεδα, την καθολική Ευρώπη και τη διαμαρτυρομένη. Το σημερινό Βέλγιο, τότε νότια Ολλανδία παρέμενε καθολικό, η βόρεια Ολλανδία όμως επαναστάτησαν εναντίον των Ισπανών και έγιναν διαμαρτυρόμενοι. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν τελείως διαφορετικό γούστο ήταν εργατικοί και απεχθάνονταν την επίδειξη του πλούτου. Δε δέχτηκαν τη μεγαλοπρέπεια του Μπαρόκ και προτίμησαν απλούστερες φόρμες σε όλες τις μορφές της τέχνης. Η ζωγραφική σταδιακά στρέφεται στην προσωπογραφία. Ο μεγαλύτερος ζωγράφος της Ολλανδικής σχολής ο Ρέμπραντ καθιερώθηκε ως προσωπογράφος. Έζησε στην ελεύθερη και πιο ριζοσπαστική Ολλανδία και αυτή είναι η τεράστια διαφορά του με τον σπουδαίο ζωγράφο Ρούμπενς, ο οποίος έζησε στην ισπανοκρατούμενη καθολική Φλάνδρα. Νέες σχέσεις αναπτύχθηκαν ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον αποδέκτη του έργου του, καθώς η δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε επηρέασε βαθιά τις εικαστικές τέχνες.

Καθώς και η Ολλανδία είχε αποδεχτεί τον Καλβινισμό και ο Καλβινισμός δεν αποδεχόταν την τέχνη ως προπαγανδιστικό μέσο για τη θρησκεία, τα έργα που δημιουργήθηκαν είναι μικρότερων διαστάσεων. Οι αποδέκτες των έργων τέχνης ήταν ένα αστικό πια μορφωμένο κοινό και όχι η βασιλική αυλή ή η εκκλησία. Πορτρέτα, νεκρές φύσεις, τοπία και σκηνές από την καθιερωμένη ζωή είναι τα θέματα τα οποία αναπαράγουν σε μικρότερης κλίμακας έργα, καθώς η άνοδος της αστικής τάξης σηματοδοτεί μια νέα τάση.

Πηγή: thinkfree 19/11/14