Καθαρή ποίηση ίσον ποίηση

Όρος που εγκλωβίστηκε στα απόνερα του συμβολισμού ανάμεσα στο μανιερισμό και στην εκζήτηση σημαίνει κάτι περισσότερο από αυτό που νομίζαμε μέχρι σήμερα

Καθαρή ποίηση ίσον ποίηση

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος παρανόησης στην ποίηση και στη λογοτεχνία είναι η κατηγοριοποίηση. Κινήματα, τάσεις, -ισμοί και διάφοροι άλλοι όροι συνήθως το μόνο που καταφέρνουν είναι να περιπλέκουν τα πράγματα.

Θα πρέπει να ξαναδούμε την ποίηση από την αρχή, απαλλαγμένη από την όποια εκδοχή της - σχολική, εθνική, διαπλαστική, φιλολογική. Τότε θα ανακαλύψουμε, δίχως άλλο, πως η υψηλή ποίηση ήταν ανέκαθεν καθαρή. Το ζήτημα της καθαρής ποίησης τέθηκε προφανώς από τους συμβολιστές ως αντίβαρο στην χρησιμοθηρική ανάγνωση των ποιημάτων.

Ζούμε σε ένα κόσμο χρησιμοθηρίας, τα πάντα πρέπει να έχουν κάποια ορατή ωφέλεια ή τουλάχιστον κάποιο νόημα, περιορισμένο στα στενά όρια μιας προκαθορισμένης λογικής. Όμως νόημα υπάρχει και στο αισθητικό αποτέλεσμα, οι λέξεις δεν είναι απλά εργαλεία, αποτελούν δομικά υλικά μιας εσωτερικής αρχιτεκτονικής.

Αν θεωρήσουμε τον ποιητή ένα εκλεπτυσμένο διαβιβαστή ιδεών, θα πρέπει να εμβαθύνουμε στο περιεχόμενο αυτών των ιδεών. Είναι άραγε ιδέες προπαρασκευασμένες από μας, που τις υποβάλλουμε στον ποιητή για να δώσει περιεχόμενο στην ποιητική του και να μας τις επιστρέψει έτσι επιβεβαιώνοντας αυτό που είμαστε; Σε αυτή την περίπτωση ορθά κάποιοι προβαίνουν σε διάκριση μορφής και περιεχομένου.

Αν όμως δεχτούμε ότι η ποίηση, όπως η τέχνη γενικότερα, διαθέτει δικό της εννοιολογικό οπλοστάσιο, το οποίο αξιοποιεί κυρίως μέσω της αισθητικής και της φιλοσοφίας, τότε θα κατανοήσουμε πως ακόμα και η περίφημη μουσικότητα συμβάλλει στην ιδεολογική σημειολογία. Έχει δίκιο ο Ρολάν Μπαρτ όταν μιλά για πολιτιστικές έννοιες που συνδέονται με τις λέξεις με την κυριολεκτική ή την μεταφορική σημασία τους. Έχει σημασία, και το ξέρουμε από την γλώσσα της καθημερινότητας, η σειρά με την οποία θα παρατάξουμε τις λέξεις μας, η στίξη, η εμφατική χρήση ή η παράλειψη. Δεν μπορούμε από τη μια να δηλώνουμε τις φιλολογικές μας ανησυχίες και από την άλλη να υποβιβάζουμε τις λέξεις, την ίδια τη γλώσσα, σε γρανάζια μιας τεχνητής ποιητικής νοημοσύνης.