Αρχαία αντικείμενα επαναπατρίζονται στην Ελλάδα
Σημαντικά αρχαία αντικείμενα ανακτήθηκαν από το ελληνικό Δημόσιο και επαναπατρίζονται.
Αρχαιότητες, αγάλματα, ειδώλια, γλυπτά, αγγεία, κοσμήματα, σκεύη και εξαρτήματα, που χρονολογούνται από τους νεολιθικούς έως τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους επαναπατρίζονται στην Ελλάδα.
Αντικείμενα που βρίσκονταν στην κατοχή της υπό εκκαθάριση εταιρείας Robin Symes Limited, ανακτήθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο και επαναπατρίζονται μετά την επιτυχή έκβαση της μακροχρόνιας διεκδίκησή τους.
Αριθμητικά ανέρχονται σε 351 αντικείμενα και 25 ομάδες αντικειμένων. Μαζί με τα αντικείμενα αυτά επιστρέφουν στην Ελλάδα μεμονωμένα θραύσματα και πολυάριθμες ομάδες συνανηκόντων οστράκων αγγείων, ο αριθμός των οποίων θα προσδιοριστεί μετά τη συντήρηση τους.
Πώς ξεκίνησε η διεκδίκηση των αρχαιοτήτων
Η αφετηρία της διεκδίκησης χρονολογείται το 2006, όταν ξεκίνησε η έρευνα των ελληνικών αρχών στην περιουσία της εταιρείας Robin Symes LTD εντός και εκτός Ελλάδας. Μετά από συντονισμένες και επίμονες προσπάθειες, που διήρκεσαν 17 χρόνια συνολικά, και οι οποίες εντάθηκαν ιδιαίτερα την περίοδο 2020-2023, ικανοποιήθηκε το ελληνικό αίτημα με αποτέλεσμα την επιστροφή των διεκδικούμενων αρχαιοτήτων. Ετσι, ολοκληρώνεται η εκ μέρους της ελληνικής πλευράς μακρόχρονη διεκδίκηση των παραπάνω αντικειμένων, που βρίσκονταν στην κατοχή της υπό εκκαθάριση εταιρείας Robin Symes Limited.
Ο επαναπατρισμός των αρχαιοτήτων αυτών αποτέλεσε σταθερή επιδίωξη όλων των πολιτικών ηγεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, που παρακολουθούσαν και συντόνιζαν όλες τις ενέργειες. Υπήρξε μεθοδική και σταθερή συνεργασία πολλών Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού, και ιδιαίτερα της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών Βασιλική Παπαγεωργίου και η αρμόδια τμηματάρχης Ελενα Βλαχογιάννη συνέβαλαν τα μέγιστα. Πολλοί αρχαιολόγοι του ΥΠΠΟΑ είχαν καθοριστική συμβολή σε διάφορες φάσεις στην τεκμηρίωση των αντικειμένων. Πολλοί αρχαιολόγοι, ανάμεσά τους η Ελένη Παπάζογλου-Μανιουδάκη και η Κατερίνα Βουτσά, συμμετείχαν στις ομάδες εργασίας που συγκροτήθηκαν από το ΥΠΠΟΑ για την διεκπεραίωση της υπόθεσης. Οι π. ΓΔΑΠΚ Ελενα Κόρκα και Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, όπως και η νυν Πολυξένη Αδάμ-Βελένη –υπό τις εκάστοτε ιδιότητες τους- συμμετείχαν ως εμπειρογνώμονες και ως μέλη των ομάδων εργασίας.
Σημαντική υπήρξε η συμβολή της Ελληνικής Αστυνομίας και των Δικαστικών Αρχών κατά την έναρξη της υπόθεσης. Καθοριστική για την επιτυχή έκβαση της υπόθεσης ήταν η συνεργασία του ΥΠΠΟΑ με το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τη νομική παρακολούθηση της υπόθεσης ανέλαβε η Άρτεμις Παπαθανασίου, Νομικός Σύμβουλος του Υπουργείο Εξωτερικών, οποίο συνετέλεσε, επίσης, σημαντικά στην προώθηση της υπόθεσης μέσω της Πρεσβείας της Ελλάδος στο Λονδίνο.