Ο άγιος Κόκκαλης, ο αναρχικός γιατρός, ο συνεπής αγωνιστής

Λίγα λόγια για τον «ζωγράφο» με το κόκκινο νυστέρι

Ο άγιος Κόκκαλης, ο αναρχικός γιατρός, ο συνεπής αγωνιστής

To 1951 στις φυλακές Αβέρωφ, συνομιλούσαμε με άλλες αντάρτισσες φυλακισμένες και δεν λέγεται τι καλά λόγια άκουγα για τον Κόκκαλη.

«Εμένα μ’ έσωσε ο Κόκκαλης», «εμένα με χειρούργησε ένας άγιος που λεγόταν Κόκκαλης», όλο τέτοια άκουγα. Οι ιστορίες του είναι ατελείωτες και αξέχαστες. Εγώ το λέω πάντα όταν καμιά φορά πάω στο γιατρό και βλέπουν τις εγχειρήσεις, γιατί στη σπονδυλική μου στήλη υπάρχει ένα κοίλωμα, «ας είναι καλά ο Κόκκαλης, αλλιώς θα ήμουν τελειωμένη», τους λέω. «Ποιος Κόκκαλης;» με ρωτάνε, «ο Σωκράτης;» Δεν καταλαβαίνουν τα σχετικά με τον Εμφύλιο, είναι νέοι. «Ο πατέρας του Σωκράτη», τους απαντάω με νεύρο».

Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στην Ασημίνα Καρκάνη και αφορούν στον Πέτρο Κόκκαλη, τον σπουδαίο Έλληνα γιατρό, ακαδημαϊκό και αντιστασιακό. Πατέρας του άλλοτε προέδρου του Ολυμπιακού -και πάντα αγαπητού στην ερυθρόλευκη οικογένεια - Σωκράτη Κόκκαλη, ο Πέτρος Κόκκαλης έχει την δική του θρυλική ιστορία.

Γεννημένος στις 18 Σεπτεμβρίου του 1896 στην Λειβαδιά, γιος Γυμνασιάρχη, δείχνει από μικρός, την έφεσή του στα γράμματα.

Σπουδάζει ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθώς και στα πανεπιστήμια της Ζυρίχης και της Βέρνης, όπου και λαμβάνει το διδακτορικό του δίπλωμα το 1919 και ξεκινάει να εργάζεται στην χειρουργική κλινική του Πανεπιστημίου του Μονάχου, ως βοηθός του καθηγητή Φέρντιναντ Ζάουερμπρουχ που θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους χειρουργούς του 20ου αιώνα. Το 1929, ο Πέτρος Κόκκαλης, επιστρέφει στην Ελλάδα και γίνεται διευθυντής της «Κλινικής Αθηνών» και του νοσοκομείου «Ελπίς».Παράλληλα, γίνεται τακτικός καθηγητής στην έδρα της χειρουργικής στην ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής χειρουργικής στο «Αρεταίειο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο».

Υπηρετεί στο Αλβανικό Μέτωπο, ως αντισυνταγματάρχης του Υγειονομικού. Το 1942, χάνει την έδρα του στο Πανεπιστήμιο λόγω της συμμετοχής του στο ΕΑΜ και στην Αντίσταση.

«Χειρούργησε τον Γεώργιο Βλάχο, στο γραφείο του οποίου ανέβαιναν και έπεφταν κυβερνήσεις. Θα μπορούσε να ζει πλουσιοπάροχα και να έχει μια καριέρα αξιοζήλευτη. Αυτός όμως αποφάσισε ότι η θέση του ήταν στην μαχόμενη Ελλάδα. Αναρωτιέμαι αν κανείς κατάλαβε την προσφορά αυτού του ανθρώπου. Εκείνος πίστευε ότι αν η Πατρίδα είναι σκλάβα, δεν δικαιούσαι να ευημερείς. Πίστη με έργα, με πράξεις και όχι με μεγάλες κουβέντες», λέει ο Σταμάτης Κρητικάς, ενώ ο Δρ. Αντώνης Μούγιας συμπληρώνει:

«Εμείς ακολουθούσαμε τον Κόκκαλη που σε αυτό το θέμα ήταν κάθετος, δεν σήκωνε κουβέντα: Δεν παίρναμε καθόλου λεφτά, δωρεάν φροντίζαμε τον κόσμο, τους τραυματίες. “ Την αμοιβή σας την καταγράφει ο λαός με την αγάπη του”, έτσι μας έλεγε. Και μας παρότρυνε να κάνουμε το καλό, να βοηθάμε όσους έχουν ανάγκη, χωρίς να κοιτάζουμε που ανήκουν πολιτικά

Δεν του άρεσαν οι διαχωρισμοί του Πέτρου Κόκκαλη:

«Ταξική πάλη δεν θα πει η μία τάξη να μισεί την άλλη για να την καβαλήσει και να την υποδουλώσει. Αυτό είναι χυδαία αντίληψη, δυστυχώς, αρκετά διαδεδομένη. Η πικρία της φυλακής και των διωγμών, πολλές φορές είναι δηλητήριο της σκέψης και της κρίσης. Όταν εμείς θα γίνουμε κυβέρνηση, δεν θα θελήσουμε να παίξουμε ρόλο νικητών απέναντι σε νικημένους. Η αποστολή θα είναι να συνεχίσουμε την πάλη, ώστε οι νικημένοι να γίνουν κι αυτοί νικητές.»

Άλλωστε ο ίδιος ανήκε στην μεγαλοαστική τάξη, την άνεση και την ασφάλεια της οποίας συνειδητά εγκατέλειψε, για να τιμήσει τα πιστεύω του. Ούτε πολιτικές φιλοδοξίες είχε, - παρόλο που ο Ζαχαριάδης είχε πει για εκείνον ότι είναι ο καλύτερος από όλους και ότι θα του άξιζε να είναι πρωθυπουργός της Ελλάδας-, ούτε βλέψεις να καρπωθεί κάτι. Μόνο αγωνία για έναν καλύτερο, για έναν δικαιότερο κόσμο. Και όραμα. Και ήταν αυτό το όραμα που προσπαθούσε να το κρατήσει «ζωντανό», ακόμα και μέσα στην φρίκη και την αγριότητα του εμφυλίου. Τότε που έχοντας περάσει στις γραμμές του ΔΣΕ (Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας), στο βουνό, κατέγραφε στο ημερολόγιο του:

«Διαβάζω όλη την μέρα. Το χιόνι όλο και στρώνεται πιο πολύ. Η μοναξιά μεγαλώνει. Ο κόσμος μεγαλώνει και τόσο αισθάνεται κανένας τον εαυτό του να μικραίνει, σα να πάει να χαθεί. Οι άνθρωποι έπαψαν να συζητούν. Όλα γίνονται σε τόνο άγριας πολεμικής. Περίοδος “θανάσιμης ειρήνης”, είτε στα χαρακώματα, είτε στις στήλες των εφημερίδων. Πόλεμος με την ίδια λύσσα διεξάγεται. Στον ένα τρέχει το αίμα, στον άλλο το μελάνι. Καλό κάνει να διαβάζει κανένας και κανένα βιβλίο από τον κόσμο που καταρρέει, για να ανανεώνει την πίστη του σε εκείνο που δημιουργείται και έρχεται.»

Μετά την ήττα του ΔΣΕ, ο Πέτρος Κόκκαλης, εγκαταστάθηκε στην Ανατολική Γερμανία, όπου συνέχισε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία.

Ο «αναρχικός γιατρός», κατά τα έγγραφα της ασφάλειας, «ο ζωγράφος με το νυστέρι», κατά τους συναδέλφους του, «ο άγιος γιατρός», κατά τους ασθενείς του, άφησε την τελευταία του πνοή, τον Γενάρη του 1962, στο Βερολίνο. Αιτία θανάτου, έμφραγμα μυοκαρδίου.

Η οικογένεια του Πέτρου Κόκκαλη, γνωρίζοντας την επιθυμία του να ταφεί στα πάτρια εδάφη αμέσως μετά το θάνατό του, ζήτησε από την τότε κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή να επιτραπεί η μεταφορά της σορού του στην Ελλάδα. Στο σύντομο τηλεγράφημά της προς τον Ελληνα πρωθυπουργό, η σύζυγός του, Νίκη Κόκκαλη, έλεγε χαρακτηριστικά: «Παρακαλώ, όπως μου επιτρέψετε να μεταφέρω και ενταφιάσω στας Αθήνας τη σορό του καθηγητού Πέτρου Κόκκαλη. Μετά ολιγοήμερη παραμονή μου στας Αθήνας θα επιστρέψω στο Βερολίνο».

Η κυβέρνηση, παρά τις συνθήκες της αντικομμουνιστικής μετεμφυλιακής υστερίας που επικρατούσαν τότε, έδωσε την έγκριση. Σ' ένα πολύ μεταγενέστερο άρθρο, που δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ, δινόνταν η εξής εξήγηση:

«Ο Κ.Καραμανλής είχε γνωρίσει τον Πέτρο Κόκκαλη το 1944 στη Σοσιαλιστική Ενωση, την οποία είχε ιδρύσει ο Αγγελος Αγγελόπουλος, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο κ. Ξ. Ζολώτας. Υπήρχε, όμως, και μία ακόμη πιο προσωπική πτυχή. Η μητέρα της Αμαλίας Κανελλοπούλου, τότε συζύγου του Κ. Καραμανλή, είχε χειρουργηθεί από τον Πέτρο Κόκκαλη, που αναγνωριζόταν ως ένας από τους καλύτερους, ίσως ο καλύτερος γιατρός της προπολεμικής Αθήνας.»

Όπως και να έχει, ο Πέτρος Κόκκαλης, κάποια στιγμή, αναγνωρίστηκε γενικότερα, οπότε και το όνομά του δόθηκε σε δρόμο, σε οδό και μάλιστα απέναντι από την Αμερικανική Πρεσβεία! Ωστόσο είναι βέβαιο ότι για εκείνον, μεγαλύτερη σημασία έχει το ότι θάφτηκε, εκεί που γεννήθηκε, εκεί που ονειρεύτηκε, στην πατρίδα του.

«Εδώ, κείται ο μεγάλος νεκρός, φερμένος από τα ξένα», έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος, συνεπικουρούμενος από τον Τάσο Λειβαδίτη:

«Τα πορτοκάλια θα ‘χουν μια γεύση πιο βαθιά, πιο δίκαιη, πιο ακατάλυτη, γιατί στην γη που φύτρωσαν, κοιμάται πια, από χθες, ένα κομμάτι από την ξενιτεμένη Ελλάδα.»

Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η ζωή ενός ανθρώπου που πίστευε ότι «αξίζει να πεθάνουμε συνεπείς με τους αγώνες μας». Όσο για τον προσωπικό του απολογισμό;

«Στην ζωή μου έκανα πολλά πράγματα. Και καλά και κακά. Δεν έχει τελικά σημασία που μας επαίνεσαν για τα κακά και μας κατηγόρησαν για τα καλά.»

Όχι, δεν έχει σημασία, γιατί μας κατηγορούν και γιατί μας επαινούν. Σημασία έχει φεύγοντας, να γνωρίζουμε ότι προλάβαμε να διανύσουμε την διαδρομή που πιστέψαμε και επιλέξαμε.